Για εμάς τους Ορθοδόξους
Σταυρός και Σταύρωση σημαίνει διακονία,
θυσία αγαπητική σαν αυτή του Κυρίου μας
του Τριαντάφυλλου Απ. Σιούλη
Δρ. Φ., Σχολικού Συμβούλου Θεολόγων






Αφορμή χαράς πρέπει να είναι για τον πιστό ό,τι αποτελεί αιτία θλίψεως στον παρόντα κόσμο, αφού και δια του Σταυρού, κατ’ εξοχήν σύμβολο πάθους, ήλθε χαρά σ’ όλο τον κόσμο. Άλλωστε στην Ορθόδοξη Πατερική παράδοση δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πάντοτε μιλάμε για το «Χαροποιόν πένθος».
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σε ομιλία του για την είσοδο στην αγία Τεσσαρακοστή μιλά για την «πνευματική χαρά» που πρέπει να νοιώθουμε οι χριστιανοί την περίοδο αυτή: «Ας μη γίνεται λοιπόν τις κατηφής. ας μη γίνεται τις σκυθρωπός. αλλ’ ας χορεύη, και ας χαίρεται και ας δοξάζη τον κηδεμόνα, και επιμελητήν των ψυχών μας, όπου μας άνοιξεν αυτήν την εξαίρετον στράταν, και ας δεχθή με πολλήν χαράν τον ερχομόν της». Ο Εφραίμ ο Σύρος συνδέοντας αυτή τη χαρά με την Ανάσταση, αποκαλεί τον Σταυρό «ζωοποιόν», «ανοικτήν του Παραδείσου», «νεκρών ανάστασιν», ενώ και ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης υπονοεί ότι την ίδια χαρά πρέπει να νοιώθει ο χριστιανός, αφού με την Ανάσταση διασκορπίζονται «οι εχθροί του δαίμονες. ο εχθρός του θάνατος. ο εχθρός του η αμαρτία. ο εχθρός του ο άδης» σύμφωνα με το αγιογραφικό «αναστήτω ο Θεός και διασκορπίσθήτωσαν οι εχθροί αυτού» (Ψαλμ. ριζ΄ 23).
Δεν πρέπει από τον ορθόδοξο χριστιανό να πάψει να υπάρχει η πίστη και η ελπίδα, ότι δια της χάριτος νικάται η αμαρτία, ότι όπως ο ληστής και η πόρνη, έτσι και αυτός θα κερδίσει τον Παράδεισο. Και αυτό γιατί πίστη των ορθοδόξων είναι ότι η ελπίδα και η χαρά πηγάζουν από το όλο μυστήριο της Θείας Οικονομίας για τη σωτηρία μας, από τη Σάρκωση και το Πάθος, κυρίως όμως και κατ’ εξοχήν από το γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού.
Εφ’ όσον ο Χριστός ανέστη και βεβαίως η ελπίδα και το κίνητρο της χαράς είναι βέβαια μετά απ’ αυτό, η χαρά των χριστιανών δεν έχει να πάθει τίποτε από οποιαδήποτε πραγματικότητα του κόσμου τούτου. Είναι μια χαρά αέναος, αδιάλειπτος, αμετάπτωτος, μη αναιρούμενη. Και αυτό οφείλουμε να μην το ξεχνάμε ποτέ.
Από την άλλη, χωρίς Σταύρωση δεν υπάρχει Ανάσταση και χωρίς την Ανάσταση δεν θα υπήρχε Εκκλησία, επομένως «ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή η πίστις υμών» (Α΄ Κορινθ. 15,14).
Για εμάς τους Ορθοδόξους Σταυρός και Σταύρωση σημαίνει διακονία, θυσία αγαπητική σαν αυτή του Κυρίου μας, αγώνας ενάντια σ’ όλες τις δαιμονικές εκείνες δυνάμεις του «άρχοντος του κόσμου τούτου» (Ιωαν 12,31), του οποίου τα έργα ο Κύριος ήλθε «ίνα λύση» (Α΄ Ιωαν. 3,8). Και ποια είναι τα έργα αυτά; Εγωισμός, υποκρισία και ψευτιά, φτώχεια και αρρώστια, καταπίεση, αδικία και ανισότητα καθώς και τόσα άλλα, ειδικά τις μέρες τούτες με τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που βιώνουμε.
Ο Χριστός μας δείχνει το δρόμο για απαλλαγή απ’ όλα αυτά, για σωτηρία, για ανά-ταση και ανά-σταση, εσωτερική του καθενός από εμάς αλλά και κοινωνική, αφού για το κακό που υπάρχει στον κόσμο ευθύνη έχουμε όλοι μας. Και ο Παύλος, ο πρώτος μετά τον Ένα, συνεχίζει στην ίδια πορεία να μας δείχνει το δρόμο λέγοντας: «Μιμηταί μου γίγνεσθαι καθώς καγώ Χριστού» (Α΄ Κορινθ. 11, 1).
Για να γίνουν όλα αυτά βίωμα των χριστιανών όμως, θα πρέπει να κάνουμε μεγάλο αγώνα, για να νικήσουμε τον κακό εαυτό μας πρωτίστως (έργο πολύ δύσκολο ιδιαίτερα στην σημερινή εποχή, εποχή άκρατου ευδαιμονισμού και καταναλωτισμού), να μεταθέσουμε την ψυχή μας «από των παρόντων στων μελλόντων την μέριμνα» όπως ο Μέγας Βασίλειος προτείνει και τελικά «ούτως ουν τιμήσωμεν τας του Κυρίου εορτάς, μη κοσμικώς, αλλ’ υπερκοσμίως» κατά τον Εφραίμ τον Σύρο.
Η Εκκλησία μας προσφέρει τον τρόπο. Προσευχή και νηστεία, άσκηση πνευματική και σωματική. Φτάνει να ξυπνήσουμε από τον βαθύ λήθαργο που βρισκόμαστε και να αναφωνήσουμε μαζί με τον ψαλμωδό: «Ψυχή μου ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις;» και ακόμη «Δεύρο τάλαινα ψυχή, συν τη σαρκί σου τω πάντων Κτίστη εξομολογού. και απόσχου λοιπόν, της πριν αλογίας. και προσάγαγε Θεώ εν μετανοία δάκρυα» αφού όμως προηγουμένως «…ταπεινωθώμεν εναντίον του Θεού τελωνικώς δια νηστείας …». Να τα μέσα που μας προσφέρει η Εκκλησία. Προσευχή, νηστεία, εξομολόγηση, μετάνοια.
Σκληρός ο αγώνας και αδυσώπητος, χρειάζεται νήψη και εγρήγορση, να έχουμε τα πνευματικά μάτια ανοιχτά, αφού το κακό υπάρχει παντού, ακόμη και εκεί που δεν το περιμένουμε (όπως συμβαίνει πολλές φορές και στις πιο στενές και ιερές σχέσεις όπως αυτές των συζύγων και της οικογένειας όπου κυριαρχούν η υποκρισία και κεκαλυμμένος εγωισμός, ή ακόμη όπως συμβαίνει με αυτή την φρικτή αντιστροφή όρων, της ελευθερίας που στην ουσία υποδουλώνει, της αγάπης, δήθεν χριστιανικής, που στην ουσία πρόκειται για υποκριτική εκμετάλλευση κ.ά.).
Μοιάζει να έχει πλημμυρήσει το κακό τους πάντες και τα πάντα. Για εμάς του ορθοδόξους βέβαια, ήδη ο «άρχων του κόσμου τούτου κέκριται» (Ιωαν. 16,11) και «εκβληθήσεται έξω» (Ιωαν. 12,31), όμως ακόμη «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τινα καταπιείν» (Α΄ Πετρ. 5,8).
Υπάρχουν φορές που πολλοί χριστιανοί απογοητεύονται από το κακό και το μέγεθος αυτού, που κυριαρχεί στον κόσμο. Ακούγονται να λένε, ότι δεν υπάρχει λύση, δεν γίνεται τίποτα, δεν αλλάζουν τα πράγματα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η άποψη αυτή αποτελεί μια έμμεση μορφή απιστίας, αφού στην ουσία δεν ακούμε τον Χριστό που μας προειδοποιεί ότι «εν τω κόσμω θλίψιν έχετε, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν. 16,33) και ακόμη ότι «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται, και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωαν. 11,26).
Λοιπόν, «ιδού ο Νυμφίος έρχεται» και «μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα», δηλαδή όχι με αδιαφορία ή από συνήθεια, ούτε απαθώς, αλλά θεωρώντας «τα πάθη τα σεπτά» ως «φώτα σωστικά», που σημαίνει «μιμηταί Χριστού». Απέναντι λοιπόν στον Νυμφίο και στο «γάμο» που μας καλεί, θα πρέπει να βαδίζουμε με πίστη, αισιοδοξία και χαρά, όπως όλοι οι άγιοί μας όταν βάδιζαν προς το μαρτύριο και έδιναν μαρτυρία δια του πάθους. Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος με το «Χαίρετε» της Αναστάσεως στους μαθητές του αυτό μας συνιστά. Και ο Παύλος επίσης προς τους Φιλιππισίους «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε» λέγει.
Απαντοχή μας και χαρά μας επομένως ο Χριστός, αλλά χαρά μας και ο πλησίον, η «εικόνα» του Χριστού. «Έως εστι καιρός, Χριστόν επισκεψώμεθα, Χριστόν θεραπεύσωμεν, Χριστόν θρέψωμεν, Χριστόν ενδύσωμεν, Χριστόν συναγάγωμεν, Χριστόν τιμήσωμεν» μας λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, για να συμπληρώσει ο Αββάς Απολλώ «είδες γαρ τον αδερφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου» και στη συνέχεια ο Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ όταν προσφωνούσε κάθε άνθρωπο που συναντούσε με τις λέξεις: «χαρά μου».
Αφού λοιπόν «έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανεν» (Ρωμ. 5,8) και ταυτοχρόνως έγινε «η κεφαλή της εκκλησίας» και ο «πρωτότοκος εκ των νεκρών» (Κολ. 1,18), ο χριστιανός οφείλει να είναι χαρούμενος «επ’ ελπίδι ζωής αιωνίου» (Τιτ. 1,2) και πάντοτε «χαίρειν μετά χαιρόντων» και «κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. 12,15). Στην ουσία δηλαδή να γινόμαστε κοινωνοί της χαράς και των προβλημάτων των συνανθρώπων μας, σύμφωνα με το «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. 6,2). Να υπομένουμε σε τελική ανάλυση και να σηκώνουμε τον δικό μας Σταυρό (να αγωνιζόμαστε δηλαδή όπως ο Χριστός που οδηγήθηκε στον Σταυρό) εναντίον της αδικίας, της κακίας, ενάντια στις δαιμονικές δυνάμεις του άρχοντος του κόσμου τούτου, με φιλάνθρωπα αισθήματα και θυσιαστική αγάπη για τους πλησίον μας, όποιοι και αν είναι αυτοί.
Μόνο έτσι είναι δυνατόν να αλλάξει η κοινωνία μας και ο κόσμος μας και να γίνει Βασιλεία του Θεού, αφού φυσικά προηγουμένως αλλάξουμε εμείς και αποβάλλουμε το «φρόνημα της σαρκός» και αποκτήσουμε το «φρόνημα του πνεύματος» (Ρωμ. 8,6).
Η λύπη και η χαρά ή η χαρά και η λύπη, η χαρμολύπη, ο Σταυρός και η Ανάσταση, στην Ορθόδοξη Πατερική παράδοσή μας, πάνε πάντα μαζί. Δεν ξεχωρίζουν. «Χθες συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι. συνεσταυρούμην σοι χθές. αυτός με συνδόξασον, Σωτήρ, εν τη βασιλεία σου».
Είναι πολύ δύσκολο για τον ορθολογιστή και δυτικοθρεμένο άνθρωπο της σύγχρονης εποχής (και δυστυχώς στην κατηγορία αυτή ανήκουμε πολλοί και από εμάς του ορθοδόξους) να κατανοήσει το μήνυμα της Αναστάσεως, μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας για το σήμερα και για το αύριο.
Εορτάζει Πάσχα ο σύγχρονος άνθρωπος (δηλαδή πέρασμα σε μια άλλη στάση και διά-σταση ζωής, από την αμαρτωλότητα, τη φθαρτότητα και τη θνητότητα, στη ζωή της χάριτος, της ελπίδας, της σωτηρίας και της αιωνίου ζωής) ρηχό, επιφανειακό, με στοιχεία μεν από την παράδοσή μας, που όμως δεν μιλούν στα κατάβαθα της ψυχής του, δεν προκαλούν την «καλήν αλλοίωσιν».
Πώς να χωνέψει και να κατανοήσει ο ορθολογιστής άνθρωπος της εποχής μας, τη νίκη κατά του θανάτου που βιώνουν (ή μήπως βίωναν;) παραδοσιακά οι ορθόδοξοι χριστιανοί, εκφράζοντάς την για παράδειγμα ανήμερα του Πάσχα με τον πηγαιμό στα μνήματα των προσφιλών τους προσώπων (και όχι μόνο) με νταούλια και βιολιά να γιορτάσουν την Ανάσταση ή με το σπάσιμο των κόκκινων αυγών πάνω στα μνήματα και την επινίκιο φράση «Χριστός Ανέστη»; Στην ουσία δηλαδή με γεγονότα σαν και αυτά δια-δηλώνουν οι ορθόδοξοι την ακράδαντη πίστη τους στη νίκη του Αναστάντος Χριστού πάνω στην αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο, αφού είναι σαν να αναρωτιόνται εκείνη τη στιγμή: «Που σου θάνατε το κέντρον; Που σου θάνατε το νίκος; Ανέστη Χριστός και συ καταβέβλησαι.».
Για τον ορθόδοξο χριστιανό που βιώνει το μήνυμα της Αναστάσεως και προσδοκά την ανάσταση των νεκρών και τη ζωή του μέλλοντος αιώνος, για τον ορθόδοξο χριστιανό που δεν πιστεύει ότι σ’ αυτόν τον κόσμο «φύτρωσε» ή ότι είναι «τυχαίο ατύχημα» της φύσης, αλλά αντίθετα πιστεύει ότι είναι «καλό λίαν» δημιούργημα της άπειρης αγάπης του προσωπικού Θεού Πατέρα, που θυσιάζει από αγάπη για το πλάσμα Του τον Υιό Του τον Μονογενή, για τον ορθόδοξο χριστιανό που η πίστις του είναι αυτή (και μη ξεχνάμε ότι το πιστεύειν είναι τρόπος ζωής, είναι στάση ζωής), δεν χρειάζεται να είναι κατανοητά όλα αυτά νοησιαρχικώς, αφού ήδη τα κάνει πράξη με τη ζωή του (πρέπει να τα κάνει) και βίωμά του.
Για τον δυτικοθρεμμένο και εκκοσμικευμένο άνθρωπο όμως, όλα αυτά είναι ακατανόητα.
Θυμούμαι πριν λίγα χρόνια όταν γινόταν ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία, όταν χρειάσθηκε να εκπατριστούν οι ορθόδοξοι Σέρβοι. Τα Δυτικά μέσα ενημέρωσης έδειχναν τους Σέρβους να ξεθάβουν τους νεκρούς τους και να τους παίρνουν μαζί τους και να σχολιάζουν αρνητικά αυτό το, ακατανόητο γι’ αυτούς, γεγονός. Μα για τον ορθόδοξο χριστιανό η συνέχεια της ζωής και η ενότητα των χριστιανών, ζώντων και κεκοιμημένων, ως Σώμα Χριστού, με κεφαλή τον ίδιο τον Χριστό, είναι αυτονόητη και δεδομένη και το πέρασμα από τη μια μορφή ζωής στην άλλη επίσης. Καθώς επίσης και οι προσευχές των μελών του ενός Σώματος, είτε πρόκειται για ζώντες είτε για κεκοιμημένους, είναι καθημερινή πράξη για τους Ορθοδόξους χριστιανούς.
Όλα αυτά που προαναφέρουμε, δείχνουν ότι ο ορθόδοξος χριστιανός βιώνει καθημερινά την πίστη του. Περιγελά το θάνατο και στην ουσία αυτόν που αποτέλεσε την αιτία και την αφορμή να εισβάλουν στην ανθρωπότητα η αμαρτία, η φθορά και ο θάνατος, δηλαδή τον Διάβολο, αφού «Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι. Χριστός γαρ εγερθείς εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο». Πως λοιπόν να καταλάβει ο ορθολογιστής άνθρωπος της εποχής μας ότι δεν υπάρχει πλέον θάνατος, αλλά ο φόβος του θανάτου.
Ας ευχηθούμε αδερφοί μου, ιδιαιτέρως αυτήν την δύσκολη και κρίσιμη για το μέλλον της ανθρωπότητας περίοδο που διανύουμε, περίοδο αποπροσανατολισμού και κρίσεως θεσμών και αξιών, όπου οι άνθρωποι ζούνε (ή μήπως και πολλοί κατ’ όνομα χριστιανοί) χωρίς όραμα και ελπίδα, όπως «τον ληστήν αυθημερόν του παραδείσου ηξίωσας Κύριε, καμέ το ξύλω του Σταυρού φώτισον και σώσον με» και διηγούμενοι «πάντα τα θαυμάσιά σου Κύριε» να αναφωνήσουμε στην συνέχεια μαζί με τον ψαλμωδό το «Χαράς τα πάντα πεπλήρωνται της Αναστάσεως την πείραν ειληφότα», που με άλλα λόγια σημαίνει ότι τώρα που έχουμε λάβει την εμπειρία της Αναστάσεως, πως «ήλθεν δια του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω», πρέπει να είναι όλα και όλοι πλημμυρισμένοι από αισιοδοξία, ελπίδα και χαρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: