ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
ΚΥΡΙΑΚΗΝ
ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΘΩΜΑΝ
ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟΝ ΘΩΜΑΝ
Έρχομαι να καταβάλλω χωρίς άλλο την οφειλή μου. Γιατί κι αν είμαι φτωχός όμως θέλω να αποσπάσω βίαια την ευγνωμοσύνη σας. Έδωσα την υπόσχεση να σας φανερώσω την απιστία του Θωμά και τώρα έρχομαι να την εκπληρώσω. Τις πρώτες οφειλές πρώτα βιάζομαι να εξοφλώ, για να μη με πνίξουν οι τόκοι που μαζεύονται. Συνεργαστήτε και σεις στην καταβολή του χρέους μου και ικετέψετε το Θωμά, να βάλη στα χείλη μου το άγιο χέρι του, που άγγιξε την πλευρά του Κυρίου, να νευρώση τη γλώσσα μου, για να σας εξηγήση όσα ποθήτε. Κι εγώ παίρνοντας θάρρος από τις πρεσβείες του αποστόλου και μάρτυρα Θωμά διαλαλώ την πρώτη του απιστία και την ύστερη ομολογία, που είναι της Εκκλησίας κρηπίδα και θεμέλιο. Όταν μπήκε ο Χριστός στους μαθητάς του, ενώ οι πόρτες ήσαν κλεισμένες και βγήκε πάλι με τον ίδιο τρόπο, ο Θωμάς έλειπε μονάχα. Ήταν κι αυτό έργο της θείας οικονομίας.η απομάκρυνση του μαθητού να προξενήση περισσότερη ασφάλεια και βεβαιότητα. Γιατί αν ήταν μαζί ο Θωμάς, δε θα είχε βέβαια αμφιβολία. κι αν δεν είχε αμφιβολία, δεν θα ζητούσε μ επιμονή. και αν δεν ζητούσε, δε θα ψηλαφούσε. αν όμως δεν ψηλαφούσε, δε θα ωμολογούσε τον Κύριο και Θεο κι αν δεν ωμολογούσε Κύριο και Θεό, το Χριστό, δε θα είχαμε εμείς διδαχθή να τον δοξολογούμε μ αυτόν τον τρόπο. Ώστε με την απιστία του ο Θωμάς μας ποδηγέτησε προς την αλήθεια και όταν ήρθε ύστερα σταθεροποίησε την πίστη μας.
Έλεγαν λοιπόν οι μαθηταί στο Θωμά όταν ήρθε. ΄Εχομε δει τον Κύριο, έχομε δει αυτόν που είπε. εγώ είμαι το φως του κόσμου. έχομε δει αυτόν που είπε εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή και η αλήθεια. και βρήκαμε την αλήθεια των λόγων να λάμπη μέσα στα πράγματα. ΄Εχομε δει αυτόν που είπε. σε τρεις ημέρες σηκώνομαι, κι αφού είδαμε με τα μάτια μας την ανάσταση προσκυνήσαμε αυτόν που αναστήθηκε. Τον ακούσαμε να μας λέη “ειρήνη σ εσάς”, κι αλλάξαμε το σκοτισμό της λύπης σε γαλήνια χαρά. Είδαμε τα χέρια του που δέχτηκαν τις αιχμές των καρφιών, είδαμε τα χέρια που κατηγορούν τη λύσσα των θεομάχων σκυλιών, είδαμε τα χέρια που ύφαναν την αφθαρσία μας. Είδαμε και την πλευρά που κραυγάζει καθαρώτερα από κάθε κήρυκα την καλωσύνη του πληγωμένου. Είδαμε την ίδια την πλευρά, που οι άγγελοι υμνούν και οι πιστοί σέβονται και οι δαίμονες τρέμουν. Δεχτήκαμε και τη θεϊκή πνοη από το θεϊκό στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα που σκορπίζει κάθε χάρη. Ο εξουσιαστής έδωσε και σ εμάς εξουσία να συγχωρούμε τα σφάλματα. Αποκτήσαμε το δικαίωμα να κρίνωμε τους αμαρτωλούς, αφού μας έδωσε τέτοια εντολή. Αν αφήσετε τις αμαρτίες μερικών, αφήνονται.αν μερικών τις κρατήσετε, κρατούνται. Τετοια βαθειά χαρά πήραμε απ το Σωτήρα, τέτοια δώρα απολαύσαμε. Αδύνατο να μην πλουτίσωμε, αφού μας έτυχε τέτοιος Κύριος. Έμεινε φτωχός μόνο αυτός που δε βρέθηκε μαζί μας. Κι ο Θωμάς τι τους είπε.“ Έχετε δει τον Κύριο; Καλά. Αυτόν που είδατε λοιπόν να τον σέβεστε πιο πολύ. Αυτόν που παρατηρήσατε, να τον κηρύττετε αδιάκοπα. Εγώ όμως, αν δε δω μέσα στις παλάμες του τα ίχνη των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στο σημάδι απ τα καρφιά και δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δε θα πιστέψω. Κι εσείς δε θα πιστεύατε, αν δεν βλέπατε πρώτα.έτσι κι εγώ αν δεν ιδώ δε θα πιστέψω”. Μείνε, Θωμά, σταθερός στον πόθο σου αυτόν, μείνε σταθερός με επιμονή, για να δης εσύ και να βεβαιωθή η ψυχή μου. Μείνε σταθερός, ζητώντας αυτόν που είπε, “Ζητάτε και θα βρήτε”. Μην προσπεράσης απλώς, ερευνώντας, αν δεν εύρης το θησαυρό που ζητάς, χτύπα μ επιμονή την πόρτα της αναντίρρητης γνώσης, ώσπου να σου την ανοίξη αυτός που είπε “χτυπάτε και θα σας ανοίξω”. Αγαπώ το διχασμό των λογισμών σου, γιατί κόβει κάθε διχασμό. Αγαπώ τη φιλομάθειά σου, γιατί κόβει σύρριζα κάθε φιλονεικία. Με χαρά ακούω πολλές φορές τα λόγια σου. αν δε δω στα χέρια του το σημάδι απ τα καρφιά, δε θα πιστέψω. Γιατί συ απιστείς κι εγώ μαθαίνω να πιστεύω. Εσύ σκάβεις με το δικέλλι της γλώσσας το θείο σώμα, κι εγώ θερίζω άκοπα τον καρπό και τον μαζεύω για μένα. Αν δεν ιδώ μ αυτά μου τα μάτια μέσα στ άγια του χέρια, τ αυλάκια που σαν με αλέτρι χάραξαν οι ασεβείς, με κανένα τρόπο δε θα συμφωνήσω με τα λόγια σας. Αν δε βάλω αυτό μου το δάχτυλο στις λακκούβες των καρφιών, δε θα δεχτώ το καλό μήνυμά σας. Αν δεν κρατήσω μ αυτό μου το χέρι την πλευρά εκείνη, που ανύποπτη μαρτυρεί την ανάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω τη γνώμη σας. Γιατί κάθε λόγος είναι ισχυρός και βέβαιος, αν δεχτή τη συνηγορία όλων των πραγμάτων. και κάθε λόγος που δεν έχει τη μαρτυρία των έργων είναι χωρίς σημασία και από το στόμα στον αέρα χάνεται. Θα κηρύξω στους ανθρώπους τα θαύματα του Δασκάλου. Πως λοιπόν με τα λόγια να πω αυτά που δεν αντιλήφθηκα με τα μάτια μου; Πως θα κάνω τους άπιστους να πιστέψουν, αυτά που μήτε εγώ δεν τάχω παρακολουθήσει; Να πω στους Ιουδαίους και στους Έλληνες ότι έχω δει τον Κύριο μου να τον σταυρώνουν. δεν τον είδα όμως να έχει αναστηθή αλλά μόνο άκουσα. Και ποιός δεν θα περιπαίξη τα λόγια μου; Ποιός δε θα δείξη περιφρόνηση στο κήρυγμά μου; Αλλο πράγμα είναι ν ακούσης κάτι και άλλο να το δης, άλλο πράγμα είναι η αφήγηση λόγων κι άλλο η θέα και η εμπειρία των πραγμάτων. Έτσι επειδή ο Θωμάς είχε αμφίβολη γνώση, σε οχτώ μέρες ο Δεσπότης ξαναήρθε πάλι στους μαθητάς του που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι μαζί. Άφησε πρώτα να κατηχηθή ο Θωμάς από τους συμμαθητάς του στις ενδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε να φλογιστή από τη δίψα να τον αντικρύση.κι όταν η ψυχή του άναψε από τον σφοδρό πόθο της θέας του, τότε στην ώρα πάνω ο ποθητός βρήκε αυτόν, που τον ποθούσε. Όμοια, όπως και πρώτα, με κλεισμένες τις πόρτες το έκανε αυτό και ξανά, όπως και πρώτα, τους είπε.“ειρήνη σ εσάς”, για να ταυτιστή το πράγμα με το θαύμα και για να βεβαιώση το λόγο των αποστόλων και για να παραστήση την ακρίβεια του δεύτερου ερχομού του. Έπειτα είπε στο Θωμά. Βαλε το δάχτυλό σου εδώ και ιδές τα χέρια μου. Τι ύψος απέραντης φιλανθρωπίας! Τι πέλαγος αμέτρητης συγκαταβάσεως! Δεν περίμενε την προσέλευση του μαθητού, δεν περίμενε να πλησιάση αυτός που είχε ανάγκη, να παρακαλέση και να επιτυχή ότι ήθελε. Μήτε για λίγο δεν τον στέρησε από την επιθυμία, αλλά ο ίδιος ο αγαπημένος αυτόν που τον αγαπούσε με τη βία τραβούσε κοντά του, ο ίδιος έσυρε στην πληγή το δάχτυλο εκείνου που είχε τον πόθο, ο ίδιος με τη δεσποτική γλώσσα του, τράβηξε το δουλικό χέρι λέγοντας σ αυτόν. Βαλε το δάχτυλό σου εδώ και ιδές τα χέρια μου. Άκουσα, Θωμά, απών σαν άνθρωπος αλλά παρών σαν Θεός, ο,τι είπες στους αδελφούς σου. Ήμουν κοντά σας με τη θεϊκότητά μου και χώρια σας με την ανθρωπίνη φύση μου. Θέλεις να σου υπενθυμίσω τα λόγια που είπες προηγούμενα; Δεν είπες, αν δε δω μέσα στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών και δε βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια των καρφιών και δε βάλω το χέρι μου στην πλευρά του, δε θα πιστέψω; Δε βγήκαν από τα χείλη σου τα λόγια αυτά; Τα λόγια αυτά δε ανταποκρίνονται στους λογισμούς σου; Γι αυτό ξαναήλθα.για να μην αμφιβάλλης. Γι αυτό είμαι κοντά σας δεύτερη φορά, γι αυτά που επιθυμείς έχω φτάσει και τώρα ήρθα για σένα, τον ένα, εγώ που για το χαμένο πρόβατο κατέβηκα από τους ουρανούς χωρίς εν τούτοις να τους αφήσω. Μη διστάσης λοιπόν να μάθης ο,τι ποθείς, μην ντρέπεσαι να κοιτάξης καλά ο,τι θέλεις. Μην αποφύγης να βάλης το δάχτυλό σου στα ίδια τα χέρια μου. Ανέχομαι και τα περίεργα δάχτυλα, όπως ανέχτηκα τα καρφιά. Υπομένω την περιέργεια του φίλου, όπως υπόμεινα την κακία των εχθρών. Με σταύρωσαν οι εχθροί μου και δεν αγανάκτησα και δε θα υποφέρω την δική σου εξέταση; Βαλε το δάχτυλό σου εδώ και ιδές τα χέρια μου, που τραυματίστηκαν για σας, για να θεραπεύουν τα χτυπήματα των δικών σας ψυχών. Ιδές τα χέρια μου και συλλογίσου αν είμαι εκείνος που θεληματικά σταυρώθηκε η κάποιος άλλος. Ιδές τα χέρια μου, που άφησα να διατηρούν τα σύμβολα της Εβραϊκής μανίας κι όταν με τη συνηθισμένη αναίδειά τους μου πουν οι Εβραίοι κατά την ημέρα της κρίσεως ότι εμείς Κύριε, δε σε σταυρώσαμε, τότε θα δείξω σ αυτούς που με πολέμησαν, τα χέρια μου μ αυτή τη μορφή και θα ντροπιάσω τους Εβραίους μόλις τ αντικρύσουν. Ιδές τα χέρια μου, και το αληθινό γεγονός της αναστάσεως μου μη νομίσης πως είναι μια φαντασία. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν ομήρους για τον ξαναγεννημό σας. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν ενέχυρα για την ανάστασή σας μέσα από τον τάφο. Κράτησε αυτά τα χέρια, σαν άγκυρα που έπεσε στο βυθό του Αδη. Καμμιά χειμωνιά της ζωής μη φοβηθής, καμμιά ζάλη του κόσμου ας μη σε ζαλίση. Μη φοβηθής το φύσημα των αντιθέτων ανέμων, ας μη σε ανησυχήσουν οι καταιγίδες κι οι σκόπελοι της θάλασσας των εχθρών. Πέρνα με θάρρος το πέλαγος της ζωής, ταξίδευε κρατώντας την άγκυρα του πνεύματος, ταξίδευε έχοντας μπροστά σου σαν λιμάνι τον ουρανό. Ταξίδευε και να φοβάσαι μόνο της αρνήσεώς μου το ναυάγιο. Περιγέλα το θάνατο σα νεκρό, περίπαιζε τη φθορά σαν ανίσχυρη. Αποδέχου για χάρη μου το τέλος της ζωής σαν αρχή μιας πιο εσωτερικής ζωής και φέρε το χέρι σου και βάλτο στην πλευρά μου. Άντλησε με το χέρι σου από τη βρύση αυτή της ζωής το νάμα που ποθείς, τη δίψα σου ανακούφισε. Φέρε το χέρι σου και βάλτο στην πλευρά μου. Βαλε το χέρι στο ιατρείο της πλάσης και βγάλε το φάρμακο της επιθυμίας σου. Δέχομαι άγγιγμα χεριού που μ αγαπά εγώ που δέχτηκα την πληγή της λόγχης. Φέρε το χέρι σου και βάλτο στην πλευρά μου, για να μπορείς ν αγωνίζεσαι γι αυτήν, για να μπορείς ν αποκριθής σ αυτούς που πολεμούν την αλήθεια, ότι με είδες μετά την Ανάσταση και μ αναγνώρισες και με ψηλάφησες προσεκτικά. Φερε το χέρι σου και βάλτο στην πλευρά μου. Για σένα την άφησα έτσι εγώ που θεράπευσα τα σώματα και τις ψυχές των άλλων. Πρόβλεψα σαν Θεός ότι θα θελήσης να τη δης έτσι και βλέποντας τ αχνάρια του πάθους στην σάρκα μου θέλησα να θεραπεύσης το πάθος της ψυχής σου. Φέρε το χέρι σου, και βάλτο στην πλευρά μου που τη φύλαξα έτσι με κάποιο σκοπό. Όταν γυρίσω πάλι από τους ουρανούς και καθίσω σε θρόνο κριτής ζωντανών και νεκρών να ιδούν οι Εβραίοι κατάματα τα έργα της κακίας τους και μόνοι τους ν αυτοδικαστούν - και μη φανής άπιστος αλλά πιστός. Κακό η απιστία, κάνει τον νου να βουλιάξη. Η πίστη τον αναρπάζει στον ουρανό. Η απιστία τυφλώνει την ψυχή. η πίστη σκορπά το φως της στους λογισμούς. η πίστη και τα αόρατα κατακάθαρα βλέπει, ο άπιστος είναι σ άγνοια ολοκληρωτική. Μη γίνης άπιστος αλλά πιστός. Παραμέρισε το νέφος της απιστίας και κοίταξε τις καθαρές ακτίνες της πίστης. Γινου μέσα σε όλους άξιος απόστολος της θεότητάς μου. Γίνου τέτοιος όπως πρέπει να είναι αυτός που με συνάντησε και είδε τέτοια όπως εσύ. Όμοια με τους άλλους αποστόλους σε κάλεσα, όμοια μ αυτούς σε τίμησα, όμοια μ αυτούς οπλίσου. Ομοια μ αυτούς είδες ο,τι είδαν, όμοια μ αυτούς σου εμπιστεύθηκα σα φίλο, όλο μου το μυστήριο, όμοια μ αυτούς κήρυξε τη δύναμή μου. Μην πώς πάλι, αφού με είδες μια φορά. Αν δε δω πάλι στα χέρια του τα σημάδια των καρφιών δε θα πιστέψω. Οσο είμαι μαζί σας άφησε ελεύθερη , όπως θέλεις, την περιέργειά σου. Όσο έχεις δίπλα σου το ουράνιο κλήμα όλα τα κλαδιά και τα σταφύλια του ερεύνησε. Θ ανεβώ στους ουρανούς, απ όπου ήρθα στη γη, θ ανεβώ, όπου είμαι. Θ ανεβώ με την ανθρωπίνη φύση μου εκεί απ όπου για χάρη σας κατέβηκα με τη θεία μου φύση. Θ ανεβώ μ αυτό μου το σώμα, αν και χωρίς αυτό ήρθα από κει κι έμεινα εκεί πέρα. Θ ανεβώ στους κόλπους τους πατρικούς με τη δική σας φύση, αν και είμαι στους κόλπους του πατέρα. Τελείωσα το έργο μου για χάρη του έκανα αυτή την πορεία.
Αφού άγγιξε λοιπόν ο Θωμάς τα χέρια του Κυρίου και τη θεία πλευρά γέμισε από δειλία και από χαρά μαζί βλέποντας αυτά που επιθύμησε και αμέσως ξεσπά σε ύμνο του Κυρίου κραυγάζοντας. Κύριε μου και Θεέ μου. Συ είσαι ο Κύριος και ο Θεός. Συ είσαι ο άνθρωπος και ο φιλάνθρωπος. Συ είσαι ξενόφερτος και παράξενος γιατρός της πλάσης. Δεν κόβεις με το νυστέρι τ άρρωστα μέλη, δεν καις με τη φωτά τις πληγές, δεν μαζεύεις απ τα βοτάνια την δύναμη των φαρμάκων σου, δε δένεις με ορατούς επιδέσμους τις πληγές που μας αφανίζουν. Διαθέτεις αόρατους επιδέσμους αγάπης, που αόρατα τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Εχεις λόγο που είναι πιο κοφτερός από το μαχαίρι. έχεις λόγο πιο δυνατό απ τη φωτιά. έχεις βλέμμα απ το φάρμακο πιο απαλό. Σαν δημιουργός αγιάζεις χωρίς κόπο το δημιούργημά σου, σαν πλάστης χωρίς να κουραστής μεταπλάθεις τα πλάσματά σου. Συ κατά το θέλημά σου τούς λεπρούς καθάρισες, τούς κουτσούς τούς έκανες να τρέχουν, τούς παράλυτους να σηκώνουν τα κρεβάτια τους, τούς γεννημένους τυφλούς τούς προστάζεις να πετάξουν με νίψιμο το σκοτάδι. Εξώρισες τούς δαίμονες απ τά δημιουργήματά σου, με θέλημά σου πιάστηκες απ τούς εχθρούς και απ τούς Εβραίους, τα πάντα δέχτηκες για μένα στο σώμα σου. Ω Κύριε και Θεέ μου. Αναγνώρισα τον Κύριο μου, αναγνώρισα τον αλιέα και φύλακά μου, αναγνώρισα το βασιλιά και Κυριο μου. Ω Κυριε μου και Θεε μου. Πιστεύω Κύριε στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην ανάληψη από μέρους σου της φροντίδας μου, πιστεύω στον προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στα παθήματα της σάρκας σου, πιστεύω στον τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στην ανάστασή σου. Λοιπόν δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω, δεν κάνω πια έλεγχο. πιστεύω, δεν στήνω πια τη ζυγαριά του νου. Πιστεύω, δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω στα μάτια μου και στα χέρια μου. Με δίδαξαν αυτά που είδα να μην κάνω έλεγχο. Ψηλάφησα κι έμαθα να προσκυνώ όχι να φιλονικώ. Ένα Κύριο και Θεό γνωρίζω, τον Κύριο μου Χριστό. Ας είναι δεδοξασμένος και δυνατός στους αιώνες.
Αφού άγγιξε λοιπόν ο Θωμάς τα χέρια του Κυρίου και τη θεία πλευρά γέμισε από δειλία και από χαρά μαζί βλέποντας αυτά που επιθύμησε και αμέσως ξεσπά σε ύμνο του Κυρίου κραυγάζοντας. Κύριε μου και Θεέ μου. Συ είσαι ο Κύριος και ο Θεός. Συ είσαι ο άνθρωπος και ο φιλάνθρωπος. Συ είσαι ξενόφερτος και παράξενος γιατρός της πλάσης. Δεν κόβεις με το νυστέρι τ άρρωστα μέλη, δεν καις με τη φωτά τις πληγές, δεν μαζεύεις απ τα βοτάνια την δύναμη των φαρμάκων σου, δε δένεις με ορατούς επιδέσμους τις πληγές που μας αφανίζουν. Διαθέτεις αόρατους επιδέσμους αγάπης, που αόρατα τονώνουν τα καταπονημένα μέλη. Εχεις λόγο που είναι πιο κοφτερός από το μαχαίρι. έχεις λόγο πιο δυνατό απ τη φωτιά. έχεις βλέμμα απ το φάρμακο πιο απαλό. Σαν δημιουργός αγιάζεις χωρίς κόπο το δημιούργημά σου, σαν πλάστης χωρίς να κουραστής μεταπλάθεις τα πλάσματά σου. Συ κατά το θέλημά σου τούς λεπρούς καθάρισες, τούς κουτσούς τούς έκανες να τρέχουν, τούς παράλυτους να σηκώνουν τα κρεβάτια τους, τούς γεννημένους τυφλούς τούς προστάζεις να πετάξουν με νίψιμο το σκοτάδι. Εξώρισες τούς δαίμονες απ τά δημιουργήματά σου, με θέλημά σου πιάστηκες απ τούς εχθρούς και απ τούς Εβραίους, τα πάντα δέχτηκες για μένα στο σώμα σου. Ω Κύριε και Θεέ μου. Αναγνώρισα τον Κύριο μου, αναγνώρισα τον αλιέα και φύλακά μου, αναγνώρισα το βασιλιά και Κυριο μου. Ω Κυριε μου και Θεε μου. Πιστεύω Κύριε στην οικονομία σου, πιστεύω στην συγκατάβασή σου, πιστεύω στην ανάληψη από μέρους σου της φροντίδας μου, πιστεύω στον προσκυνητό σου σταυρό, πιστεύω στα παθήματα της σάρκας σου, πιστεύω στον τριήμερο θάνατό σου, πιστεύω στην ανάστασή σου. Λοιπόν δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω, δεν κάνω πια έλεγχο. πιστεύω, δεν στήνω πια τη ζυγαριά του νου. Πιστεύω, δεν έχω πια περιέργεια. Πιστεύω στα μάτια μου και στα χέρια μου. Με δίδαξαν αυτά που είδα να μην κάνω έλεγχο. Ψηλάφησα κι έμαθα να προσκυνώ όχι να φιλονικώ. Ένα Κύριο και Θεό γνωρίζω, τον Κύριο μου Χριστό. Ας είναι δεδοξασμένος και δυνατός στους αιώνες.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου