ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΑΡΡΑΒΩΝΑ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΑΡΡΑΒΩΝΑ

«Ἡ Ἀκολουθία τῶν μνήστρων» ἤ, ἀλλιῶς, τοῦ ἀρραβώνα καθιερώθηκε ὡς ξεχωριστή Ἀκολουθία ἀπό αὐτή τοῦ γάμου στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ κατά τό ἔτος 1084. Ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἀρραβώνα εἶναι κατά κάποιο τρόπο τό προοίμιο, ἡ προεισαγωγή τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος. Ἀπό τήν πρώτη κιόλας διατύπωση τοῦ σχετικοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τοῦ Εὐχολογίου «μετά τήν θείαν Λειτουργίαν... παρίστανται οἱ μέλλοντες ζεύγνυσθαι πρό τῶν ἁγίων Θυρῶν» μπορεῖ κανείς νά συμπεράνει ὅτι ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἀρραβώνα, ὡς ἰδιαίτερη ἀπό αὐτή τοῦ στεφανώματος, τελοῦνταν παλιότερα μέσα στόν ἱερό ναό καί μετά τή θεία Λειτουργία, στόν ἱερότερο δηλαδή τόπο καί τήν καταλληλότερη στιγμή, προκειμένου νά εὐλογηθεῖ καί νά προσλάβει τήν ἀπαραίτητη δημοσιότητα ὁ δεσμός τῶν μελλονύμφων (βλ. καί παρακάτω, σχόλ. ἀριθ. 3).

Σήμερα ὅμως ἐπικράτησε ἡ συνήθεια οἱ δύο Ἀκολουθίες νά τελοῦνται μαζί σάν μιά ἑνιαία Ἀκολουθία, γνωστή γενικά ὡς Ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου· συνήθεια πού ὑπῆρχε ἐξάλλου καί πρίν ἀπό τόν Κομνηνό. Διότι ἡ Ἐκκλησία ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς συστάσεώς της φαίνεται πώς εὐλογοῦσε τό γάμο τῶν τέκνων της καί θά καθόρισε κάποιο ἁπλό τελετουργικό τύπο γάμου. Σ᾿ αὐτό τουλάχιστο τό συμπέρασμα θά μποροῦσε νά καταλήξει κανείς μελετώντας τα ἱερά κείμενα τῆς Κ.Δ., στά ὁποῖα τονίζεται ἡ πνευματικότητα τοῦ γάμου, γίνεται λόγος γιά τά καθήκοντα τῶν συζύγων καί τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας καί γενικά ἐξαίρεται καί ἐξυψώνεται ὁ γάμος τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σέ σύγκριση μάλιστα καί ἀντιπαραβολή πρός τό γάμο τῶν μή χριστιανῶν πού οἱ ἀντιλήψεις τους γιά τό γάμο ἦταν διαφορετικές καί κατώτερες ὁπωσδήποτε (πρβλ. καί τή γνωστή ἐπιστολή πρός Διόγνητον, κεφ. 5).

Ἡ μετέπειτα ἐκκλησιαστική παράδοση μαρτυρεῖ ὅτι ὁ γάμος ὡς μυστηριακή πράξη ἔχει προέλευση ἀποστολική. Αὐτό μπορεῖ κανείς νά τό διαπιστώσει ἀπό πληροφορίες πού μᾶς παρέχουν μέ τά συγγράμματά τους διάφοροι ἐκκλησιαστικοί Πατέρες καί συγγραφεῖς ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες. Ἔτσι π.χ. ὁ Ἰγνάτιος, ἐπίσκοπος τῆς Ἀντιόχειας, ἔχει τή γνώμη ὅτι ὁ γάμος πρέπει νά τελεῖται «μετά γνώμης τοῦ ἐπισκόπου», ὕστερα δηλ. ἀπό ἐπισκοπική ἄδεια. Οἱ μεγάλοι Ἀλεξανδρινοί θεολόγοι, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς καί ὁ πολύς Ὠριγένης, μιλοῦν γιά τό χριστιανικό γάμο, τονίζοντας ὁ πρῶτος ἀπό αὐτούς ὅτι ὁ γάμος «ἁγιάζεται κατά λόγον (μέ εὐλογία δηλ.) τελειούμενος» καί ὁ δεύτερος ὑποστηρίζοντας ὅτι ὁ χριστιανικός γάμος διατελεῖ στή σφαίρα τῆς θείας χάρης. Γιά τό χριστιανικό γάμο μιλοῦν καί οἱ ἐκκλησιαστικοί πατέρες τῆς Δύσης, ὅπως ὁ Τερτυλλιανός, ὁ Ἀμβρόσιος, ὁ Αὐγουστίνος κ.ἄ. Ὁ πρῶτος ἀπό αὐτούς βεβαιώνει ὅτι τό γάμο συνάπτει ἡ Ἐκκλησία καί τόν ἐπισφραγίζει ἡ εὐλογία.

Οἱ τρεῖς μεγάλοι Ἱεράρχες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν παρέλειψαν νά ποῦν τή γνώμη τους γιά τό χριστιανικό γάμο. Ἔτσι ὁ Μ. Βασίλειος ὑποστηρίζει ὅτι ἡ ἕνωση τῶν συζύγων «ἁγιάζεται διά τῆς εὐλογίας» καί χαρακτηρίζεται ὁ γάμος ὡς «ὁ διά τῆς εὐλογίας ζυγός». Ἀπό ἐπιστολή τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μαθαίνουμε ὅτι κατά τήν τέλεση τοῦ γάμου γινόταν «σύναψις τῶν χειρῶν» τῶν νεονύμφων, ἐνῶ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συνιστᾶ στούς χριστιανούς «ἱερέας καλεῖν καί δι᾿ εὐχῶν καί εὐλογιῶν τήν ὁμόνοιαν τοῦ συνοικεσίου συσφίγγειν», πληροφορία πού μᾶς ἐπιτρέπει νά συμπεράνουμε ὅτι ἡ ἱερατική εὐλογία παρεχόταν ὄχι μόνο κατά τήν τέλεση τοῦ γάμου ἀλλά καί κατά τή μνηστεία, τό ἀρραβώνιασμα δηλαδή.

Ἀξίζει τέλος νά σημειωθεῖ ὅτι βρέθηκαν ἀκόμη καί παραστάσεις νεονύμφων μέ τό Χριστό στή μέση νά τούς στεφανώνει καί νά τούς εὐλογεῖ ὡς «νυμφαγωγός», ἐνῶ παλιά Εὐχολόγια μαζί μέ διάφορες ἄλλες ἱερουργίες συμπεριλαμβάνουν καί διάφορους τύπους ἱερολογίας γάμου.

Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἀπό τά χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἤδη, ἄρχισε καί ἡ Πολιτεία νά ἀποβλέπει στή συνεργασία της μέ τήν Ἐκκλησία, διότι ἔβλεπε πώς ἡ ἐπίδραση τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου στή δημιουργία σωστῶν οἰκογενειῶν καί κατ᾿ ἐπέκταση καλῶν πολιτῶν ἦταν εὐεργετική. Ἔτσι στήν ΟΔ´ (74) Νεαρά τοῦ Ἰουστινιανοῦ (ἔτος 538) ὁριζόταν ὅτι πρός ἐπίσημη ἀναγνώριση τοῦ γάμου ἀπαιτοῦνταν μετάβαση τῶν νεονύμφων «πρός τινα τῶν εὐκτηρίων οἴκων» καί μαρτυρία τριῶν ἤ τεσσάρων κληρικῶν ὅτι οἱ ἐλθόντες «εἰς γάμου κοινωνίαν» «συνηρμόσθησαν ἀλλήλοις» σύμφωνα μέ τή διάταξη τῆς Ἐκκλησίας. Πολύ ἀργότερα ὅμως σημειώθηκε ὁριστική στροφή τῆς Πολιτείας πρός τήν Ἐκκλησία (ἔτος 893). Ἔτσι ἡ πθ´ (89) Νεαρά Λέοντος τοῦ Σοφοῦ θεωροῦσε νόμιμο μόνο τό γάμο πού εὐλογοῦσε ἡ Ἐκκλησία. Ἀπό τότε καί μετά οἱ μαρτυρίες γιά εὐλογία τοῦ γάμου ἀπό τόν κλῆρο εἶναι ὅλο καί πιό σαφεῖς.

Ἡ ἐκκλησιαστική λοιπόν εὐλογία μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου θεωρήθηκε καί ἀπό τήν Πολιτεία σάν οὐσιωδέστατο στοιχεῖο τῆς νομιμοποιήσεως τοῦ γάμου. Ἀξίζει πάντως νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἀναγνώριση τοῦ θρησκευτικοῦ γάμου ἀπό τήν Πολιτεία ὡς μοναδικοῦ τύπου γάμου δέν ἔγινε ἁπλῶς καί μόνο γιά λόγους σκοπιμότητας, ὅπως εἰπώθηκε παραπάνω, ἀλλά κυρίως ἐπειδή ἡ Πολιτεία παραδεχόταν καί ἀναγνώριζε τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τό θεοσύστατο θεσμό τοῦ γάμου.

Οἱ ὅροι «μνῆστρα» καί «ἀρραβών»

2. Ὁ ὅρος «μνῆστρον» (τό) καί στόν πληθυντικό «τά μνῆστρα» στήν ἐκκλησιαστική καί λειτουργική γλώσσα εἶναι συνώνυμος τοῦ ὅρου ἀρραβών. Σημαίνουν καί οἱ δύο τήν ἀμοιβαία ὑπόσχεση συνάψεως γάμου καί τά δῶρα πού ἀνταλλάσσουν μεταξύ τους οἱ μνηστευόμενοι καί ἰδίως τούς δακτύλιους ἀρραβῶνες, τά δαχτυλίδια. Τά δαχτυλίδια, ἤ ἀλλιῶς βέρες, δίνονται καί φοριοῦνται ἀπό τό μνηστήρα καί τή μνηστή σάν σημεῖο καί ἀπόδειξη τῆς ὑπόσχεσης πού ἔδωσαν γιά τήν τέλεση τοῦ μελλοντικοῦ γάμου τους. Ἡ λέξη μνῆστρον ἔχει ἀρχαιοελληνική προέλευση· προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «μνάομαι» πού σημαίνει μνηστεύομαι. Ἡ λέξη ἀρραβών ἔχει ληφθεῖ ἀπό τίς σημιτικές γλῶσσες καί σημαίνει κυρίως προκαταβολή ἤ ἐγγύηση γιά ἐξασφάλιση συμφωνίας, κοινῶς καπάρο.

Ἡ βαθύτερη σημασία τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἀρραβώνα

3. Τά διαλαμβανόμενα στήν πρώτη τούτη παράγραφο τοῦ προεισαγωγικοῦ σημειώματος δέν εἶναι χωρίς σημασία. Ἀντίθετα μάλιστα· τό καθετί κρύβει ἕνα βαθύ νόημα. Θά μπορούσαμε νά σημειώσουμε μέ κάθε δυνατή συντομία τά ἑξῆς· Οἱ νεόνυμφοι ἔρχονται στό ναό, πού εἶναι ὁ ἐπισημότερος καί ἱερότερος τόπος, νά ζητήσουν ἀπό τό Λειτουργό τοῦ Ὑψίστου νά εὐλογήσει τό δεσμό τους. Εἶναι ἡ ὥρα μετά τή θεία Λειτουργία καί κόσμος πολύς θά παρακολουθήσει τή σχετική ἱεροπραξία· ἔτσι ὁ μελλοντικός δεσμός τους ἀποκτᾶ τή δημοσιότητα πού ἐπιβάλλεται νά ἀποκτήσει· γιατί τά ἀποτελέσματα τοῦ δεσμοῦ τους δέν ἀφοροῦν μόνο αὐτούς· θά ἔχουν ἀντίκτυπο στήν εὐρύτερη κοινωνία, μέσα στήν ὁποία θά ζήσουν καί θά δημιουργήσουν οἰκογένεια.

Στέκονται μέ εὐλάβεια «πρό τῶν ἁγίων θυρῶν» καί περιμένουν τόν Ἱερέα νά τούς ὁδηγήσει μέσα στό ναό. Ἡ «ἐκ δεξιῶν» θέση τοῦ ἄντρα συμβολίζει ὅτι αὐτός ἔχει τό προβάδισμα· αὐτός εἶναι ἡ κεφαλή· κι αὐτό γίνεται ὄχι γιά νά μειωθεῖ ἡ γυναίκα, ἀλλά γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς ὁμαλῆς συμβίωσης. Προβλέπεται χρυσό δαχτυλίδι γιά τόν ἄντρα, ἀργυρό γιά τή γυναίκα. Πολλοί αὐτό τό ἐξηγοῦν ὡς ἑξῆς· ὁ ἄντρας συμβολίζει τόν ἥλιο, ἐνῶ ἡ γυναίκα τή σελήνη πού δανείζεται τό φῶς ἀπό τόν ἥλιο. Ὅπως ὅμως εἶναι γνωστό σ᾿ ὅλους μας, μέ τόν καιρό τά δαχτυλίδια ἐπικράτησε νά εἶναι χρυσά καί γιά τούς δύο νεονύμφους. Τό γεγονός τῆς ἀπόθεσης τῶν δαχτυλιδιῶν στήν Ἁγία Τράπεζα σημαίνει πώς εἶναι ἤδη καθαγιασμένα. Ἡ κλίση τοῦ χρυσοῦ δαχτυλιδιοῦ πρός τά ἀριστερά καί τοῦ ἀργυροῦ πρός τά δεξιά καί ἡ τοποθέτηση τοῦ ἑνός πολύ κοντά στό ἄλλο, «σύνεγγυς ἀλλήλων», συμβολίζουν τό ἐνδιαφέρον πού πρέπει νά δείχνει ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο καί τό πόσο κοντά πρέπει νά βρίσκεται ὁ ἕνας στόν ἄλλο γιά νά ζήσουν ἁρμονικά καί νά στηρίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο στό δύσκολο ἀγώνα τῆς ζωῆς.

Ὁ Ἱερέας ἔρχεται ἀπό τό ἱερό στό νάρθηκα, πού ἄλλοτε ἦταν ὁ χῶρος τῶν κατηχουμένων (βλ. σχ. ἀρ. 2 Ἀκολ. στεφ.), εὐλογεῖ προκαταβολικά τούς νεονύμφους σχηματίζοντας τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω ἀπό τά κεφάλια τους καί τούς δίνει στό χέρι «κηρούς ἁπτομένους»· μέ τά ἀναμμένα κεριά πού τούς δίνει στό χέρι ἔχουμε τό συμβολισμό τῶν «φρονίμων παρθένων» τῆς γνωστῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς· ἔτσι δηλαδή νά ἀξιωθοῦν οἱ νεόνυμφοι νά ὑποδεχθοῦν τόν Κύριο στόν παρόντα βίο, ἀλλά καί στό μέλλοντα, ὡς φρόνιμοι καί συνετοί καί προνοητικοί καί ὄχι ὡς ἀνόητοι, ἐπιπόλαιοι καί μωροί. Ὕστερα τούς ὁδηγεῖ στόν κυρίως Ναό καί τούς «θυμιᾷ σταυροειδῶς», γιά νά τούς ἀπαλλάξει «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος», ἀπό κάθε σατανική ἐπήρεια καί βλαβερή ἐπενέργεια καί ἔτσι, ἐξαγνισμένοι, νά παρακολουθήσουν τήν ἱερολογία τοῦ ἀρραβώνα.

Ἡ ἀμοιβαία συναίνεση τῶν μελλονύμφων ὅρος ἀπαραίτητος γιά τήν τέλεση τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἀρραβώνα

4. «Καί ἐρωτᾷ αὐτούς ὁ Ἱερεύς, πρός ὁμολογίαν, ἐάν θέλῃ ἡ νύμφη τόν νυμφίον· ὁμοίως καί ὁ νυμφίος τήν νύμφην»*· Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά ἀρχίσει καί πραγματοποιηθεῖ ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἀρραβώνα, καί φυσικά τοῦ γάμου, εἶναι ἡ ἀμοιβαία συναίνεση τοῦ γαμπροῦ καί τῆς νύφης γιά τό δεσμό τους. Γι᾿ αὐτό καί τούς καλεῖ ὁ Ἱερέας νά ὁμολογήσουν ἄν ὁ ἕνας θέλει τόν ἄλλο. Καί μόνο σέ καταφατική ἀπάντηση καί τῶν δύο, μόνο τότε ἀρχίζει ἡ Ἀκολουθία. Ἐπειδή ὅμως ἡ ἀμοιβαία συναίνεση πολλές φορές δέν εἶναι καρπός σοβαροῦ προβληματισμοῦ καί πολλῆς σκέψεως, ἀλλά ἐπιπόλαιη καί ἐπιφανειακή, γι᾿ αὐτό ἐπιβάλλεται, κατά κοινή ὁμολογία, μεγάλη προσοχή στήν ἐκλογή τοῦ συντρόφου.

Συμπερασματικά λοιπόν καί σέ γενικές γραμμές θά μποροῦσε κανείς νά ὑποστηρίξει πώς, γιά νά εὐδοκιμήσει ἕνας δεσμός καί ἀποβεῖ εὐτυχής μιά συζυγία, μέριμνα καί φροντίδα καθενός ἀπό τούς ὑποψηφίους γιά γάμο -ὅσο βέβαια αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπό τίς δικές του δυνάμεις καί στό μέτρο πού μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει μέ γνώμονα τή λογική ψύχραιμα καί ἀνεπηρέαστα ἀπό ὁποιουσδήποτε συναισθηματισμούς τό θέμα τῆς ἐκλογῆς- πρέπει νά εἶναι ἡ ἀναζήτηση τέτοιου συντρόφου που κοντά του κατά τή διάρκεια τῆς ἔγγαμης συμβίωσης οἱ ἀρετές του, οἱ καλές του πλευρές καί τά ὁποιαδήποτε χαρίσματα, μέ τά ὁποῖα τόν προίκισε ὁ Δημιουργός, νά μή μείνουν ἀδρανή καί ἀνενεργά ἀλλά νά καλλιεργηθοῦν ἀκόμη περισσότερο καί νά ἀποδώσουν, κατά τήν εὐαγγελική ρήση, «καρπόν ἑκατοντα πλασίονα» (Λουκ. η´, 8).

Καί τό σπουδαιότερο· ἐπειδή κάθε ἄνθρωπος ἔχει καί ἐλαττώματα καί ἀδυναμίες, ὁ καθένας ἀπό τούς υποψηφίους θά πρέπει νά ἐπιδιώκει, στό μέτρο βέβαια τοῦ δυνατοῦ, νά εἶναι τέτοιος ὁ μέλλων σύντροφός του ὥστε κοντά του μέ τή συνεργασία καί τήν καλή διάθεση οἱ ὁποιεσδήποτε ἀδυναμίες του νά βροῦν τή θεραπεία τους καί, ἀν εἶναι δυνατό, προοδευτικά ἐντελῶς νά ἀπαλειφθοῦν. Ἔτσι, μέ τήν ἀλληλοσυμπλήρωση τῶν συντρόφων, θά σφυρηλατηθεῖ ὁ χαρακτήρας τους μέσα ἀπό τήν πολύπλευρη ἔγγαμη συμβίωση, θά λάμψουν περισσότερο οἱ προϋπάρχουσες ἀρετές τους καί θά μειωθοῦν στό ἐλάχιστο τά ἐλαττώματά τους· θά πραγματοποιηθεῖ μ᾿ ἄλλα λόγια ἡ ὁλοκλήρωση τῶν συζύγων ὡς χαρακτήρων καί θά ὁδηγηθοῦν στή σωτηριώδη τελείωση στήν ὁποία βέβαια, σάν σέ τελικό στόχο, ἀποβλέπει ὁ θρησκευτικός γάμος.

Πάντως, γιά νά ἐπανέλθουμε στό σημεῖο ἀπ᾿ ὅπου ξεκινήσαμε, ἡ ἀμοιβαία συναίνεση τῶν μελλονύμφων γιά τό δεσμό τους, πού ὀρθότατα ὄχι μόνο ὅλοι οἱ λογικοί καί πολιτισμένοι ἄνθρωποι ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία τή θεωροῦν ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, ἀνατρέχει σέ χρόνους ἀρχαιότατους, ἀφοῦ καί στήν Π.Δ. ἀκόμη βλέπουμε τούς οἰκείους τῆς Ρεβέκκας νά τή στέλνουν μέ τόν ὑπηρέτη τοῦ Ἀβραάμ ὡς σύζυγο τοῦ Ἰσαάκ μόνο ὕστερα ἀπό τή συγκατάθεσή της· «Καλέσωμεν τήν παῖδα καί ἐρωτήσωμεν τό στόμα αὐτῆς. καί ἐκάλεσαν Ρεβέκκαν καί εἶπαν αὐτῇ Πορεύσῃ μετά τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἡ δέ εἶπεν Πορεύσομαι. καί ἐξέπεμψαν Ρεβέκκαν...» (Γεν. 24, 57-59).

Ἡ σημασία τῆς ἑβραϊκῆς λέξεως «ἀμήν»

5. Ἀμήν. Λέξη ἑβραϊκή. Ὑπῆρχε συνήθεια στήν ἑβραϊκή Συναγωγή οἱ παρόντες νά κλείνουν κάθε εὐχή μέ τό ἀμήν. Ἡ συνήθεια αὐτή μεταφυτεύτηκε στή χριστιανική Ἐκκλησία ἀπό τούς ἀποστολικούς ἀκόμη χρόνους. Στή γλώσσα τῶν διάφορων Ἀκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας τό ἀμήν ἔχει σημασία ἐπιρρηματική καί σημαίνει· ἀληθῶς, ἀληθινά, ἀλήθεια, ἔτσι εἶναι ἤ· ἔτσι ἄς γίνει, μακάρι νά γίνει, γένοιτο. Εἶναι δηλαδή συναίνεση καί ἐπιβεβαίωση ὅσων προηγουμένως ἔχουν λεχθεῖ ἤ ἔκφραση εὐχῆς καί ζωηροῦ πόθου γιά τήν πραγματοποίηση αὐτῶν πού εἰπώθηκαν. Λέγεται καί ψάλλεται ἀπό τό Χορό τῶν ψαλτῶν πού ἀντιπροσωπεύει τό λαό τῶν πιστῶν πού παρακολουθοῦν τήν Ἀκολουθία, πολλές ὅμως φορές καί ἀπό τούς ἴδιους τούς πιστούς.

6. «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Ἡ σειρά τῶν δεήσεων πού ἀκολουθοῦν καί ἐκφωνοῦνται συνήθως ἀπό τό Διάκονο λέγεται Συναπτή. Βλ. σχόλ. ἀριθ. 10 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος.

Ἡ τεκνογονία στό γάμο εἶναι θέλημα καί δωρεά τοῦ Θεοῦ, συμπληρώνει τήν εὐτυχία τῶν νεονύμφων καί συντελεῖ στήν πνευματική τους τελείωση καί σωτηρία

7. «Ὑπέρ τοῦ παρασχεθῆναι αὐτοῖς τέκνα εἰς διαδοχήν γένους, καί πάντα τά πρός σωτηρίαν αἰτήματα». Ἡ ἀπόκτηση τέκνων μέσα ἀπό τό γάμο εἶναι διακαής πόθος τῶν νεονύμφων καί ἡ δημιουργία οἰκογένειας συντελεῖ στήν ὁλοκλήρωση τῆς εὐτυχίας τους. Μέ τήν τεκνογονία οἱ νεόνυμφοι δέ συνεχίζουν ἁπλά καί μόνο τό δικό τους γένος, ἀλλά γίνονται γενικότερα συνεχιστές τοῦ ἀνθρώπινου γένους, συνεχιστές δηλαδή ἑνός ἔργου πού ἐμπιστεύθηκε στούς ἀνθρώπους ὁ ἴδιος ὁ Θεός σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν Ἱερῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τή δημιουργία ἀπογόνων γίνονται ἀποδέκτες τοῦ θείου θελήματος (πρβλ. τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός τούς πρωτοπλάστους «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε...» Γεν. 1, 28) καί τῆς ἀξετίμητης δωρεᾶς νά συνεχίσουν αὐτοί τό ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ, συντελώντας ἔτσι στήν αὐξηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί στή δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Στό αἴτημα γιά ἀπόκτηση τέκνων ἀπό τούς νεονύμφους πού διατυπώνεται στό σημεῖο τοῦτο τῆς Συναπτῆς, ἀνεξάρτητα ἄν αὐτό δέν πραγματοποιεῖται πάντοτε, ἐπανέρχεται συχνά πυκνά ὁ Λειτουργός κατά τή διάρκεια τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Παραθέτουμε ἐδῶ συγκεντρωμένα τά χαρακτηριστικότερα χωρία τῆς Ἀκολουθίας πού ἀναφέρονται στό θέμα καί διακρίνονται γιά τήν ἐκφραστική τους ποικιλία· «Παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή εἰς... διαδοχήν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων» (τελευταία εὐχή τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἀρραβώνα)· «οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν, κύκλῳ τῆς τραπέζης σου», «καί ἴδοις υἱούς τῶν υἱῶν σου» (στίχοι ἀπό τόν 127 Ψαλμό μέ τόν ὁποῖο ἀρχίζει ἡ Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος)· «ὑπέρ τοῦ παρασχεθῆναι αὐτοῖς... καρπόν κοιλίας πρός τό συμφέρον», «ὑπέρ τοῦ εὐφρανθῆναι αὐτούς ἐν ὁράσει υἱῶν καί θυγατέρων», «ὑπέρ τοῦ δωρηθῆναι αὐτοῖς εὐτεκνίας ἀπόλαυσιν» (αἰτήσεις τῆς Συναπτῆς)· «σόν θέλημά ἐστιν ἡ ἔννομος συζυγία καί ἡ ἐξ αὐτῆς παιδοποιία», «παράσχου τοῖς δούλοις σου τούτοις... σπέρμα μακρόβιον, τήν ἐπί τέκνοις χάριν», «ἀξίωσον αὐτούς ἰδεῖν τέκνα τέκνων» (Α´ μεγάλη Εὐχή εὐλογίας, ὅπου προβάλλονται καί εὐλογημένα ἀντρόγυνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί γίνεται μνεία τοῦ εὐλογημένου «τόκου» τους)· «δός αὐτοῖς καρπόν κοιλίας, καλλιτεκνίαν», «καί ἴδωσιν υἱούς τῶν υἱῶν αὐτῶν, ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης αὐτῶν» (Β´ μεγάλη Εὐχή εὐλογίας)· «χάρισαι αὐτοῖς καρπόν κοιλίας, εὐτεκνίας ἀπόλαυσιν» (Γ´ Εὐχή εὐλογίας)· «πληθύνθητι ὡς ὁ Ἰακώβ», «πληθύνθητι ὡς ἡ Ραχήλ» (ἀπό τίς προσωπικές εὐχές κατά τήν «ἔπαρση» τῶν στεφάνων τοῦ Νυμφίου καί τῆς Νύμφης ἀντίστοιχα)· «ἡ παναγία... Τριάς... παράσχοι ὑμῖν... εὐτεκνίαν» (εὐχή μετά τήν «ἄρση» τῶν στεφάνων) κ.ἄ.

Μέ τίς συχνές αὐτές ἀναφορές δηλώνεται κατηγορηματικά ὅτι ἡ τεκνογονία στό γάμο εἶναι θέλημα Θεοῦ καί δωρεά ἰδιαίτερα τιμητική γιά τούς νεονύμφους· προβάλλεται ὡς ὑποχρέωση καί καθῆκον τῶν νεονύμφων καί τονίζεται ἐμφαντικά πώς ἡ ἀπόκτηση τέκνων εἶναι συμπλήρωμα τῆς εὐτυχίας τους. Δικαίως λοιπόν ἡ Ἐκκλησία μας δέχεται ὅτι σκοπός τοῦ γάμου εἶναι ἡ τεκνογονία καί δικαιολογεῖται ἀπόλυτα τό ἐπίμονο αἴτημα τοῦ Λειτουργοῦ πρός τόν ἀγαθό οἰκονόμο καί «δοτήρα πάντων τῶν ἀγαθῶν» νά χαρίσει στούς νεονύμφους τέκνα καί πλούσια τή χάρη του καί τήν εὐλογία. Αὐτή ὅμως ἡ ἀπόκτηση τέκνων δέν μπορεῖ στήν οὐσία νά εἶναι οὔτε αὐτοσκοπός οὔτε ὁ μόνος σκοπός τοῦ γάμου· ἄλλωστε γιά διάφορους λόγους δέν πραγματοποιεῖται πάντοτε καί ἡ στειρότητα εἶναι ἕνα ἀρκετά σύνηθες φαινόμενο. Ἀπομένει ἑπομένως νά δοῦμε πῶς καί γιατί ἡ τεκνογονία ἐντάσσεται στά πλαίσια τῆς ἀγωνιστικῆς πορείας τοῦ ἀντρόγυνου πρός τήν πνευματική τελείωση καί σωτηρία του πού εἶναι ὁ ἄλλος, πρῶτος καί κύριος θά λέγαμε, σκοπός τοῦ γάμου.

Ἄν λοιπόν λάβουμε ὑπόψη μας ὅτι ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α´ Τιμ. β´, 4) καί τό γεγονός ὅτι παρέχει στόν κάθε ἄνθρωπο ἄφθονες καί ποικίλες εὐκαιρίες γιά τή σωτηρία του· ἄν ὁ γάμος τελικά, ὅπως πιστεύει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀποβλέπει στήν πνευματική τελείωση καί τή σωτηρία τοῦ ἀντρόγυνου μέ τήν καλλιέργεια πνεύματος ἀλληλοσεβασμοῦ, ἀλληλοβοήθειας καί ἀλληλοσυμπλήρωσης τῶν συζύγων, πνεύματος ἀμοιβαίας κατανόησης, ἀνοχῆς καί ἀγάπης ἀνυπόκριτης καί μέ τήν τιθάσευση τῶν παθῶν καί τήν ἀπάρνηση τοῦ ἐγώ, τότε ἀπερίφραστα καί ἐπιγραμματικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι καί τά τέκνα, χωρίς ἀμφιβολία, μέ τίς φροντίδες καί τούς λεπτούς χειρισμούς πού χρειάζονται κατά τήν ἀνατροφή τους καί τή διαπαιδαγώγηση, μέ τήν, ἀπαραίτητη πολλές φορές, αὐταπάρνηση καί αὐτοθυσία τῶν γονέων, συντελοῦν κι αὐτά καί συνεισφέρουν σ᾿ αὐτή τήν τελείωση καί τή σωτηρία τοῦ ἀντρόγυνου.

Μ᾿ αὐτό μόνο τόν τρόπο ἄν δοῦμε τό θέμα τῆς τεκνογονίας, θά καταλάβουμε τό βαθύτερο νόημα τοῦ αἰτήματος τῆς Συναπτῆς τῆς Ἀκολουθίας τοῦ γάμου «ὑπέρ τοῦ παρασχεθῆναι αὐτοῖς... καρπόν κοιλίας πρός τό συμφέρον» (ἡ ὑπογράμμιση δική μου)· γιατί ἀναντίρρητα ἐδῶ πρόκειται γιά τό συμφέρον τῆς ψυχῆς, γιά τή σωτηρία τῶν νεονύμφων· αὐτό ἄλλωστε εἶναι κατά κανόνα τό νόημα τοῦ ὅρου «συμφέρον» στή γλώσσα τήν ἐκκλησιαστική (πρβλ· «τό συμφέρον ποίησον», «πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως», «τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν» ἀπό τίς Ἀκολουθίες τοῦ Παρακλ. Κανόνα καί τῆς Θ. Λειτουργίας).

Ἔτσι ἀκόμη μποροῦμε νά κατανοήσουμε τόν ἀποστολικό λόγο «σωθήσεται δέ (γυνή) διά τῆς τεκνογονίας» (Α´ Τιμ. β, 15), ἕνα λόγο, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ ὅσα εἰπώθηκαν παραπάνω καί τή συμμαρτυρία τῆς πείρας, ἰσχύει βεβαίως ἐξίσου τόσο γιά τή γυναίκα ὅσο καί γιά τόν ἄντρα, γιά τό ἀντρόγυνο δηλαδή, πού μαζί μοχθεῖ γιά τά τέκνα καί μέσω τῶν τέκνων ποικιλοτρόπως δοκιμάζεται «ὡς ἐν πυρί» ἡ γνησιότητα τῶν ἀρετῶν τῶν γονέων. Βλ. καί παρακάτω σχόλ. ἀρ. 20, καθώς καί τά σχόλια ἀριθ. 11, 12 καί 25 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος.

Ἡ «τελεία ἀγάπη»

8. «Ὑπέρ τοῦ καταπεμφθῆναι αὐτοῖς ἀγάπην τελείαν, εἰρηνικήν». Ἴσως στό ἄκουσμα τούτης τῆς δέησης οἱ νεαροί μελλόνυμφοι σχηματίσουν τή γνώμη πώς δέν εἶναι καί τόσο ἀπαραίτητο νά ζητήσουν κάτι τέτοιο ἀπό τό Θεό, ἀφοῦ ἤδη εἶναι ἴσως ἐρωτευμένοι καί ἀγαπιοῦνται φλογερά.

Καί ὅμως ἡ «τελεία ἀγάπη», ἡ τόσο συντελεστική στήν εἰρηνική τους συμβίωση, δέν εἶναι αὐτή πού ἐξαφανίζεται, δυστυχῶς, πολλές φορές μετά τίς πρῶτες εὐφρόσυνες ἡμέρες τοῦ ἔγγαμου βίου καί τήν ἐμφάνιση τῶν πρώτων δυσκολιῶν καί τή διαπίστωση ἀσυμφωνίας χαρακτήρων. Εἶναι, ἀντίθετα, ἕνα συναίσθημα σταθερό καί μόνιμο καί ἔχει τό βάθρο της σέ πολύ γερά ἐρείσματα. Εἶναι κατάκτηση πού, γιά νά πραγματοποιηθεῖ, ἀπαιτοῦνται ἐφόδια ψυχικά περισσότερο καί ἀγώνας ἀδιάλειπτος. Ἡ τέλεια ἀγάπη εἶναι δῶρο, εὐλογία Θεοῦ· εἶναι ἐκχυση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού ἔρχεται νά ἐνισχύσει τήν καλή καί εἰλικρινή διάθεση γιά συνεργασία καί νά ἐπιβραβεύσει τήν ἀγωνιστική προσπάθεια τῶν νεονύμφων. Ἡ τέλεια ἀγάπη δέ σβήνει στό παραμικρό φύσημα τοῦ ἀέρα οὔτε καί στίς πιό μεγάλες μπόρες, στίς σκληρές δοκιμασίες· συνεχίζεται «διά βίου» καί «μέχρι τοῦ τάφου».

Τέτοια ἀγάπη παρακαλοῦμε τόν Κύριο νά «καταπέμψει» στούς μελλονύμφους. Μέ τέτοια μόνο ἀγάπη θά μπορέσει νά ἐξασφαλιστεῖ ἡ εἰρηνική τους συμβίωση, νά εὐδοκιμήσει ὁ δεσμός τους καί νά ἀποκτήσει πνευματικό περιεχόμενο ὁ γάμος τους, ὁ ὁποῖος ἀκριβῶς ἐπειδή θεμελιώνεται πάνω στόν εἰλικρινή καί ὁμόψυχο σύνδεσμο τῆς ἀγάπης τῶν νεονύμφων γι᾿ αὐτό καί «μυστήριον τῆς ἀγάπης» ὀνομάζεται ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο (Migne Ε.Π. 51, 230).

Ἡ ἀμοιβαία βοήθεια τῶν νεονύμφων εἶναι καθῆκον τους καί συντελεῖ στήν εὐδοκίμηση τοῦ δεσμοῦ

9. «Ὑπέρ τοῦ καταπεμφθῆναι αὐτοῖς... βοήθειαν». Προφανῶς ἐδῶ πρόκειται γιά τήν ἀμοιβαία βοήθεια πού πρέπει νά παρέχουν οἱ μελλόνυμφοι ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Αὐτή τή βοήθεια παρακαλοῦμε τόν Κύριο νά χαρίσει σ᾿ αὐτούς. Ὁ ἕνας νά εἶναι βοηθός τοῦ ἄλλου, συμπαραστάτης εἰλικρινής καί σταθερός. Βοηθός ἀνιδιοτελής ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου πρός ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων τοῦ βίου ἀναγκῶν. Συνεργάτης πολύτιμος ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου στό δύσκολο ἔργο τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων. Πρόθυμος καί διακριτικός ἀρωγός ὁ ἕνας στή στήριξη τοῦ ἄλλου σέ ἔργα πνευματικά. Μεγαλόψυχος ἀναπληρωτής ὁ ἕνας τῶν ἐλλείψεων τοῦ ἄλλου. Καλός ὁδηγός ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου σέ κάθε ἔργο ἀγαθό καί σέ καθετί καλό καί ψυχικά ὠφέλιμο. Ἀνεκτικός καί ἐπιεικής σύντροφος ὁ ἕνας στίς ἀδυναμίες καί τά ἐλαττώματα τοῦ ἄλλου.

Ἄν τό παράγγελμα τοῦ Παύλου «τό ἐπιεικές ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις» (Φιλιπ. δ, 5) ἰσχύει γιά κάθε ἄνθρωπο, πολύ περισσότερη ἰσχύ καί ἐφαρμογή πρέπει νά ἔχει στήν περίπτωση τῶν συζύγων. Ὁπλισμένοι μέ σύνεση, ὑπομονή, μακροθυμία καί ὑποχωρητικότητα, «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσ. δ, 2), καί «χαριζόμενοι ἑαυτοῖς» (Κολασ. γ, 13), πρέπει νά εἶναι πρόθυμοι νά παραβλέπουν καί νά μή δίνουν ἰδιαίτερη σημασία ὁ ἕνας στίς ἀτέλειες καί τά μειονεκτήματα τοῦ ἄλλου, ἀλλά νά εἶναι ἐξίσου πρόθυμοι καί νά διορθώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ πνεῦμα καλοσύνης, κατανόησης καί ἀγάπης. Ποτέ δέν πρέπει νά ξεχνοῦν τόν προτρεπτικό λόγο τοῦ Κυρίου· «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ Πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. στ´, 36). Ὅταν τέτοια εἶναι ἡ παρεχόμενη ἀλληλοβοήθεια, δέν μπορεῖ παρά νά συντελέσει στήν εὐδοκίμηση τοῦ δεσμοῦ καί νά καταστήσει τό συζυγικό βίο ὄντως εὐτυχή καί μακάριο. Πρβλ. καί σχόλ. ἀριθ. 19.

Ἡ ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη τῶν νεονύμφων τούς ἐξασφαλίζει τή σύμπνοια καί τήν ὁμόνοια

10. Ἡ ὁμόνοια πηγάζει ἀπό τήν ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη τῶν νεονύμφων. Ὅταν κλονίζεται ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ διχόνοια ἀρχίζει τό διαλυτικό της ἔργο. Περισσότερα γιά τό θέμα τοῦτο βλ. παρακάτω σχόλ. ἀριθ. 47 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος.

Ἡ συζυγική πίστη ὅρος ἀπαραίτητος γιά τή μονιμότητα τοῦ δεσμοῦ τοῦ ἀντρόγυνου

11. Ἡ συζυγική πίστη εἶναι ὅρος ἀπόλυτα ἀναγκαῖος γιά νά μήν κλονισθεῖ καί νά μή διαλυθεῖ ὁ δεσμός τοῦ γάμου. Ὅποιος ἀτιμάζει τό γάμο του καί μολύνει τή συζυγική του παστάδα, ὅποιος «κάνει ἀπιστία», ἀθετεῖ δηλ. τή συζυγική πίστη, ὁδηγεῖ μέ μαθηματική ἀκρίβεια τό γάμο του στή διάλυση καί τήν καταστροφή. Βλ. καί σχόλ. ἀριθ. ἀριθ. 16 καί 48 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος.

Κληρονόμοι τῆς «ἐπαγγελίας» τοῦ Θεοῦ

12. «Καί κληρονόμους αὐτούς τῆς σῆς ἐπαγγελίας ἀναδείξας». Πρόκειται γιά τήν ἐπαγγελία, τήν ὑπόσχεση δηλ. πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ, τόν πατέρα τοῦ Ἰσαάκ, ὅτι θά δώσει σ᾿ αὐτόν καί στό «σπέρμα» του τή γῆ Χαναάν· «δώσω σοι καί τῷ σπέρματί σου... πᾶσαν τήν γῆν Χαναάν» (Γεν. 17, 8)· τήν ὑπόσχεση ὅτι θά καταστήσει τόν Ἀβραάμ γενάρχη μεγάλου ἔθνους, ὅτι θά εὐλογήσει αὐτόν καί τούς ἀπογόνους του καί ὅτι «ἐν αὐτῷ», κοντά σ᾿ αὐτόν δηλ., θά εὐλογηθοῦν «πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς», ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα. Λέει σχετικά ἡ Γραφή· «Καί ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καί εὐλογήσω σε καί μεγαλυνῶ τό ὄνομά σου, καί ἔσῃ εὐλογητός... καί ἐνευλογηθήσονται ἐν σοί πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς» (Γεν. 12, 2-3). Αὐτῆς τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ὑπῆρξαν πρῶτοι κληρονόμοι ὁ Ἰσαάκ καί ἡ Ρεβέκκα, τό εὐλογημένο αὐτό ἀντρόγυνο. Μέτοχοι ὅμως τῆς εὐλογίας τοῦ Ἀβραάμ καί κληρονόμοι τῆς ὑπόσχεσης τοῦ Θεοῦ ὅτι θά μᾶς ἀποκαταστήσει, πνευματικά πλέον, στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τόν παράδεισο δηλαδή, εἴμαστε ὅλοι οἱ «υἱοί Ἀβραάμ», ὅλοι δηλ. οἱ ἀπόγονοί του, ἀφοῦ αὐτός βρίσκεται στήν κορυφή τοῦ γενεαλογικοῦ δέντρου, ἀπό τό ὁποῖο προῆλθε «κατά σάρκα» ὁ Ἰησοῦς.

Εἴμαστε, λοιπόν, πράγματι κι ἐμεῖς κληρονόμοι τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ. Μέ μιά ὅμως προϋπόθεση· ὅτι θά «περιπατήσουμε», θά βαδίσουμε στόν παρόντα βίο «ὡς τέκνα φωτός», ὡς τέκνα Θεοῦ, «μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾿ ὡς σοφοί» (Ἐφεσ. ε´, 8 καί 15). Τότε μόνο θά ἀναδειχθοῦν καί οἱ μελλόνυμφοι γνήσια πνευματικά τέκνα τοῦ Ἀβραάμ καί κληρονόμοι τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ· ὡς ἀληθινοί δηλαδή πιστοί στήν πράξη καί στή θεωρία. Τότε μόνο θά ἔχει πλήρη ἐφαρμογή καί σ᾿ αὐτούς ἡ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου· «πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν ἥξουσι καί ἀνακλιθήσονται μετά Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. η´, 11).

Ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας

13. «Ὁ τήν ἐξ ἐθνῶν προμνηστευσάμενος Ἐκκλησίαν παρθένον ἁγνήν». Τόσο στήν Παλαιά ὅσο καί στήν Καινή Διαθήκη ὁ ὅρος ἔθνη ἔχει θρησκευτική σημασία· μέ τόν ὅρο τοῦτο ἀντιδιαστέλλονται πρός τόν περιούσιο λαό τοῦ Θεοῦ, Ἰσραηλίτες ἤ Χριστιανούς, ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί τῆς γῆς· καί ὅσοι ἀνήκουν στά ἔθνη λέγονται γενικά ἐθνικοί. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖται ὄχι μόνο ἀπό τόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀπό τούς πιστούς ὅλων τῶν ἐθνῶν. Γιατί ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. β´, 4), ἀγάπησε μέ ὑπερβολική καί ἀνερμήνευτη στόν ἀνθρώπινο νοῦ ἀγάπη ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, ὅλους αὐτούς πού ἀποτελοῦν τήν Ἐκκλησία του.

Γι᾿ αὐτό καί ἀποκαλεῖται «καθολική» ἡ Ἐκκλησία στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας. Ἐπειδή δηλ. τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. κη´, 19), κηρύχτηκε σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη καί ἐπειδή ἀποβλέπει στή δημιουργία μιᾶς παγκόσμιας ποίμνης μέ ἕναν ποιμένα, τό Χριστό. «Πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης, πανταχοῦ τῶν αἰώνων, πανταχοῦ τῶν χρόνων ἐκτέταται» λέγει γιά τήν Ἐκκλησία ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί ἀποφαίνεται ὅτι τήν ἀποτελοῦν «οἱ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστοί ὄντες καί γενόμενοι καί ἐσόμενοι» ( Migne Ε.Π. 55, 470 καί 62, 75 ἀντίστοιχα).

Αὐτήν ἀκριβῶς τήν Ἐκκλησία, πού κάθε ἄλλο παρά ἀμόλυντη καί ἀνεπίληπτη ἦταν, προαιωνίως τήν ἀγάπησε καί τή μνηστεύτηκε σάν ἁγνή κόρη ὁ Θεός καί, «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. δ´ 4), ἔστειλε τόν Υἱό Του, ὁ ὁποῖος σαρκώθηκε, «ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος» καί θυσιάστηκε γι᾿ αὐτή, προκειμένου νά τήν καθαρίσει ἀπό κάθε ρύπο, νά τήν ἁγιάσει καί νά τή στήσει, ὡς Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, στό πλευρό του ἔνδοξη. Περισσότερα ὅμως γιά τό θέμα τοῦτο καί γιά τή σχέση του μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου θά δοῦμε παρακάτω σέ σχετικό σχόλιο πάνω στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος.

Ὁ Λειτουργός τοῦ Ὑψίστου ἐπικαλεῖται τό Θεό νά εὐλογήσει τόν ἀρραβώνα τῶν μελλονύμφων

14. Στίς δύο τοῦτες σύντομες σχετικά ἀλλά περιεκτικότατες εὐχές, στήν παρούσα δηλαδή καί στήν προηγούμενη, ὁ Ἱερέας εὔχεται καί παρακαλεῖ τό Θεό νά εὐλογήσει τούς μελλονύμφους πού δίνουν ἀμοιβαία ὑπόσχεση γάμου, νά εὐλογήσει τόν ἀρραβώνα τους, νά τούς ἑνώσει μέ δεσμό ἀδιάσπαστο καί νά τούς διαφυλάξει ὥστε νά ζοῦν μέ εἰρήνη καί ὁμόνοια, ὅπως ἀκριβῶς εὐλόγησε καί τό δεσμό τοῦ Ἰσαάκ καί τῆς Ρεβέκκας καί τούς ἀνέδειξε κληρονόμους τῆς ἐπαγγελίας του.

Ὁ Θεός τοῦ ὁποίου τήν εὐλογία ἐπικαλεῖται ὁ Ἱερέας εἶναι, κατά τήν πίστη μας, Θεός ἐλέους καί φιλανθρωπίας, εἶναι Θεός δυνατός, κραταιός καί ἰσχυρός. Αὐτός «συνήγαγε εἰς ἑνότητα τά διηρημένα». Αὐτός συνδέει μέ ἀδιάρρηκτο δεσμό καθετί πού εἶναι πρός σύνδεση, ὅπως αὐτή τή στιγμή οἱ μελλόνυμφοι. Αὐτός εἶναι «ἡ πανταιτία», ἡ «συνεκτική αἰτία» τῶν πάντων, ὁ μόνος πού μπορεῖ νά ἑνώσει πραγματικά καί οὐσιαστικά τό νέο ζευγάρι. Αὐτός εἶναι «ὁ τά σύμπαντα ἐν τῇ δρακί περιέχων» (Κάθισμα Ὄρθρου Μ. Δευτέρας), αὐτός δηλαδή πού κρατάει στή φούχτα Του τό σύμπαν. Εἶναι αὐτός πού ἐξασφαλίζει μέ τούς δικούς του νόμους τήν ἁρμονία τοῦ σύμπαντος. Εἶναι «ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος» (Προκείμενον Ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς καί Ἑσπερινοῦ τῆς Ἀγάπης – Ψαλμ. 76, 85 καί 135).

Εἶναι αὐτός πού ἔκανε τόν ἱερό ψαλμωδό νά ἀναφωνήσει μέ θαυμασμό τό γνωστό· Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας! (Ψαλμ. 103, στ. 24). Εἶναι ὅμως καί ὁ Θεός τῆς ἀγάπης καί τῶν οἰκτιρμῶν. Κινούμενος ἀπό αἰσθήματα συμπάθειας πρός τόν ἄνθρωπο μνηστεύθηκε τήν Ἐκκλησία, ἔγινε δηλαδή ὁ ἴδιος μνηστήρας καί νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς Ἐκκλησίας πού δέ θά τήν ἀποτελοῦσε πλέον ἀποκλειστικά ὁ περιούσιος λαός Του, Ἰουδαῖοι ἤ Χριστιανοί, ἀλλά πάντα τά ἔθνη, οἱ ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες, ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Μιᾶς Ἐκκλησίας πού ἦταν γεμάτη ἀπό σπίλους καί ρύπους καί ἑπομένως ἀνάξια νά γίνει νύμφη Του. Ὁ ἴδιος ὅμως ἀπό ἄκρα φιλανθρωπία καί ἀγάπη δέχτηκε νά τήν καθαρίσει μέ τή σταυρική Του θυσία, νά τήν ἐξαγνίσει καί νά τή στήσει δίπλα Του ὡς «παρθένον ἁγνήν», σάν ἁγνή κόρη, σάν πραγματική μνηστή καί ἄξια νύμφη. Τόσο τό μέγεθος τῆς ἀγάπης του. Ἄφατη καί ἀνερμήνευτη ἡ θεία του συγκατάβαση. Αὐτό τό Θεό ἐπικαλεῖται στό σημεῖο τοῦτο τῆς Ἀκολουθίας ὁ Ἱερέας νά εὐλογήσει «τά μνῆστρα ταῦτα», τόν προκείμενο δηλαδή ἀρραβώνα τῶν μελλονύμφων. Πρβλ. καί τά δύο προηγούμενα σχόλια ἀριθ. 12 καί 13.

Ἡ τελετή τῆς ἐπίδοσης καί ἀνταλλαγῆς τῶν δαχτυλιδιῶν καί ἡ συμβολική τους σημασία

15. Μέ τήν ἀνταλλαγή τῶν δαχτυλιδιῶν τῶν νεονύμφων ἀπό τόν κουμπάρο καί τήν εὐχή τοῦ Ἱερέα πού θά ἀκολουθήσει τελειώνει ἡ καθαυτό ἱεροτελεστία τοῦ ἀρραβώνα. Τῆς ἀνταλλαγῆς αὐτῆς προηγήθηκε ἡ ἐπίδοση τῶν δαχτυλιδιῶν ἀπό τόν Ἱερέα στούς νεονύμφους σύμφωνα μέ τή διαδικασία πού ὁρίζει τό Εὐχολόγιο. Ὁ Ἱερέας δηλαδή γιά τόν καθένα ἀπό τούς νεονύμφους, ἀφοῦ κάνει ἀρχή ἀπό τό μνηστήρα, ἐκφωνεῖ «ἐς ἐπήκοον πάντων», ἔτσι δηλαδή ὥστε νά ἀκούσουν ὅλοι ὅσοι παραβρίσκονται στήν τελετή, τρεῖς φορές τό «Ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ...» καί «Ἀρραβωνίζεται ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ...», ἐνῶ συγχρόνως μνημονεύει τά ὀνόματα τοῦ μνηστήρα καί τῆς μνηστῆς καί ἀντίστροφα, ἐπικαλούμενος ὡς μάρτυρα κατά κάποιο τρόπο τοῦ γεγονότος τῆς μνηστείας τήν Ἁγία Τριάδα, καί σφραγίζει στό τέλος μέ τό δαχτυλίδι τό κεφάλι τοῦ καθενός σχηματίζοντας τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.

Ὕστερα, ἀφοῦ μέ ἑνωμένα τά δαχτυλίδια σχηματίσει καί πάλι τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πάνω ἀπό τά κεφάλια τῶν νεονύμφων, περνάει τό δαχτυλίδι τοῦ καθενός στό δακτυλοθέσιο, στό τέταρτο δηλαδή δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ.

Ἔτσι ἐπισημοποιεῖται ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων ἡ ἀμοιβαία ὑπόσχεση γάμου πού ἔδωσαν οἱ νεόνυμφοι καί ἐπισφραγίζεται μέ τήν ἀνταλλαγή τῶν δαχτυλιδιῶν ἀπό τόν παράνυμφο καί τήν τελική Εὐχή τοῦ Ἱερέα πού θά ἐπακολουθήσει.

Στό σημεῖο τοῦτο πέρα ἀπό ὅσα σημειώσαμε στό σχόλ. ἀριθ. 3 θά θέλαμε νά προσθέσουμε καί τά ἑξῆς· Ἡ χρήση τοῦ δαχτυλιδιοῦ εἶναι συνήθεια πανάρχαιη καί προχριστιανική βέβαια. Πολλοί τό θεωροῦν δεῖγμα τῆς ὑποδούλωσης τῆς γυναίκας στόν ἄντρα πού γινόταν ἐξουσιαστής της μέ τή μέθοδο τῆς ἀπαγωγῆς. Τό δαχτυλίδι, λένε, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας ἀπό τούς κρίκους τῆς ἁλυσίδας μέ τήν ὁποία ὁ ἄντρας καταδυνάστευε τή γυναίκα. Ἄλλοι θεωροῦν τό δαχτυλίδι λείψανο τῆς συνήθειας πού ἐπικρατοῦσε τίς παλιότερες ἐποχές νά ἐξαγοράζει ὁ ἄντρας τή γυναίκα ἀπό τόν πατέρα της. Τά χρήματα, λένε, εἶχαν παλιότερα τή μορφή κρίκων καί τό δαχτυλίδι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὑπόλειμμα ἑνός τέτοιου κρίκου. Εἰδικότερα ἡ χρήση τῶν γαμήλιων δαχτυλιδιῶν συνηθιζόταν ἀπό πολύ παλιά. Καί ἀποδίδονταν στά δαχτυλίδια τοῦ γάμου διάφοροι συμβολισμοί.

Κατά τόν Κλήμεντα τόν Ἀλεξανδρέα τό δαχτυλίδι πού δινόταν ἀπό τόν ἄντρα στή γυναίκα χρησίμευε σάν σφραγίδα μέ τήν ὁποία σφράγιζε ὅλα τά πράγματα τοῦ σπιτιοῦ καί τήν ἀναγνώριζε μέ τόν τρόπο αὐτό ἀντιπρόσωπό του καί συγκυβερνήτη τοῦ σπιτιοῦ. Ἄλλοι βλέπουν στά δαχτυλίδια τοῦ γάμου ἄλλο συμβολισμό· ὑποστηρίζουν δηλαδή ὅτι ἀπό τή στιγμή πού ὁ ἄντρας καί ἡ γυναίκα φοροῦν τό δαχτυλίδι τοῦ γάμου παύουν νά εἶναι κύριοι τοῦ ἑαυτοῦ τους καί ὅτι ὁ ἕνας παραδίδει τόν ἑαυτό του στήν ἐξουσία τοῦ ἄλλου. Ὑπάρχει ἀκόμη ἡ πληροφορία ὅτι ἄλλοτε τό δαχτυλίδι πού προοριζόταν γιά τόν ἄντρα ἦταν ἀπό σίδερο καί συμβόλιζε τήν εὐρωστία καί τή σωματική του δύναμη, ἐνῶ γιά τή γυναίκα προβλεπόταν χρυσό δαχτυλίδι καί συμβόλιζε τήν ἁπαλότητα καί καθαρότητα τῆς γυναίκας. Τί δαχτυλίδια ὁρίζει τό Εὐχολόγιο γιά τόν ἄντρα καί τή γυναίκα καί ποιά συνήθεια ἔχει ἐπικρατήσει σήμερα βλ. παραπάνω σχόλ. ἀριθ. 3.

Ἡ ἐπικρατέστερη πάντως ἄποψη γιά τή σημασία πού ἔχει στό χριστιανικό γάμο ἡ ἐπίδοση δαχτυλιδιοῦ ἀπό τόν ἄντρα στή γυναίκα καί ἀντίστροφα εἶναι αὐτή τῆς προσφορᾶς· συμβολίζει δηλαδή τήν προσφορά τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο σέ τρόπο ὥστε μέ τή συνεργασία τους καί τήν ἀλληλοβοήθεια νά οἰκοδομήσουν καί νά ἀπαρτίσουν τό τέλειο καί τό πλῆρες. Ἀλλά καί ἡ ἀνταλλαγή τῶν δαχτυλιδιῶν πού γίνεται ἀπό τόν παράνυμφο συμβολίζει τήν ἀμοιβαία ἀλληλοσυμπλήρωση τῶν νεονύμφων, τήν ἀναπλήρωση τῶν ποικίλων ἐλλείψεων τοῦ ἑνός ἀπό τίς ἱκανότητες καί τή γενναιοδωρία τοῦ ἄλλου. Μιά ἀναπλήρωση πού θά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς τέλειας μεταξύ τους ἀγάπης καί θά γίνεται μέ μεγάλη λεπτότητα καί πολλή διακριτικότητα (Βλ. καί παραπάνω σχόλ. ἀριθ. 9).

Τέλος γιά τό καθαυτό δακτυλοθέσιο, γιά τή θέση δηλαδή πού παίρνει τό δαχτυλίδι στό τέταρτο δάχτυλο τοῦ χεριοῦ ὑπάρχει ἡ ἑξῆς παράδοξη ἐξήγηση· Παίρνει αὐτή τή θέση τό δαχτυλίδι, διότι ἀπό τό μέρος αὐτό τοῦ δακτύλου ἀναχωρεῖ, λέει, φλέβα πού καταλήγει στήν καρδιά, τήν ἕδρα τῆς ἀγάπης!! Πρβλ. Κ. Καλλινίκου «Ὁ Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ», Ἀθῆναι 1958, σελ. 546- 549.

Ἡ μνηστεία τοῦ Ἰσαάκ καί τῆς Ρεβέκκας, ὅπου ἀποκαλύφθηκε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, παράδειγμα εὐλογημένου ἀρραβώνα

16. Τή Ρεβέκκα, κόρη τοῦ Βαθουήλ, ἐξέλεξε ὡς σύζυγο τοῦ Ἰσαάκ ὁ Ἐλιέζερ, ὑπηρέτης τοῦ Ἀβραάμ, πού τόν ἔστειλε στή Μεσοποταμία γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς τό σκοπό, νά φέρει δηλαδή κατάλληλη νύφη γιά τόν Ἰσαάκ. Ἡ συνάντηση τοῦ Ἐλιέζερ μέ τή Ρεβέκκα ἔγινε στό πηγάδι τῆς πόλεως Ναχώρ, ὅπου ἡ Ρεβέκκα προθυμοποιήθηκε ὄχι μόνο νά δώσει νερό ἀπό τό σταμνί της στόν Ἐλιέζερ νά ξεδιψάσει, ἀλλά καί νά ποτίσει καί τίς καμῆλες του, κάτι πού δέν τό ζήτησε ὁ Ἐλιέζερ. Ὅταν συνεσταλμένα ὁ ὑπηρέτης τοῦ Ἀβραάμ ζήτησε νά μάθει ἄν στό σπίτι τοῦ πατέρα της ὑπῆρχε τόπος γιά νά μείνει, ἐκείνη προθυμότατα ἀπάντησε πώς ὑπῆρχε ὄχι μόνο τόπος γιά νά πλαγιάσει, ἀλλά καί ἄφθονες τροφές καί φαγητά· ἀκόμη καί γιά τίς καμῆλες εἶπε πώς ὑπῆρχε τόπος γιά ξεκούραση καί ἄφθονες ζωοτροφές γιά νά φᾶνε. Καί ἔτρεξε στό σπίτι της γεμάτη χαρά νά ἀναγγείλει τή συνάντησή της μέ τόν ἄγνωστο Ἐλιέζερ, ὁ ὁποῖος στή συνέχεια φιλοξενήθηκε πλουσιοπάροχα καί μέ ἁπλοχεριά στό σπίτι τοῦ πατέρα της.

Ἡ προθυμία καί ἡ μεγάλη καλοσύνη τῆς κόρης, ἡ καλοπροαίρετη καί ἡ πρόσχαρη διάθεσή της γιά ἐξυπηρέτηση καί ἡ δαψιλής φιλοξενία πού ἀκολούθησε στάθηκαν ἡ αἰτία νά ἐπιλεγεῖ ἡ Ρεβέκκα ὡς ἡ κατάλληλη νύφη γιά τόν Ἰσαάκ, γεγονός πού ἑρμηνεύεται βέβαια ὡς ἀποκάλυψη τοῦ θείου θελήματος γιά τόν εὐλογημένο αὐτό γάμο (Γεν. 24).

17. «Στήριξον τόν παρ᾿ αὐτοῖς λαληθέντα λόγον». Βλ. παραπάνω σχόλ ἀριθ. 4.

18. «Σύ γάρ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐδημιούργησας ἄρσεν καί θῆλυ». Πρβλ. Γεν. 1, 27· «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς».

19. «Παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή εἰς βοήθειαν». Πρβλ. Γεν. 2, 18· «Καί εἶπεν Κύριος ὁ Θεός Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθόν κατ᾿ αὐτόν». Βλ. καί σχόλ. ἀριθ. 9. Τήν ἀνωτέρω φράση τῆς Εὐχῆς συναντοῦμε σχεδόν αὐτούσια στήν Π.Δ. «Παρά δέ Θεοῦ ἁρμόζεται γυνή ἀνδρί» (Παροιμ. 19, 14).

20. «Καί (παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή εἰς) διαδοχήν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων». Πρβλ. Γεν. 1, 28· «Καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός λέγων Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς». Πρβλ. καί σχόλ. ἀριθ. 7 (Ἀκολ. τοῦ ἀρραβώνα) καί 11 (Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος).

21. «Στήριξον τόν ἀρραβῶνα αὐτῶν ἐν πίστει καί ὁμονοίᾳ καί ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ». Βλ. παραπάνω σχόλ. ἀριθ. 8 καί 10.

Ὁ Ἰωσήφ ἔγινε κύριος τῆς Αἰγύπτου γιά τή σύνεση καί τή φρονιμάδα του καί φόρεσε τό δαχτυλίδι τοῦ Φαραώ

22. «Διά δακτυλιδίου ἐδόθη ἡ ἐξουσία τῷ Ἰωσήφ ἐν Αἰγύπτῳ». Πρόκειται γιά τή μεγάλη τιμή γιά τήν ὁποία θεωρήθηκε ἄξιος ὁ Ἰωσήφ ἀπό τόν ἴδιο τό Φαραώ μετά τήν ἐξήγηση τοῦ ὀνείρου του σχετικά μέ τήν ἑπταετή εὐθηνία (= ἀφθονία) τῆς χώρας καί τόν ἑπταετή λιμό. Λέει ἡ Γραφή· «Εἶπεν δέ Φαραώ τῷ Ἰωσήφ Ἐπειδή ἔδειξεν ὁ Θεός σοι πάντα ταῦτα, οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος φρονιμώτερος καί συνετώτερός σου· σύ ἔσῃ ἐπί τῷ οἴκῳ μου, καί ἐπί τῷ στόματί σου ὑπακούσεται πᾶς ὁ λαός μου· πλήν τόν θρόνον ὑπερέξω σου ἐγώ. εἶπεν δέ Φαραώ τῷ Ἰωσήφ Ἰδού καθίστημί σε σήμερον ἐπί πάσης γῆς Αἰγύπτου. καί περιελόμενος Φαραώ τόν δακτύλιον ἀπό τῆς χειρός αὐτοῦ περιέθηκεν αὐτόν ἐπί τήν χεῖρα Ἰωσήφ καί ἐνέδυσεν αὐτόν στολήν βυσσίνην καί περιέθηκεν κλοιόν χρυσοῦν περί τόν τράχηλον αὐτοῦ· καί ἀνεβίβασεν αὐτόν ἐπί τό ἅρμα τό δεύτερον τῶν αὐτοῦ, καί ἐκήρυξεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ κῆρυξ· καί κατέστησεν αὐτόν ἐφ᾿ ὅλης γῆς Αἰγύπτου» (Γεν. 41, 39- 43).

Ὁ Δανιήλ δοξάστηκε στή Βαβυλώνα γιά τή σοφία του καί τή σύνεσή του καί τιμήθηκε μέ χρυσό μανιάκη ἀπό τό βασιλιά τῆς χώρας

23. «Διά δακτυλιδίου ἐδοξάσθη Δανιήλ ἐν χώρᾳ Βαβυλῶνος». Ὁ Δανιήλ, ἕνας ἀπό τούς ἐκλεκτούς νέους τῆς Ἰουδαίας πού ὁδήγησε αἰχμαλώτους στή Βαβυλώνα ὁ Ναβουχοδονόσορ, τιμήθηκε καί δοξάστηκε ὑπερβολικά καί κατ᾿ ἐπανάληψη κατά τή διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας γιά τή σοφία του καί τή σύνεσή του. Ἔτσι βλέπουμε νά ἀναφέρονται τά ἑξῆς στήν Ἁγία Γραφή·

α) «Τότε ὁ βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ Δανιήλ μεγαλύνας καί δούς δωρεάς μεγάλας καί πολλάς κατέστησεν ἐπί τῶν πραγμάτων τῆς Βαβυλωνίας καί ἀπέδειξεν αὐτόν ἄρχοντα καί ἡγούμενον πάντων τῶν σοφιστῶν Βαβυλωνίας» (Δανιήλ 2, 48). β) «Τότε Βαλτάσαρ ὁ βασιλεύς ἐνέδυσε τόν Δανιήλ πορφύραν καί μανιάκην χρυσοῦν περιέθηκεν αὐτῷ καί ἔδωκεν ἐξουσίαν αὐτῷ τοῦ τρίτου μέρους τῆς βασιλείας αὐτοῦ» (Δανιήλ 5, 29). Σημειώνουμε ἐδῶ ὅτι ὁ μανιάκης εἶναι χρυσό κόσμημα, περιδέραιο, ψέλιο, βραχιόλι, κρίκος, δακτύλιος. Ἑπομένως ἡ φράση τῆς εὐχῆς στό χωρίο τοῦτο τῆς Π.Δ. πρέπει νά ἀναφέρεται. γ) «Καί κατέστησε (Δαρεῖος ὁ βασιλεύς) σατράπας ἑκατόν εἴκοσι ἑπτά ἐπί πάσης τῆς βασιλείας αὐτοῦ καί ἐπ᾿ αὐτῶν ἄνδρας τρεῖς ἡγουμένους αὐτῶν, καί Δανιήλ εἷς ἦν τῶν τριῶν ἀνδρῶν ὑπέρ πάντας ἔχων ἐξουσίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ. καί Δανιήλ ἦν ἐνδεδυμένος πορφύραν καί μέγας καί ἔνδοξος ἔναντι Δαρείου τοῦ βασιλέως, καθότι ἦν ἔνδοξος καί ἐπιστήμων καί συνετός, καί πνεῦμα ἅγιον ἐν αὐτῷ» (Δανιήλ 6, 2-4).

Ἕνα δαχτυλίδι ἀποκάλυψε τήν ἀλήθεια τῆς Θάμαρ καί τή δικαίωσε

24. «Διά δακτυλιδίου ἐφανερώθη ἡ ἀλήθεια τῆς Θάμαρ». Τήν περιπετειώδη ἱστορία τῆς Θάμαρ ἀναφέρει ἡ Γραφή (Γεν. 38). Ἡ Θάμαρ μνημονεύεται καί στή «Βίβλο γεννέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» ὡς ἑξῆς· «Ἰούδας δέ ἐγέννησε τόν Φαρές καί τόν Ζαρά ἐκ τῆς Θάμαρ» (Ματθ. α´, 3). Ὁ Ἰούδας, ἕνας ἀπό τά παιδιά τοῦ Ἰακώβ, γέννησε τά δύο αὐτά παιδιά ἀπό τή Θάμαρ πού δέν ἦταν γυναίκα του ἀλλά νύφη τῶν παιδιῶν του Ἤρ καί Αὐνάν. Τώρα πῶς συνέβη αὐτό καί πῶς «διά δακτυλιδίου ἐφανερώθη ἡ ἀλήθεια τῆς Θάμαρ» καί κάτω ἀπό ποιές συνθῆκες τό δαχτυλίδι τοῦ Ἰούδα βρέθηκε στά χέρια τῆς Θάμαρ ὡς «ἀρραβών», ὡς προκαταβολή δηλαδή καί ἐνέχυρο γιά τήν ἐκπλήρωση κάποιας ἄλλης ὑπόσχεσης τοῦ Ἰούδα, καί πῶς τελικά ἀναγκάστηκε ὁ πεθερός Ἰούδας νά ὁμολογήσει γιά τή νύφη του «δεδικαίωται Θάμαρ ἤ ἐγώ» εἶναι μιά ὁλόκληρη ἱστορία πού ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νά τή βρεῖ στήν Π.Δ. (Γεν. 38).

Τό δαχτυλίδι τοῦ ἀσώτου σύμβολο τῆς ἀπελευθέρωσής του ἀπό τήν κυριαρχία τῆς ἁμαρτίας

25. Λουκᾶ ιε´, 22-23. Τό μεγάλο καί χαρμόσυνο γεγονός τῆς ἐπιστροφῆς τοῦ ἀσώτου ἐπισφραγίζεται, ἐκτός τῶν ἄλλων, μέ τό δαχτυλίδι πού δίνει ἐντολή ὁ οὐράνιος πατέρας νά τοῦ δώσουν νά τό φοράει, ὅπως ἀκριβῶς φοροῦν οἱ κύριοι καί οἱ ἐλεύθεροι, ἐλεύθερος καθώς εἶναι πιά καί ὁ ἴδιος καί ὄχι σκλάβος τῶν ἁμαρτωλῶν του ἕξεων καί κύριος πλέον τοῦ ἑαυτοῦ του.

Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας ἀπό τούς Ἑβραίους «ἀβρόχοις ποσίν» ἦταν ἔργο θαυμαστό τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ

26. «Αὕτη ἡ δεξιά σου, Κύριε, τόν Μωϋσῆν ἐστρατοπέδευσεν ἐν Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ». Ἡ στρατοπέδευση τῶν Ἑβραίων κοντά στήν Ἐρυθρά θάλασσα μέ τή σοφή καθοδήγηση τοῦ Μωϋσῆ εἶναι δεῖγμα τῆς εὔνοιας καί τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ πρός αὐτούς καί ἡ διάβασή της ἔργο θαυμαστό τῆς δυνάμεώς του.

«Οἱ υἱοί Ἰσραήλ ἐξεπορεύοντο ἐν χειρί ὑψηλῇ» ἀπό τήν Αἴγυπτο (Ἔξοδ. 14, 8) καί ὅταν εἶδαν τούς Αἰγυπτίους νά τούς καταδιώκουν ὥς τή θάλασσα «ἐξέτεινεν Μωϋσῆς τήν χεῖρα ἐπί τήν θάλασσαν», κατά θεία προσταγή, «καί ὑπήγαγεν Κύριος τήν θάλασσαν ἐν ἀνέμῳ νότῳ βιαίῳ ὅλην τήν νύκτα καί ἐποίησεν τήν θάλασσαν ξηράν, καί ἐσχίσθη τό ὕδωρ» (Ἔξοδ. 14, 21). Ἔτσι «ἀβρόχοις ποσίν» πέρασαν οἱ υἱοί Ἰσραήλ στήν ἀπέναντι ὄχθη. Τότε, πάλι κατά θεία προσταγή, «ἐξέτεινεν Μωϋσῆς τήν χεῖρα ἐπί τήν θάλασσαν, καί ἀπεκατέστη τό ὕδωρ πρός ἡμέραν ἐπί χώρας· οἱ δέ Αἰγύπτιοι ἔφυγον ὑπό τό ὕδωρ, καί ἐξετίναξεν Κύριος τούς Αἰγυπτίους μέσον τῆς θαλάσσης. καί ἐπαναστραφέν τό ὕδωρ ἐκάλυψεν τά ἅρματα καί τούς ἀναβάτας καί πᾶσαν τήν δύναμιν Φαραώ τούς εἰσπορευομένους ὀπίσω αὐτῶν εἰς τήν θάλασσαν, καί οὐ κατελείφθη ἐξ αὐτῶν οὐδέ εἷς» (Ἔξοδ. 14, 27- 28). Ἔντρομος τότε ὁ Ἰσραήλ «εἶδε τήν χεῖρα τήν μεγάλην», «ἐφοβήθη ὁ λαός τόν Κύριον καί ἐπίστευσαν τῷ Θεῷ» (Ἔξοδ. 14, 31). Γι᾿ αὐτό καί περιχαρεῖς «οἱ υἱοί Ἰσραήλ» ἔψαλαν τότε·

«Ἡ δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται ἐν ἰσχύι· ἡ δεξιά σου χείρ, Κύριε, ἔθραυσεν ἐχθρούς. ἐξέτεινας τήν δεξιάν σου, κατέπιεν αὐτούς γῆ» (Ἔξοδ. 15, 6 καί 12).

Ἡ ἔξοδος τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπό τήν Αἴγυπτο καί ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας, ἔργο θαυμαστό τῆς ἀγάπης καί τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ, ἐπαναλαμβάνεται συχνά - πυκνά στά διάφορα Βιβλία τῆς Π.Δ. [π.χ. Ψαλμ. 135, στίχ. 11-14 «(Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ... τῷ) ἐξαγαγόντι τόν Ἰσραήλ ἐκ μέσου αὐτῶν (τῶν Αἰγυπτίων δηλ.)... ἐν χειρί κραταιᾷ καί ἐν βραχίονι ὑψηλῷ... τῷ καταδιελόντι τήν Ἐρυθράν θάλασσαν εἰς διαιρέσεις... καί διαγαγόντι τόν Ἰσραήλ διά μέσου αὐτῆς» κ.ἄ.], ἀλλά καί στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου, ἐκτός τῶν ἄλλων ἀναφορῶν, ἀποτελεῖ σταθερό σχεδόν θέμα τοῦ Εἱρμοῦ τῆς α´ ὠδῆς τοῦ Κανόνα τοῦ Ὄρθρου (π.χ. «Ἔσωσε λαόν θαυματουργῶν δεσπότης - ὑγρόν θαλάσσης κῦμα χερσώσας πάλαι» τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, «Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα καί διά ξηρᾶς οἰκείους ἕλκει ἐν αὐτῷ κατακαλύψας ἀντιπάλους» τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων κ.ἄ.π.). Αὐτός, λοιπόν, ὁ Θεός πού ἀπό ἀγάπη καί μέ θαυματουργικό τρόπο «καθωδήγησε» τότε «τόν Ἰσραηλίτην λαόν» «πεζεῦσαι δι᾿ αὐτῆς», νά περάσει δηλαδή πεζοπορώντας τήν Ἐρυθρά, καί στή συνέχεια «ἔκρυψε» «κύματι θαλάσσης... διώκτην τύραννον», καταπόντισε δηλαδή στήν κυματισμένη θάλασσα τούς Αἰγυπτίους (βλ. ἀντίστοιχα τούς Εἱρμούς τῆς α´ ὠδῆς τοῦ Κανόνα τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας καί τοῦ Μ. Σαββάτου), εἶναι σέ θέση νά προστατεύσει καί νά εὐλογήσει καί τό δεσμό τῶν μελλονύμφων. Γι᾿ αὐτό καί τόν ἐπικαλεῖται ὁ Λειτουργός στό σημεῖο τοῦτο τῆς Εὐχῆς (πρβλ. καί σχόλ. ἀριθ. 28).

Τό ἄπειρο μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ

27. «Διά γάρ τοῦ λόγου σου τοῦ ἀληθινοῦ οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί ἡ γῆ ἐθεμελιώθη». Τά λόγια τοῦτα τῆς Εὐχῆς μᾶς θυμίζουν τά ἀντίστοιχα λόγια τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ «τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν» (Ψαλμ. 32), καθώς καί τό σχετικό ὑπέροχο ὕμνο πρός τό ἄπειρο μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ «κατ᾿ ἀρχάς σύ, Κύριε, τήν γῆν ἐθεμελίωσας, καί ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσίν οἱ οὐρανοί· αὐτοί ἀπολοῦνται, σύ δέ διαμένεις, καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καί ὡσεί περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καί ἀλλαγήσονται· σύ δέ ὁ αὐτός εἶ, καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν» (Ψαλμ. 101, στίχ. 26-28). Ὁ ἀπαράμιλλος αὐτός ὕμνος, τόν ὁποῖο ἐπαναλαμβάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αἰῶνες ἀργότερα, στήν Πρός Ἑβραίους ἐπιστολή (α´, 10-12) εἶναι ἀσύγκριτος σέ πλοκή καί βάθος νοημάτων καί συλλογισμῶν.

Ὁ Θεός σ᾿ αὐτόν παρουσιάζεται ὡς Δημιουργός καί Κυβερνήτης τοῦ σύμπαντος, τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀόρατου κόσμου, Θεός αἰώνιος, ἀναλλοίωτος καί ἀμετάβλητος ὅμως σέ σχέση πρός τό σύμπαν, τό ὁποῖο, ὅπως καί ἡ ἐπιστήμη ὑποστηρίζει, μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου θά ἀλλάξει καί θά καταστραφεῖ. Γι᾿ αὐτό καί εὐλόγως θεωρεῖται τό περιεχόμενο καί τό μήνυμά του ὡς μιά πλήρης, τέλεια καί πειστική πρόταση, πού ἀναφέρεται στήν κοσμολογική ἀπόδειξη τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀπειροτέλειου Θεοῦ καί πού μπορεῖ νά πείσει κάθε ἀντικειμενικό καί εἰλικρινή ἀναζητητή τῆς ἀλήθειας (βλ. Δημ. Κ. Κωτσάκη, Τό Μεγάλο Πρόβλημα Θεός καί Κόσμος, Ἀθῆναι 1982, σελ. 144-145). Πρβλ. καί παραπάνω σχόλ. ἀριθ. 14.

Ἡ θεία εὐλογία τῶν νεονύμφων ἐκφράζεται ὡς ἀπόλυτη βεβαιότητα

28. «Καί ἡ δεξιά τῶν δούλων σου εὐλογηθήσεται τῷ λόγῳ σου τῷ κραταιῷ καί τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ». Ἡ ἄκρα βεβαιότητα καί ἡ ἀπόλυτη πεποίθηση στή θεία εὐλογία τῶν μνηστευομένων πού διατυπώνονται στό σημεῖο τοῦτο τῆς Εὐχῆς παρουσιάζονται ὡς ἀποτέλεσμα καί ἐπακόλουθο τῶν ὅσων εἰπώθηκαν προηγουμένως. Ὁ ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὁ Θεός τοῦ ἐλέους καί τῶν οἰκτιρμῶν θά εὐλογήσει τή δεξιά τους «εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν». Βλ. καί παραπάνω σχόλ. ἀριθ. 14, 26 καί 27.

Τί εἶναι ἡ Ἐκτενής

29. Ἐκτενής. Στή λειτουργική γλώσσα Ἐκτενής (συνήθως κατά παράλειψη τοῦ οὐσιαστικοῦ ἱκεσία ἤ δέηση) εἶναι ἡ μακρότατη, ἡ ἐκτεταμένη δέηση, αὐτή δηλαδή πού ἔχει μεγάλη διάρκεια, ἐπειδή περιέχει πολλές παρακλητικές εὐχές - αἰτήματα. Οἱ παρακλήσεις αὐτές διαδέχονται σωρηδόν ἡ μιά τήν ἄλλη καί ἀναφέρονται στίς ποικίλες ὑλικές καί πνευματικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Εἰδικά στή θεία Λειτουργία λέγεται καί μεγάλη ἱκετήριος. Πρβλ. τήν Ἐκτενή τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος, ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ ἀμέσως μετά τό ἀνάγνωσμα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἀρχίζει μέ τό «Εἴπωμεν πάντες ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς...», ἀλλά περιλαμβάνει τέσσερις μόνο συνολικά δεήσεις.

Τί εἶναι ἡ Ἀπόλυση

30. Ἀπόλυση. Στή λειτουργική γλώσσα ἡ Ἀπόλυση εἶναι μιά μικρή Ἀκολουθία πού ἐπισυνάπτεται στό τέλος ὅλων γενικά τῶν τελετῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἀποτελεῖ κατά κάποιο τρόπο τή λήξη τῶν τελετῶν καί ἀπολύει τούς πιστούς. Ὡς πρός τό περιεχόμενο ποικίλλει ἀνάλογα πρός τίς διάφορες τελετές καί τελειώνει συνήθως μέ τήν εὐχή· «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς». Βλ. τήν Ἀπόλυση στήν Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος, ἡ ὁποία ἀρχίζει μέ τό «Δόξα σοι, ὁ Θεός, ἡ ἐλπίς ἡμῶν, δόξα σοι» καί τελειώνει μέ τό «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων...».

Δεν υπάρχουν σχόλια: