Η ιστορία της Μάνας του Θεού ...





Νίκος Καροζος - Fragmenta γι τ Μάνα το Χριστο


Συλλεγμένα κα μεταφρασμένα εδικ γι τ περιοδικ ποπτεία, τ.20, σελ.224-229








Πρωτευαγγέλιο ακώβου


IV


Κα δο τότε πο φανερώθηκε γγελος Κυρίου κα τς λεγε ννα, ννα, Κύριος τν εσάκουσε τ θερμή σου παράκληση, κα θ πιάσεις παιδ κα θ γεννήσεις, κα τ σπέρμα σου θ πάει κουσμα στ πέρατα τς οκουμένης. Κα ννα το ποκρίθηκε σύγκορμη· δοξάζω τν Κύριο κα Θεό μου τν λοζώντανο καί, θς γεννήσω σερνικό, θς κοπελούδα, θν τ προσφέρω δρο μου λόψυχο σ κείνονε κα θναι στ γιο θέλημά του κρεμάμενο πιζως τ παιδί μου. Κα δο τότε πο φανκαν δύο γγελοι σ᾿ ατήνε κα τς λεγαν· δο λοιπόν, εσεβέστατη γυναίκα, νάτος ντρας σου ωακείμ, ρχεται μ τ κουδουνιστ κοπάδια του. Τν εχε στ᾿ λήθεια εδοποιήσει κι ατόνε λλος γγελος Κυρίου λέγοντας· ωακείμ, ωακείμ, Κύριος τν εσάκουσε τ θερμή σου παράκληση· πάρε τ κοπάδια σου κα ροβόλα κατ κάτω· μάθε τν ρα τούτη τ χαρμόσυνο νέο, πς γυνακα σου ννα θ φουσκώσει μ λιόκαρπο τ γαστέρα της. Κα κατέβηκε ωακεμ κα κάλεσε κα τος λλους τσοπαναραίους, λους κείνους πο τος εχε στ δική του δούλεψη, κα τος επε· γι φέρτε μου δ πέρα μία δεκαρι πείραχτες, παρθενικς μνάδες, γι νν τς κάνω ταπεινή μου προσφορ στν Κύριο κα Θεό μου· κι κόμη φέρτε μου, δώδεκα τος θέλω, μόσχους παλούς, γι νν τος κάνω χάρισμα χαρς στος ερες κα στος σοφούς μας τος γερόντους· κι κόμη φέρτε μου κα γίδια κατ γι τν κοσμάκη. Κα ν λοιπν ωακεμ πο φτασε μαζ μ τ κοπάδια του, κα ννα στάθη στν ξώπορτα κα τν εδε πο ρχότανε, κα τρέχοντας κοντά του κρεμάστηκε στ λαιμό του ηδονολαλώντας· τν ελογία το Θεο τ χόρτασα σήμερα· γιατί νά με γ χήρα πο δν εμαι πι χήρα κα τεκνη πο θ φουσκώσει μ λιόκαρπο τ γαστέρα της. Κα τότε τρισευτυχισμένος μπκε στ θεοφοβούμενο σπίτι του κα ναπαύτηκε γιομάτος νακούφιση κείνη τν μορφη μέρα.


V


Κα τν λλη μέρα πρόσφερε τ δρα του λέγοντας π μέσα του· τ σκέπασμα τς κεφαλς το ερέα θ μο δείξει μ τ θεία λάμψη του τν εμένεια σ μένα το Κυρίου. Κα πρόσφερε τ δρα το γιομάτος ελάβεια ωακείμ, χοντας λη του τν προσοχ στραμένη στ σκέπασμα τς κεφαλς το ερέα, καθς νέβηκε στ γιο θυσιαστήριο, κα εδε κα κατάλαβε πς καμι δν τόνε βάραινε μαρτία. Κα επε τν ρα κείνη ωακείμ· τώρα τ μαθα πς μ σπλαχνίστηκε Κύριος, πο μο δώρησε τν φεση π᾿ λα μου τ᾿ μαρτήματα. Κα τότε βγκε π᾿ τ να το Κυρίου νιώθοντας τν αυτό του πεντακάθαρο κα γύρισε στ θεοφοβούμενο σπιτικό του. Κα ο μνες τς γκυμοσύνης λοκληρώθηκαν κα τν νατο μήνα ννα γέννησε τ παιδί της. Κα επε στ μαμ ννα· γι πές μου τί εναι τ παιδί; κα κείνη τς επε· κοπελούδα. Κα ννα καταχάρηκε λέγοντας· ψυχή μου μεγαλύνθηκε σήμερα· κα πρε δίπλα της τ νήπιο στ κρεβάτι. Κα ταν λοκληρώθηκαν ο μέρες κα παστρεύτηκε ννα, τότε δωκε τ μαστ γι ν βυζάξει τ κοριτσάκι, πο το δόθηκε τ νομα Μυριάμ.


VI


μέρα μ τν μέρα τ κοριτσάκι μεγάλωνε κι ταν γινε ξι μηνν τ πρε μητέρα του κα τ στησε ρθιο χάμω, γι ν δε ν μπόρηγε ν στέκεται μόνο του. Κα τ παιδάκι κάνοντας φτ βήματα ρθε κα πεσε στν γκαλιά της. Κα τ ρπαξε φιλόστοργα στ χέρια της λέγοντας· δοξάζω τν Κύριο κα Θεό μου τν λοζώντανο, κα δν θ σ᾿ φήσω κόρη μου ν περπατήσεις πάνω σ τούτηνε τ γ, πριχο σ πάω στ να το Κυρίου. Κα κανε γίασμα στν κρεβατοκάμαρη τς κοπελούδας κα ,τιδήποτε σχημο κι κάθαρτο δν τ᾿ φηνε ν τ περάσουν π᾿ ατ τ δωμάτιο· κα κάλεσε παρθένες κι νέγγιχτες βραιοπολες γι νχουν τ λάτρα τς μικρς κα καμι περιποίηση ν μν τς λείψει. σπου γινε νο χρονο τ κοριτσάκι κα κανε γιορτάσι μεγάλο ωακείμ, πο προσκάλεσε τος ερες κα γραμματες μαζ μ τος σοφος γερόντους κα λο τ λα το σραήλ. Κα ζύγωσε στος ερες ωακεμ τν κοπελούδα κα κενοι τν ελόγησαν λέγοντας· Θες τν πατέρων μν, ελόγησε τν κοπελούδα τούτη κα δσε σ᾿ ατν να νομα πο νναι νομαστ σ λες τς γενεές. Κα φώναξε λος λας τν ρα κείνη· γένοιτο, γένοιτο, μήν. Κα στερα τήνε ζύγωσε στος ρχιερες κα κενοι τν ελόγησαν λέγοντας· Θες τν ψωμάτων, πίβλεψε σ᾿ ατ τν κοπελούδα κα ελόγησέ τη μ τν σχατην ελογία σου, κείνη πο δν χει παραπέρα. Κα τότε τν πρε μητέρα της κα τν ξανάφερε στ γίασμα τς κρεβατοκάμαρης, κα τς δωκε τ μαστ γι ν βυζάξει. Κα κανε τραγούδι στν Κύριο κα Θεό της ννα λέγοντας· θ τραγουδήσω ερ δ στν Κύριο κα Θεό μου, πο μ πισκέφτηκε μ τν γάπη του κα σάρωσε π πάνω μου τ κακολογήματα τς χθρητας· κα μο δωκε Κύριος καρπό, πο τν νιώθω σν χάρισμα τς μεγάλης του δικαιοσύνης, μονοούσιο κα πολυπλούσιο κατάντικρυ στ δοξασμένη του παρουσία. Ποις θ ναγγείλει τ χαρμόσυνο νέο στος υος το Ρουβίμ, πς ννα θηλάζει; κοστε με, λοιπόν, κοστε μέ, ο δώδεκα φυλς το σραήλ, κοστε πς ννα θηλάζει. Κα βαλε τν κορούλα της ν πλαγιάσει στν κρεβατοκάμαρη το γιάσματος, κα βγκε πάλι κα φρόντιζε τος καλεσμένους σ κενο τ γιορτάσι, πο μετ τ δεπνο ποχώρησαν γιομάτοι εφροσύνη κα δοξάζοντας τ Θε το σραήλ.


VII


παιδίσκη λοένα μεγάλωνε, τ κύλισμα το χρόνου πρόσθετε τος μνες πάνω στ κορμάκι της, κι ταν γινε δύο χρονν, τότε λέει πατέρας της ωακείμ· ς τν πμε τώρα στ να το Κυρίου, σύμφωνα μ τν πόσχεση πο δώσαμε στν Κύριο, μ κι ν δν πμε μς ποστρέψει τ πρόσωπο κα δν τ κάνει καλοδεχούμενο τ δρο μας. Κα ννα το ποκρίθηκε· ς περιμένουμε ν γίνει τριν χρονν τ κοριτσάκι μας, ν μ γυρεύει τν πατέρα τ μάνα. Κα επε ωακείμ· ς περιμένουμε. Κα γινε τριν χρονν παιδίσκη, κα επε ωακείμ· φωνάχτε μου τς παρθένες κι νέγγιχτες βραιοπολες κι ς πάρει ν κρατε μίαν ναμμένη λαμπάδα καθεμιά τους, γι ν μν κάνει πίσω τ κορίτσι κα ν προχωρήσει πρς τ να το Κυρίου μ τν καρδιά του κυριεμένη π᾿ τν ερότητα. Κα καναν πως τος επε κα φτασαν κα μπκαν στ να το Κυρίου. Κα κε τν ποδέχτηκε τν παιδίσκη ερέας, πού, φο πρτα τ φίλησε, τν ελόγησε στερα κα επε· Κύριος χει κάνει μεγάλο τ᾿ νομά σου σ λες τς γενεές· μ σένα θ φανερώσει μία μέρα Κύριος τ λύτρωση τν υἱῶν σραήλ, ταν ρθει περκόσμια κα μητρική σου ρα. Κα τν βαλε στ τρίτο σκαλοπάτι στ θυσιαστήριο κα δέχτηκε τ χάρη το Κυρίου παιδίσκη,κα πως τανε καθισμένη κανε μ τ πόδια της σν ν χόρευε χαρούμενες κινήσεις, κα λος κόσμος τς δειξε μίαν τέλειωτη γάπη.


VIII


Κα βγήκαν ο γονες τς παιδίσκης π᾿ τ να το Κυρίου θαυμάζοντας κα ανώντας τν οράνιο δεσπότη, πο μικρ δν κανε πίσω, μ ντίθετα, στάθηκε τόσο δεχτικ στν ερότητα, παρ τ νηπιακή της λικία. Κα ζοσε Μαρία στ να το Κυρίου σν σπιλη περιστέρα, τσιμπολογώντας π χέρι γγέλου τν τροφή της. Κα ταν κύλησαν δώδεκα λόκληρα χρόνια, πο ζησε μέσα στ ναό, τ ερατεο κανε συμβούλιο κα διερωτήθηκαν· τί τώρα θ κάνουμε γι᾿ ατήν, πο μπορε σν θηλυκ ν μιάνει τ γίασμα το Κυρίου; Κα επαν το ρχιερέα ο ερες· σ πο εσαι πέρτερος πάνω στ θυσιαστήριο το Κυρίου, μπα κα κνε προσευχ γι᾿ ατ τν κοπελούδα, κι ,τι σου φανερώσει Κύριος, ατ κα θ πράξουμε. Κα μπκε ρχιερέας, φορώντας τ μ δώδεκα κουδούνια δεσποτικό του μάτιο, στ για τν γίων, κα προσευχήθηκε γι τν παιδούλα. Κα δο τν ρα κείνη πο φανερώθηκε γγελος Κυρίου κα λεγε στν ρχιερέα· Ζαχαρία, Ζαχαρία, βγα κα σύναξε λους κείνους πο χηρεύουν π᾿ τ λαό σου, κα στελε μήνυμα ν φέρουν λοι τους π να ραβδί, κα σ᾿ ποιονε φανερώσει τ σημάδι του Κύριος, κενος θ ν πάρει γι γυναίκα το τ κοράσι. Κα βγήκαν ο κήρυκες κα διαλάλησαν τ κάλεσμα σ᾿ λάκερη τριγύρω τν ουδαία, κι κούστηκε σάλπιγγα το Κυρίου, κα τρέξαν λοι τους π λόγυρα ο χηρευάμενοι.


IX


Κα ρίχνοντας χάμω τ σκεπάρνι του βγκε κι ωσφ μαζ μ λους τους λλους. Κι φο καλοσυνάχτηκαν λοι τους π λόγυρα, ξεκίνησαν γι ν πνε στν ρχιερέα, κρατώντας καθένας τ ραβδί του. Κα παίρνοντας τ ραβδιά τους λωνν ρχιερέας, μπκε μ᾿ ατ στ ερ κα προσευχήθηκε. Κι φο περάτωσε τν προσευχή του τν λόψυχη, παίρνει μαζί του τ ραβδι κα βγαίνοντας τος τ δίνει πάλι. Κα σημάδι στ ραβδι δν δειξε κανένα Κύριος. Κι ωσφ τανε κενος πο πρε τ τελευταο ραβδί. Κα δο τότε πο βγκε π᾿ τ δικό του τ ραβδ μία περιστέρα, πο φτερούγισε κα κάθησε στ κεφάλι το ωσήφ. Κα επε στν ωσφ ερέας· σένα σο πεσε κλρος γι ν πάρεις τν παρθένα τούτη-δ το Κυρίου. Κι ωσφ ντιλέγοντας επε· μ χω γυιος νεανίσκους κα εμαι μεγάλος γι᾿ ατ τ μικρ κορασίδα· φοβμαι πς θ γίνω περίγελως το κόσμου. Κα επε στν ωσφ ερέας· τν Κύριο κα Θεό σου ν φοβσαι, κι ναθυμήσου τρομάζοντας μ πόση σκληρότητα τιμωρήθηκαν π᾿ τν Κύριο ο Δαθν κα βειρν κα Κορέ, τ πς γ διχάστηκε στ δύο κα τος κατάπιε σν θερι γι τν ντιλογία τους. Γι᾿ ατ τν ρα τούτη στοχάσου μ φόβο ωσφ τν Κύριο, μήπως μία τέτοια συμφορ χτυπήσει κα τ σπίτι τ δικό σου. Κα τν πιασε φόβος μεγάλος τν ωσφ κα πρε μαζί του τν κορασίδα στ σπιτικό του. Κα επε στ Μαριμ ωσήφ· δο πο γ σ πρα στ σπίτι μου π᾿ τ να το Κυρίου, κα τώρα θ ν σ᾿ φήσω μοναχ στ σπίτι, γιατ πρέπει ν πάω γι δουλει στς οκοδομές, κι ταν ποστερέψω τ δουλειά μου θ ν γυρίσω πίσω σ σένα· στ μεταξ θ σ χει στ φύλαξή του Κύριος.


X


Κα γινε συμβούλιο τν ερέων πο λέγασι· ν φάνουμε σκέπασμα στ να το Κυρίου. Κα επε τότε ερέας· φωνάχτε μου παρθένες νέγγιχτες πο νναι π᾿ τ φάρα το Δαυίδ. Κα βγήκαν ο περέτες γυρεύοντας κα ερηκαν φτ παρθένες. Κι ναθυμήθηκε τότε ερέας κενο τ κοράσι τ Μαριμ πο τανε π᾿ τ φάρα το Δαυίδ, κα τανε κι νέγγιχτη παρθένα φιερωμένη στν Κύριο. Κα βγήκαν ο περέτες κα πήγασι κα τν φεραν κα κείνη. Κι λες μαζ τς δηγσαν στερα μέσ᾿ τ να το Κυρίου. Κα επε τότε ερέας· βάλετε κλρο γι τ ποι θ γνέσει τ χρυσ κα ποι τ μίαντο, ποι θ γνέσει τ βύσσινο κα ποι τ μεταξένιο, κα ποι τ ακίνθινο κα ποι τ κόκκινο κα τν ληθιν πορφύρα. Κα λαχε στ Μαριμ ληθιν πορφύρα κα τ κόκκινο, κα παίρνοντας μαζί της τ πο τς λαχαν γι γνέσιμο γύρισε πίσω στ σπιτικό της. Κα τανε κενο τν καιρ πο μεινε λαλος Ζαχαρίας κι σότου ν ξαναποχτήσει τ φωνή του τν ντικατάστησε στ να Σαμουήλ. Κα Μαριμ ρχίνησε ν κλώθει δουλεύοντας τ κόκκινο.


XI


Κα πρε τ στάμνα κα πγε γι νερ στ βρύση· κα δο τότε πο κούστηκε φων πο τς λεγε· χαρε σ χαριτωμένη, μαζί σου εν᾿ Κύριος· ελογημένη εσ᾿ σ νάμεσα σ λες τς γυνακες. Κα θώρηγε ζερβόδεξα ν καταλάβει πούθενες ρχότανε κείνη φωνή. Κα τν πιασε μεγάλος τρόμος κα γύρισε πίσω στ σπιτικό της κα πόθεσε τ στάμνα, κα παίρνοντας τν πορφύρα στ χέρια τς ρχίνησε νν τ γνέθει πάνω στ θρονί της. Κα δο τότε πο φάνηκεν μπροστά της γγελος Κυρίου πο τς λεγε· μ νιώθεις μέσα σου κανένα φόβο Μαριάμ· σ εσαι κείνη πο ερκες τ χάρη κατάντικρυ στν λόφωτη κι νέσπερη δόξα το οράνιου δεσπότη...








Κατ Λουκν α´ 26-38


κι Θες πόστειλε τν γγελο Γαβριλ σ πόλη τς Γαλιλαίας, πο λεγότανε Ναζαρέτ, πο κε τανε μία παρθένα ρραβωνιασμένη μ᾿ ναν ντρα, πο λεγότανε ωσήφ, πόγονο το Δαυίδ, κα τ νομα τς παρθένας ταμε Μαριάμ. Κα μπαίνοντας γγελος πευθύνθηκε πρς ατ λέγοντας· χαρε κεχαριτωμένη, Κύριος εναι μαζί σου· ελογημένη εσαι σ νάμεσα στς γυνακες. Κα κείνη βλέποντας τν ταράχτηκε π᾿ τ λόγια του κα διαλογιζότανε τί ν σήμαινε ραγε ατς χαιρετισμός. Κα επε πρς ατν γγελος· μ νιώθεις κανένα φόβο Μαριάμ, γιατί σένα σο δόθηκε π᾿ τ Θε χάρη· κα νά, πο σ θ συλλάβεις κα θ γεννήσεις υό, κα θν το δώσεις τ νομα ησος. Ατς θ γίνει μεγάλος κα υἱὸ το ψίστου θ τν νομάσουν, κα θν το δώσει Κύριος κα Θες τ θρόνο το Δαυδ το πατέρα του, κα θ βασιλέψει στν οκο ακβ ν τος αἰῶνες, κα βασιλεία του δν πρόκειται ποτ νβρει τέλος. Κα Μαριμ επε πρς τν γγελο· πς θ μο γίνει ατ τ πράγμα μένανε, πο ντρα δν γνωρίζω; Κα γγελος ποκρινόμενος τς επε· Πνεμα γιο θ νρθει μέσα σου κα δύναμη το ψίστου θ σ πισκιάσει· γι᾿ ατ κα θναι τ γέννημά σου γιο κα υἱὸς το Θεο θ νναι τ νομά του. Κύττα κα λισάβετ συγγένισσά σου, χει πιάσει παιδ κα ατ στ γεράματά της, κα εναι κιόλας στν κτο μήνα, ατ λεγόμενη στείρα· γιατ δν πάρχει ρμα πο ν εναι γι τ δύναμη το Θεο δύνατο. Κα επε Μαριάμ· δο γ δούλη το Κυρίου· ς γίνει σ᾿ μένανε ,τι επαν τ λόγια σου. Κα γγελος ποχώρησε φήνοντάς την.








Κατ Ματθαον α´ 18 - β´ 18


Σχετικ τώρα μ τ γέννηση το ησο Χριστο, τ πράγματα γιναν ς ξς: μητέρα του Μαρία, μετ τν ρραβώνα της μ τν ωσφ κα προτο ν πάρξη συνεύρεση μεταξύ τους, μεινε γκυος π᾿ τ Πνεμα τ γιο. Κι ντρας της ωσήφ, ντας νθρωπος δίκαιος κα μ θέλοντας νν τν κθέσει, σκέφθηκε νν τ διώξει κρυφά. Κα ν στοχαζότανε τ πργμα ατ το φανερώθηκε γγελος Κυρίου στ νειρό του κα το λεγε· ωσήφ, πόγονε το Δαυίδ, μ νιώθεις κανένα φόβο ν παραλάβεις τ γυναίκα σου Μαριάμ· κύησή της χει γίνει π᾿ τ Πνεμα τ γιο κα τ παιδ πο θ γεννήσει θναι γόρι κα θν το δώσει τ νομα ησος· ατ τ γόρι θ σώσει τ λαό του π᾿ τ μοίρα τς μαρτίας. Κι ατ λο γινε σ κπλήρωση κείνου πο επε Κύριος μ τ στόμα το προφήτη· δο παρθένος θ συλλάβει κα θ γεννήσει υόν, πο θ πάρει τ νομα μμανουήλ, πο σημαίνει· Θες μαζί μας. Κα ταν σηκώθηκε ωσφ π᾿ τν πνο κανε πως κριβς τν πρόσταξε γγελος το Κυρίου κα παράλαβε τ γυναίκα του κα δν εχε καμμία σχέση μαζί της ωσότου κείνη γέννησε τν υό της τν πρωτότοκο κα το δωσε τ νομα ησος.


Κι ταν ησος γεννήθηκε στ Βηθλεμ τς ουδαίας, τν ποχ το βασιλέα ρώδη, δο πο μάγοι καταφτάσαν στ εροσόλυμα π᾿ τ μέρη τς νατολς λέγοντας· πο βρίσκεται βασιλέας τν ουδαίων πο γεννήθηκε; μες εδαμε στν νατολ τ στέρι του κα ρθαμε ν τν προσκυνήσουμε. Τότε βασιλέας ρώδης ταν κουσε ατ τν εδηση ταράχθηκε κα μαζί του κα λη πόλη τ εροσόλυμα, κα σύναξε λους τους ρχιερες κα τος γραμματες το λαο ρωτώντας ν μάθει γι τ πο Χριστς γεννται. Κα κενοι το ποκρίθηκαν· στ Βηθλεμ τς ουδαίας. τσι τανε επωμένο μ τ στόμα το προφήτη· κα σ Βηθλεέμ, γ το ούδα, δν εσαι διόλου λάχιστη νάμεσα στος γεμόνες ούδα· γιατ π σένα θ προέλθει γέτης πο θ ποιμάνει τ λαό μου τν σραήλ. Τότε ρώδης, φο κάλεσε κοντ το τος μάγους, ξακρίβωσε π ατος τ χρόνο το φαινομένου μ τν στέρα κα στέλνοντας ατος στ Βηθλεμ τος επε· πηγαίνετε κε κα μάθετε μ κάθε λεπτομέρεια γι τ παιδί, πο ταν τ νακαλύψετέ μου τ ναγγέλετε, στε ρχόμενος κα γ ν τ προσκυνήσω. Κα ο μάγοι κούσαντας τ βασιλέα πήγασι· κα δο τ στέρι πο εχαν ντικρύσει κατ τν νατολή, δο λοιπν πο τος δηγοσε στν πορεία τους, ωσότου ρθε κα στάθηκε πάνω π᾿ τ μέρος που βρισκότανε τ νεογέννητο. Κα ταν εδαν ποπάνω τους τ στέρι χάρηκαν χαρ μεγάλη κι ρίφνητη κα μπαίνοντας μέσα στ σπίτι συναντικρύζουν τ νεογέννητο μ τ μητέρα του Μαρία κα πέφτοντας στ γόνατα τ προσκυνσαν, κι νοίγοντας τος θησαυρούς τους ο μάγοι προσφέραν δρα σ᾿ ατό, χρυσάφι κα λίβανο κα σμύρνα· κα παίρνοντας θεία εδοποίηση στ νειρό τους ν μν ξαναγυρίσουν στν ρώδη, τότενες π λλο δρόμο γι τν τόπο τους ναχώρησαν.


Κι ταν ο μάγοι ναχώρησαν, τότε νας γγελος το Κυρίου φανερώθηκε στν ωσφ στ νειρό του κα το λεγε· γειρόμενος π᾿ τν πνο ν παραλάβεις τ παιδ κα τ μητέρα του κα ν φύγεις γι τν Αγυπτο, μένοντας κε πέρα μέχρι πο γ θ σ εδοποιήσω κα τοτο γιατί ρώδης πρόκειται ν ναζητήσει τ νεογέννητο μ σκοπ νν τ ξοντώσει. Κι ωσφ σηκώθηκε π᾿ τν πνο κα παίρνοντας τ παιδ κα τ μητέρα του ξεκίνησε νύχτα γι τν Αγυπτο κα μεινε κε μέχρι πο πέθανε ρώδης, σ κπλήρωση κείνου πο επε Κύριος μ τ στόμα το προφήτη· τν υό μου τν κάλεσα π᾿ τν Αγυπτο.








Κατ ωάννην β´ 1-11


Κα τν μέρα τν τρίτη στν Καν τς Γαλιλαίας γίνηκε γάμος κα τανε κα μητέρα το ησο κε· καλεσμένοι στ γάμο τανε κι ησος μαζ μ τος μαθητές του. Κα ταν τ κρασ ποσώθηκε, λέει στν ησο μητέρα του· τ κρασί τους τέλειωσε. Λέει σ᾿ ατν ησος· τί σημασία χει ατ τ πράγμα γι μένα κα γι σένα γυναίκα; δν χει φτάσει κόμη ρα μου. Λέει στος πηρέτες μητέρα του· ,τι σς πε νν τ πράξετε. Κα τανε κε ξι πέτρινες δρίες, πο βρίσκονταν κατ τν καθαρισμ τν ουδαίων κι πο χωροσαν δύο τρες μετρητάδες καθεμιά τους. Λέει σ᾿ ατος ησος· ν γεμίσετε μ νερ τς δρίες. Κα τς γέμισαν ς πάνω. Κα λέει σ᾿ ατούς· ντλήσετε τώρα κα δώσετε στν ρχιτρίκλινο. Κα δωσαν. Κα πως δοκίμασε ρχιτρίκλινος τ σ κρασ μεταμορφωμένο νερ γνωρίζοντας π πο προερχότανε, ατ τ ξεραν ο πηρέτες πο εχαν ντλημένο τ νερ- φωνάζει τ γαμπρ ρχιτρίκλινος κα το λέει· κάθε νθρωπος προσφέρει πρτα τ καλ κρασί, κι μα μεθυστον ο καλεσμένοι, τότε προσφέρει τ λιγώτερο καλό· σ τ κράτησες τ καλ κρασ ς τ τώρα. Τούτη τανε ρχ τν θαυμάτων πο κανε στν Καν τς Γαλιλαίας ησος, φανερώνοντας τ δόξα του, κα πίστεψαν σ᾿ ατν ο μαθητές του.








Μέγας Συναξαριστς
τ
ς ρθοδόξου κκλησίας


Παναγία ταν πενήντα ννέα χρονν, ταν ρθε ρα της ν πεθάνει· τ πς τώρα γινε ατό, θν τ μάθουμε σ᾿ ατ τ διήγηση. Παναγία ταν πγε στ ερ τριν χροννε τανε κα ζησε στ ερ δώδεκα χρόνια, κι σότου ν γεννήσει τ Χριστ κυλίστηκε κόμη νας χρόνος· κανε κα μ τ Χριστ τριάντα δύο χρόνια κα στερα π᾿ τ γυιό της ζησε λλα νδεκα, πο λα μαζ εναι χρόνια πενήντα ννέα. ταν φτασε στ χρόνια τοτα Παναγία, τρες μέρες μπροστ π᾿ τ θεία της Κοίμηση, τς παρουσιάστη ρχάγγελος Γαβριήλ, κρατώντας να φοινικόκλαδο στ χέρι, κα τς λέει· «μάθε, Κυρία Θεοτόκε, πς μετ τρες μέρες π σήμερα σ μεταθέτει Κύριος π τούτη τ γ στος ορανούς του· γι᾿ ατ θ πρέπει ν ταχτοποιήσεις τν αυτό σου, ν χεις τοιμα κα λα τ νεκρικά σου, κα ν ναμένεις τν ρα πο θ νρθει Γυιός σου γι ν παραλάβει τν γιασμένη σου ψυχή». Κι ταν τ᾿ κουσε ατ Παναγία, σηκώθηκε μέσως κα πγε κι νέβηκε στ ρος τν λαιν, κε πο Γυιός της ναλήφτηκε, κα -θαμα παράδοξο- πο λα τ δέντρα κείνου το βουνο γεραν μπροστά της κα τν προσκύνησαν. Κα κείνη, στν οραν ψώνοντας τ χέρια της, ρχίνησε ν προσεύχεται μ᾿ ατ τ λόγια· «Γυιέ μου, μοναχοπαίδι μου πολυτίμητο, σ πο καταδέχτηκες τ γαιώδη σου φανέρωση, μ σάρκα κα κόκκαλα βγαίνοντας π᾿ τ δικά μου αματα, σ παράλαβε μ τώρα κα στ Βασιλεία σου· φτάνει σ μένα χωρισμς πο κυλίστηκε νάμεσά μας, μο φτάνει Γυιέ μου στέρησή σου· πράξε πέρτερος ντας κατ τ γιο θέλημά σου. που βρίσκομαι γώ, κε κα δικός μου διάκονος βρίσκεται· τ λόγια σου τοτα κα γ τ λέω Γυιέ μου, κα που βρίσκεσαι σύ, γαπημένε μου, κε κα μένα ξίωσέ με ν ρθω, μένα πο καρδιά μου εναι γιομάτη π θλίψη γι τν γάπη σου». Μ τέτοια λόγια προσευχήθηκε Παναγία κα κατέβηκε π᾿ τ ρος κενο κα πισωγύρισε στ σπιτικό της πο βρισκότανε στ χωρι Γεθσημαν· εχε μάλιστα λα κι λα δύο φορέματα, πο τ να τ φόρηγε κα τ λλο τκανε χάρισμα σ μία φτωχούλα γειτόνισσά της, που μενε κε κοντά της. Κα τανε κε κοντ κα πόστολος Πέτρος μαζ μ τν ωάννη τ Θεολόγο, πο κόμη δν εχαν π κεθε ξεμακρύνει. Κα τοτο γιατ μν Πέτρος εχε μεγάλη πίστη στν Κυρία Θεοτόκο, δ ωάννης τανε σν υοθετημένος της υός, κα δν φευγαν π κε πέρα μακρύτερα, μόνο κα μόνο γι ν πηρετον τν Παναγία. Τν τρίτη μέρα, λοιπόν, κε πο δίδασκαν ατο τ λόγο τς λήθειας, τος ρπαξε λάξαφνα κα τος δύο τους να σύγνεφο κα τος φερε στ Γεθσημαν, στ σπίτι τς Παναγίας· ατ γινε κα μ λους τος λλους ποστόλους. Τότε τανε κα Διονύσιος ρεοπαγίτης, κα διδάσκαλός του ερόθεος, κα άκωβος δελφόθεος, κα τος ρπάζει κα ατος μία νεφέλη κα τος συνάζει λους μαζ στ Γεθσημαν. Κα Παναγία κείνη τ στιγμ πο τος ντίκρυσε καταχάρηκε παρευθς π᾿ τ φυλλοκάρδια της κα τος λέει· «καθστε, παιδιά μου, ν σς ποχαιρετήσω, γιατ σήμερα φεύγω κα νέρχομαι στν υό μου τν γαπημένο· γιατ γγελος Γαβριήλ, πο σ μένα εαγγελίστηκε κάποτε τ σύλληψη το γυιο μου κα τν σπιλή μου μητρότητα, ρθε κα πάλι τώρα κα μοδωσε τοτο τ φοινικόκλαδο λέγοντας· χαρε κα μάθε, Θεοτόκε, πς μετ τρες μέρες σ μεταθέτει Κύριος π τούτη τ γ στος ορανούς του᾿. Γι᾿ ατό, παιδιά μου, εχαριστ τ Γυιό μου κα Θε πο σς φερε, συνάζοντάς σας λους δ πέρα, γι ν σς δ πρν π᾿ τ τέλος». Κι πως τ κουσαν τοτα ο πόστολοι κλαγαν λοι τους κατάπαυστα.


.....................................


Κα τος λέει Κυρία Θεοτόκος:


σς σς στειλε στν κόσμο τ γαπημένο μου παιδ γι ν πτε σ᾿ ατν σν μποροι κα τς ψυχς ν κερδίσετε τν πλανημένων νθρώπων, πο φτασε στ᾿ ατιά τους τ δοξασμένο του τ᾿ νομα. ποιος π σς, φίλοι μου κα τέκνα μου, το διδασκάλου του κα γυιο μου δείξει φίλος, ατν γυιός μου στ Βασιλεία το θέλει τν τιμήσει, μ ποιος τς ντολς το διδασκάλου του τς φήσει ρημες κι νεχτέλεστες, ατς τ ξέρει π μόνος του τί θ πάθει. Γι᾿ ατ τ λόγο, γαπημένα μου παιδιά, πορευθετε στν κόσμο γι ν κηρύξετε, ν φωτίσετε, ν χειραγωγήσετε τν κόσμο πο ζε μέσα στν πλάνη, γι ν μπορέσετε τσι ν τν κερδίσετε κα νν το δείξετε τ δρόμο πο φέρνει στο Γυιο μου τ Βασιλεία. Ν μ σς παρασύρει κανένας φόβος π᾿ το κόσμου τούτου τος βασιλιάδες, πο μονάχα τ κορμί σας μπορον ατο ν βλάψουν, λλ᾿ χι μως κα τν ψυχή σας· φόβο πραγματικ μονάχα Θες ν σς τν φέρνει, πο κα τ κορμί σας μπορε κα τν ψυχ σας νν τν βλάψει, καθς Γυιός μου σς τ λεγε νόσω τανε μαζί σας. χετε τν γάπη κα τν ερήνη συναμεταξύ σας, κι κόμη νχετε πληρότητα χαρς κα εφροσύνης, πο πολς θ νναι στ Βασιλεία τν ορανν μισθός σας. Μ λο πο φεύγω, φίλοι μου, κα πάω γι το Υο μου κα Θεο τ Βασιλεία, στόσο πάντοτε θ βρίσκομαι μαζί σας κα θ σς εμαι πάντοτε νισχύτρια κα παρηγορήτρια σ λες σας τς θλίψεις. Ατ τος επε τν ποστόλων Θεοτόκος, κι λλα κόμη περισσότερα, κα παρευθς τ μάτια της τ για τ κλεισε φωνάζοντας μ φων μεγάλη· «στ χέρια σου, Γυιόκα μου, ποθέτω τ πνεμα μου»· κα κοιμήθηκε. Κι Γυιός της την δέχθηκε στ χέρια του τν γιασμένη τς ψυχή. Κα τότε γύρεψε Παναγία π᾿ τ Γυιό της ν τν κατεβάσει κάτω στν δη, γι ν δε τος τόπους πο πγε κενος γι ν πολυτρώσει τος Προπάτορες, κα κενος τν εσάκουσε. Κα πραν τν ψυχ της τν γιασμένη στ χέρια τος λιόλουστοι γγελοι κα τν δήγησαν που θελε κείνη, καθς ωάννης Δαμασκηνς μαρτυρε τοτο στ Τροπάριο τς τέταρτης δς σήμερα κι πο λέει· «θαμα κα κπληξη πο τανε ν βλέπεις τς Παναγίας τν ψυχ πς περπατοσε στο δη μέσα τ κατώγια τ θεοσκότεινα». Κα μν ψυχή της πγε στν δη, πως δια τ βουλήθηκε, τ δ κορμί της τ γιο κα θεοδόχο τ πραν ο Μαθητς κα σηκώνοντάς το πάνω στος μους τος τ πγαν ς τν τάφο· κι π᾿ τ μία μερι τ κρατοσε θεολόγος ωάννης, ν π᾿ τν λλη τ κρατοσε Πέτρος, π᾿ τν τρίτη μερι τ κρατοσε άκωβος δελφς το ωάννη, κι π᾿ τν τέταρτη μερι Παλος, καθς ο πόλοιποι πόστολοι κα ρχιερες πορεύονταν ψάλλοντας κα δοντας μνους.


...................................................


Κι ταν φτασαν στν τάφο, τ κούμπησαν κάτω τ γιο λείψανο, γι νν τ ποχαιρετήσουν λοι κενοι πο παρευρίσκονταν κε πέρα κι καθένας ρχίνησε ν᾿ ποχαιρετ τν Παναγία λέγοντας πρς ατν γκώμια κι λοι τους πλεξαν διάφορα γκώμια.


.......................................................


Τ σμα κενο, ελογημένοι χριστιανοί, γίνηκεν φθαρτο κι θάνατο, πως κ᾿ γιασμένη σάρκα το Κυρίου, κι πως λοι ο νθρωποι μέλλουμε ν πογίνουμε φθαρτοι κατ τ Δεύτερη Παρουσία· πέθανε βέβαια κα θαμα δν εναι, γιατ σν νθρωπος πέθανε κα Κύριος μν ησος Χριστός· στόσο γίνηκεν φθαρτο, πως κα Γυιός της, τ σμα κενο, κι ,τι μέλλεται ν λάβουν ο δίκαιοι ταν θρθει μέρα γι τν καθολικ νάσταση, ατ εναι πο λαβε Παναγία νωρίτερα π᾿ ατ τ μέρα.


...................................................


Τς μέρες λοιπν κενες τς Κοιμήσεως τς Θεοτόκου καθσαν ο πόστολοι ν φνε πως γίνεται γι παρηγορι κατ τ συνήθεια κα τ στιγμ πο κόβοντας τν ρτο πήγασι ν προφέρουν τ «Κύριε ησο Χριστέ, ν εσαι πάντοτε βοηθός μας» λάξαφνα τος φανερώθηκε ποπάνω τους Παναγία λαμπροφορώντας σν λιος κα τος επε· «Χαίρετε σες, πο μαζί σας εμαι λες τς μέρες»· κι πως τν εδαν τσι λοζώντανη βοώντας κούστηκαν ο πόστολοι· «Παναγία Θεοτόκε, ν εσαι πάντοτε βοηθός μας»· κα τν ρα κείνη ντιλήφτηκαν πς Παναγία βρίσκεται στος ορανος μαζ μ τ Γυιό της ζωνταν κα λόσωμη.


Ατ τ γιορτ γιορτάζουμε, ελογημένοι χριστιανοί, ατ τ γιορτ πανηγυρίζουμε. Γι᾿ ατ ς εμαστε, πως ρμόζει στος πανηγυριστές, χαρούμενοι κα καθαροκάρδιοι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: