ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ


ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Θωμᾶ Ν. Ζήση, Φιλολόγου-Γυμνασιάρχου

1. «Εἰ μέν βούλονται ἐν ταὐτῷ στεφανωθῆναι». Προφανῶς πρόκειται γιά τήν ἴδια μέρα καί ὥρα πού γίνεται ἡ «Ἀκολουθία ἐπί μνήστροις», δηλαδή τοῦ ἀρραβώνα, μιά Ἀκολουθία πού παλιότερα γινόταν στό Ναό μετά τή θεία Λειτουργία. Τό νόημα ἑπομένως τῶν ὅσων διαλαμβάνει ἐδῶ τό εἰσαγωγικό σημείωμα τοῦ Εὐχολογίου εἶναι πώς ἡ Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος παλιότερα ἦταν δυνατό νά γίνει εἴτε «ἐν ταὐτῷ», δηλαδή ἀμέσως μετά τήν Ἀκολουθία τοῦ ἀρραβώνα, εἴτε «μεθ᾿ ἡμέρας», ὕστερα δηλαδή ἀπό τήν πάροδο ὁρισμένων ἡμερῶν. Σήμερα ὅμως ἐπικράτησε γενικά ἡ συνήθεια ἡ Ἀκολουθία τοῦ ἀρραβώνα νά μήν τελεῖται πλέον ξεχωριστά ἀλλά μαζί μέ τήν Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος σάν μιά ἑνιαία Ἀκολουθία. Πρβλ. καί σχόλ. ἀριθ. 1 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἀρραβώνα.

Ὁ νάρθηκας (πρόναος) καί ἡ χρήση του

2. «Εἰσέρχονται ἐν τῷ Ναῷ ἐκ τοῦ νάρθηκος». Στή χριστιανική ἀρχιτεκτονική νάρθηκας λέγεται τό πρό τοῦ κυρίως ναοῦ μέρος. Στήν ἀρχαία Ἐκκλησία στό νάρθηκα στέκονταν οἱ εἰδωλολάτρες πού συμπαθοῦσαν τό χριστιανισμό, οἱ αἱρετικοί, οἱ κατηχούμενοι καί ὅσοι ἀπό τούς πιστούς διατελοῦσαν κάτω ἀπό βαριά ἐκκλησιαστικά ἐπιτίμια. Ἐπίσης οἱ ἄποροι καί οἱ ἐπαῖτες. Στό νάρθηκα ὁ βασιλιάς τοῦ Βυζαντίου ἀπέθετε τό στέμμα καί τό ξίφος, γιά νά μπεῖ κατόπιν στόν κυρίως ναό. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ὁ νάρθηκας χάνει μέρος ἀπό τή σπουδαιότητά του, γιά νά καταργηθεῖ σιγά σιγά τελείως. Στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας ἀποκτᾶ ἰδιάζουσα σημασία, γιατί χρησίμευσε σάν σχολεῖο καί στό νάρθηκα τῶν Ἐκκλησιῶν λειτουργοῦσε τό «κρυφό σχολειό».

Ἡ σημασία καί ἡ θέση τοῦ 127 Ψαλμοῦ στήν «Ἀκολουθία τοῦ Στεφανώματος»

3. Δέν εἶναι χωρίς ἰδιαίτερη σημασία τό γεγονός ὅτι ἡ κυρίως Ἀκολουθία τοῦ γάμου ἀρχίζει μέ τόν 127ο ψαλμό, ὁ ὁποῖος ψάλλεται ἀνά στίχο ἀπό τόν Ἱερέα χαρμόσυνα, ἐνῶ ὁ Χορός ἀπαντᾶ σέ κάθε στίχο, ἐξίσου χαρμόσυνα, μέ τό «Δόξα σοι, ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα σοι». «Οἱ τά πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες» εἶχαν ἀσφαλῶς τό λόγο τους πού πρόταξαν τόν ψαλμό αὐτό στήν Ἀκολουθία τοῦ γάμου.

Ὅπως μπορεῖ νά διαπιστώσει κανείς ἀπό τό περιεχόμενό του, ὁ ψαλμός ἀναφέρεται στήν οἰκογενειακή εὐτυχία πού ἀπολαμβάνουν ὅλοι ὅσοι ἔχουν φόβο Θεοῦ, ὅσοι δηλαδή προσπαθοῦν νά τηροῦν τίς ἐντολές του, τό θεῖο θέλημα. Στούς ἀνθρώπους αὐτούς, λέγει ὁ ψαλμωδός, ὅλα ἔρχονται βολικά μέ τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Τόσο ὁ ἄνδρας ὅσο καί ἡ γυναίκα, ὁ καθένας στό καθῆκον του, στά ἔργα καί στή θέση πού τούς ἔταξε ὁ Θεός, ὅταν ἔχουν φόβο Θεοῦ, χαίρονται τούς καρπούς τῶν κόπων τους, δίνουν χαρά καί στηρίζουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί δημιουργοῦν μιά εὐτυχισμένη οἰκογένεια, στήν ὁποία βασιλεύει ὁ σεβασμός, ἡ ἀγάπη καί ἡ εἰρήνη ἀνάμεσα στό ἀντρόγυνο καί τά παιδιά.

Ἡ τήρηση λοιπόν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκείνη πού θά χαρίσει στό νέο ζευγάρι τήν εὐτυχία· αὐτή εἶναι τό θεμέλιο· τίποτε ἄλλο δέν εἶναι ἱκανό νά φέρει τήν πραγματική εὐτυχία. Ὅλα τά ἄλλα, ἡ ὑγεία, ἡ ἐργατικότητα καί συνεργασία τῶν συζύγων, ἡ δημιουργία ἀπογόνων, ἡ συζυγική πίστη, ἡ οἰκογενειακή ἁρμονία, τό αἴσθημα τῆς ἀσφάλειας καί τῆς χαρᾶς εἶναι καρπός αὐτῆς τῆς τήρησης τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἱερό ψαλμωδό.

«Μακάριος εἶ, καί καλῶς σοι ἔσται» λέει ὁ ψαλμωδός γιά «πάντα φοβούμενον τόν Κύριον». Καί τήν ἀναμφισβήτητη αὐτή ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος βαδίζει σύμφωνα μέ τό νόμο τοῦ Θεοῦ, ὅλα τοῦ πᾶνε καλά, θά ἐπαναλάβει ἀργότερα μέ τά ἴδια περίπου λόγια ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν θά πεῖ· «Τοῖς ἀγαπῶσι τόν Θεόν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρωμ. η´, 28). Ὅλα· ἀκόμη καί τά δυσάρεστα· κι αὐτά πού ἐμεῖς τά θεωροῦμε ἀντίθετα πρός τό συμφέρον μας.

Ὁ Ψαλμός κλείνει μέ τήν εὐχή νά χαρίζει ὁ Θεός πλούσια τήν εὐλογία του καί τά ἀγαθά τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς στούς νεονύμφους, σ᾿ ὅλη τους τή ζωή, καί τέτοια μακροζωΐα, ὥστε νά δοῦν «υἱούς υἱῶν», ἐγγόνια δηλαδή. Τήν εὐτυχία καί τή μακαριότητα αὐτή πού νιώθουν στήν οἰκογενειακή ζωή «πάντες οἱ φοβούμενοι τόν Κύριον», ὅσοι δηλαδή σ᾿ ὅλες τους τίς ἐνέργειες προσπαθοῦν νά πορεύονται σύμφωνα μέ τό θέλημα καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀείμνηστος Π.Ν. Τρεμπέλας (τό Ψαλτήριο μετά συντόμου ἑρμηνείας, Ἀθῆναι 1955, σελ. 546) τή θεωρεῖ πρόγευση τῆς πλήρους καί τέλειας μακαριότητας πού θά ἀπολαύσουν αὐτοί στό μέλλοντα βίο. Ἐδῶ, στόν παρόντα βίο, θά ἀπολαύσουν μέ τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τά ἀγαθά τῆς ἐπίγειας Ἱερουσαλήμ καί στό μέλλοντα βίο τά ἀγαθά τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ, τήν αἰώνια παραδεισιακή μακαριότητα. Ἀλήθεια πόση εἰρήνη θά βασίλευε στό λαό τοῦ Ἰσραήλ, ἄν ὅλοι διαπνέονταν ἀπό ἕνα τέτοιο πνεῦμα! Καί πόση εἰρήνη καί γαλήνη θά βασίλευε καί σήμερα στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν, στό νέο Ἰσραήλ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ! Αὐτή ἀκριβῶς ἡ εἰρήνη εὔχεται ὁ ψαλμωδός νά ἐπικρατήσει στή γῆ.

Καί εἰδικότερα τώρα γιά τήν περίπτωση τῶν νεονύμφων· Πόση εἰρήνη καί γαλήνη θά ἐπικρατοῦσε στίς μεταξύ τους σχέσεις, ἐάν καί αὐτοί προσπαθοῦσαν νά ἐφαρμόζουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ! Ὁ ἴδιος ὁ ψαλμωδός εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος γιά τήν πληρότητα τῆς γαλήνης καί τό μέγεθος τῆς εὐτυχίας πού μπορεῖ νά νιώσουν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν μέ συνέπεια τηροῦν τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί γίνονται ἄξιοι μιᾶς τέτοιας δωρεᾶς. Λέει χαρακτηριστικά σέ κάποιο ἄλλο σημεῖο τῶν ψαλμῶν του· «Εἰρήνη πολλή τοῖς ἀγαπῶσιν τόν νόμον σου, Κύριε» (Ψαλμ. 118, 165)!

Ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος

4. «Μακάριοι πάντες οἱ φοβούμενοι τόν Κύριον... Μακάριος εἶ, καί καλῶς ἔσται... Ἰδού οὕτως εὐλογηθήσεται ἄνθρωπος ὁ φοβούμενος τόν Κύριον». Οἱ στίχοι προέρχονται ἀπό τόν 127 Ψαλμό, μέ τόν ὁποῖο, ὅπως εἴπαμε καί στό προηγούμενο σχόλιο, ἀρχίζει ἡ κυρίως Ἀκολουθία τοῦ γάμου. Θά μποροῦσε κανείς νά πεῖ ὅτι ὅλος τοῦτος ὁ Ψαλμός ἀναφέρεται στήν εὐεργετική ἐπίδραση πού ἀσκεῖ στόν ἄνθρωπο ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Καί ἡ ἀποτελεσματικότητα αὐτή τονίζεται σέ πάμπολλα σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως· «Ἀρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παροιμ. 1, 7, Ψαλμ. 110, 10), «Φόβος Κυρίου προστίθησιν ἡμέρας» (Παροιμ. 10, 27), «Τόν Θεόν φοβοῦ καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ἄνθρωπος» (Ἐκκλησ. 12, 13), «Οὐδέν κρεῖσσον φόβου Κυρίου καί οὐδέν γλυκύτερον τοῦ προσέχειν ἐντολαῖς Κυρίου» (Σοφία Σιράχ 23, 27), «Φόβος Κυρίου ὡς παράδεισος εὐλογίας» (Σοφία Σιράχ 40, 27), «Ὁ φοβούμενος τόν Κύριον μέγας διά παντός» (Ἰουδίθ, 16, 16).

Ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν συμβουλεύει τούς χριστιανούς νά ὑποτάσσονται ὁ ἕνας στόν ἄλλο μέ φόβο Θεοῦ, «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. ε´, 21)· σέ ἄλλο σημεῖο τούς τονίζει τήν ὑποχρέωση πού ἔχουν νά τελειοποιοῦνται συνεχῶς στήν ἁγιοσύνη πάλι μέ φόβο Θεοῦ, «ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ» (Β´ Κορ. ζ´, 1). Ἡ Ἐκκλησία μας σέ κάθε Ἀκολουθία της παρακαλεῖ τό Θεό γιά ὅλους ἐκείνους πού εἰσέρχονται στόν ἱερό ναό «μετά πίστεως, εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ». Καί ὁ Λειτουργός καλεῖ κάθε φορά τούς πιστούς νά προσέλθουν στή θεία Κοινωνία πάλι μέ φόβο Θεοῦ, «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε» (θ. Λειτουργία).

Ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος, κατά τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, δέ μᾶς ἀποτρέπει ἁπλῶς ἀπό κάθε εἴδους ἀδικία καί ἁμαρτία, ἀλλά μᾶς διευκολύνει νά προσεγγίσουμε τό Θεό καί νά φτάσουμε στήν τελείωση, νά κατακτήσουμε δηλ. τήν τέλεια ἀγάπη, πρός τόν πλησίον μας καί τό Θεό, πού καθιστᾶ περιττό πιά τό φόβο· γιατί πράγματι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α´ Ἰω. δ´, 18). Ἑπομένως ὁ φόβος ὡς τρόπος σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τό Θεό δέν εἶναι ἐξευτελισμός τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ὅπως κακῶς καί ἀντορθόδοξα ἑρμηνεύεται ἀπό πολλούς. Ὁ Θεός δέ μᾶς συμπεριφέρεται σάν δυνάστης πού ἔχει πάνω μας δικαιώματα, ἀλλά ὡς Πατέρας πού μᾶς παρέχει τό ὕψιστο δικαίωμα τῆς υἱοθεσίας, τό δικαίωμα δηλ. νά γίνουμε παιδιά του.

Γι᾿ αὐτό ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος, πού ταυτίζεται μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του, ἑρμηνεύεται ὡς ἔκφραση εὐχαριστίας, πού ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος πρός τό Θεό, ὡς ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ ἔλλειψη φόβου ἑρμηνεύεται ὡς ἀγνωμοσύνη καί ἀχαριστία, γεγονός πού ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι καταδικάζουν στίς μεταξύ τους σχέσεις, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἀρκετές φορές στήν Ἁγία Γραφή παρουσιάζεται νά ἐκφράζεται μέ βαθύ παράπονο γιά τήν ἀχαριστία τοῦ ἀνθρώπου καί τή μή ἀνταπόδοση εὐγνωμοσύνης στίς μεγάλες καί πολλαπλές εὐεργεσίες. Θυμίζουμε μόνο ἐδῶ τά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τό λεπρό ἐκεῖνο Σαμαρείτη πού θεώρησε χρέος του, μόνος αὐτός ἀπό τούς δέκα, νά γυρίσει καί νά εὐχαριστήσει τόν Ἰησοῦ μετά τή θεραπεία τους ἀπό τή λέπρα· «οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δέ ἐννέα ποῦ; οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦνται δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ. ιζ´, 17-18).

Τό ἴδιο φαινόμενο μπορεῖ νά παρατηρήσει κανείς καί στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι π.χ. στό ιβ´ Ἀντίφωνο τῆς Ἀκολουθίας τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνογράφος παρουσιάζει τόν ἴδιο τόν πάσχοντα Κύριο νά ἀπευθύνεται μέ βαθύ παράπονο πρός τούς Ἰουδαίους καί νά ἐκφράζεται ὡς ἑξῆς γιά τή μεγάλη ἀχαριστία τους· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἤ τί σοι παρηνώχλησα; τούς τυφλούς σου ἐφώτισα, τούς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπί κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας; ἀντί τοῦ μάννα χολήν· ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε...

Ὁ Μ. Ἀθανάσιος λέει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά γιά τό θεϊκό φόβο· «Νά μή φοβούμαστε τό Θεό σάν τύραννο, ἀλλά νά τόν φοβούμαστε γιά τήν ἀγάπη Του· ἔτσι θά ἔχουμε φόβο ὄχι μόνο ἐπειδή ἁμαρτάνουμε, ἀλλά ἐπειδή ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ, χωρίς νά τόν ἀγαποῦμε, καί ἐπειδή ὁ Θεός μᾶς εὐεργετεῖ, χωρίς νά τό ἀξίζουμε». Ὕστερα ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά μποροῦμε νά κατανοήσουμε γιατί μακαρίζονται ἀπό τή Γραφή «πάντες οἱ φοβούμενοι τόν Κύριον» καί γιατί ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος θεωρεῖται θεία εὐλογία. Μποροῦμε ἀκόμη νά καταλάβουμε γιατί ὁ ἱερός ψαλμωδός τόν θεωρεῖ θεμέλιο τῆς οἰκογενειακῆς εὐτυχίας καί ἀπαραίτητο στοιχεῖο γιά τή σωστική προκοπή τῶν νεονύμφων.

«Ἄμπελος εὐθηνοῦσα»

5. «Ἡ γυνή σου ὡς ἄμπελος εὐθηνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς οἰκίας σου». Ἐδῶ ἡ γυναίκα παρομοιάζεται μέ ἀμπέλι θαλερό, ἀνθηρό, γεμάτο μέ ἄφθονους καί γλυκούς καρπούς. Εἶναι ἡ γυναίκα ἡ δραστήρια, ἡ ἐνεργητική, ἡ παραγωγική, ἀλλά καί ἡ γυναίκα ἡ συνετή, ἡ εὐγενική, ἡ καλόβολη, ἡ καλοσυνάτη, αὐτή πού καταφέρνει νά βασιλεύει στό σπίτι ἡ χαρά, ἡ γαλήνη· αὐτή πού κάνει τό σπίτι νά εἶναι πόλος ἕλξης καί ὄχι ἀπωθητικό. Σέ ἕνα τέτοιο σπίτι βρίσκει κανείς δροσιά καί ζεστασιά· ἕνα τέτοιο σπίτι μοιάζει στήν πραγματικότητα μέ ἐπίγειο παράδεισο.

Ὡραιότατο ἐγκώμιο τῆς συνετῆς καί σοφῆς συζύγου, τῆς ἐργατικῆς καί καλῆς νοικοκυρᾶς, τῆς «χρυσοχέρας» ὅπως συνηθίζεται νά λέγεται χαρακτηριστικά, πλέκει ὁ σοφός συγγραφέας τοῦ βιβλίου τῶν Παροιμιῶν τῆς Π.Δ. (βλ. κεφ. 31 κυρίως). Ἐκεῖ μακαρίζεται ὁ ἄντρας πού νυμφεύτηκε γυναίκα «ἀγαθή», «σοφή» καί «ἀνδρεία» (= συνετή)· «ὅς εὗρεν γυναῖκα ἀγαθήν, εὗρεν χάριτας, ἔλαβεν δέ παρά Θεοῦ ἱλαρότητα» (Παροιμ. 18, 22). Μιά τέτοια γυναίκα βέβαια εἶναι θησαυρός σπάνιος. Διότι «γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστιν λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη» (Παροιμ. 31, 10). Ὁπωσδήποτε ὅμως εἶναι μεγάλη τιμή γιά τόν ἄντρα μιά τέτοια γυναίκα· «γυνή ἀνδρεία στέφανος τῷ ἀνδρί αὐτῆς» (Παροιμ. 12, 4), «θαρσεῖ ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρός αὐτῆς» (Παροιμ. 31 11), «περίβλεπτος δέ γίνεται... ὁ ἀνήρ αὐτῆς» (Παροιμ. 31, 23).

Ὅταν, λοιπόν, τέτοια εἶναι ἡ σύζυγος, «ἄμπελος εὐθηνοῦσα» δηλαδή, σωστή «μέλισσα», σώφρων καί ἀγαθή, σοφή καί συνετή, δέν μπορεῖ παρά νά πάει μπροστά τό σπιτικό. Γι᾿ αὐτό δικαιολογημένα καί ὁ θυμόσοφος λαός μας λέει πώς «ἡ γυναίκα τό φκιάνει τό σπίτι καί ἡ γυναίκα τό χαλάει». Τονίζεται ἔτσι ὁ σπουδαιότατος ρόλος της στήν ὅλη εὐτυχία τῆς οἰκογένειας. «Σοφαί γυναῖκες ᾠκοδόμησαν οἴκους, ἡ δέ ἄφρων κατέσκαψεν ταῖς χερσίν αὐτῆς» ἠχεῖ ἀπό τό μακρινό παρελθόν ὁ σοφός λόγος τοῦ Σολομώντα (Παροιμ. 14, 1).

«Νεόφυτα ἐλαιῶν»

6. «Οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σου». Πρόκειται γιά τά παιδιά τῆς οἰκογένειας πού παρομοιάζονται ἐδῶ μέ νιόφυτα λιόδεντρα. Ἡ ἐλιά, ὅπως εἶναι ἴσως γνωστό σ᾿ ὅλους μας, θεωρεῖται σύμβολο τῆς μακροβιότητας καί τῆς πολύχρονης καρποφορίας. Ὁ καρπός τῆς ἐλιᾶς καί τό παράγωγο τοῦ καρποῦ της, τό λάδι, μαζί μέ «τόν σῖτον καί τόν οἶνον», εἶναι ἀπό τά παμπάλαια χρόνια ἀπό τίς βασικότερες καί τίς πιό ἀπαραίτητες τροφές τοῦ ἀνθρώπου πού συχνά εὐλογεῖ ἡ Ἐκκλησία (πρβλ. τή φράση· «εὐλόγησον τόν σῖτον, τόν οἶνον καί τό ἔλαιον»). «Νεόφυτα ἐλαιῶν», λοιπόν, τά τέκνα τῆς οἰκογένειας· νεαρά τώρα στήν ἡλικία, ἀλλά ἀργότερα θά ἀποδώσουν κι αὐτά καρπούς, ὅπως τά ἐλαιόδεντρα. Θά ἀναπτυχθοῦν τώρα στό οἰκογενειακό περιβάλλον, σάν μέσα σέ φυτώριο, μέ πολλή φροντίδα ἀπό τούς γονεῖς καί ἀργότερα θά συνεχίσουν κι αὐτά τό παραγωγικό ἔργο. Θά ἀσκήσουν τήν ἀρετή, θά βαδίσουν τό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί θά ἔρθει ἡ ὥρα πού θά δημιουργήσουν κι αὐτά τή δική τους οἰκογένεια. Ἔτσι τουλάχιστον ὁραματίζεται ὁ ἱερός ψαλμωδός τήν εὐλογημένη οἰκογένεια πού τά μέλη της εἶναι δεμένα μεταξύ τους· κοντά στούς γονεῖς δηλ. τά τέκνα, καύχημα καί καμάρι τους· «οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σου».

Στή σημερινή ταραγμένη ἐποχή ὅμως, ἐποχή κρίσης πανάρχαιων θεσμῶν καί καθιερωμένων ἀξιῶν, ὅπως εἶναι ἡ οἰκογένεια, αὐτό τό πρωτοκύτταρο τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, ὁ ἀνωτέρω ἐκφραστικότατος στίχος τοῦ Ψαλμοῦ ἠχεῖ ἴσως κάπως παράξενα. Γιατί πόσα, ἀλήθεια, ἀπό τά σημερινά «νεόφυτα ἐλαιῶν», πόσα δηλ. ἀπό τά σημερινά παιδιά, κάθονται «κύκλῳ τῆς τραπέζης», γύρω ἀπό τό οἰκογενειακό τραπέζι, γιά νά χαροῦν ὅλα μαζί τά μέλη τῆς οἰκογένειας τή ζεστή ἀτμόσφαιρα καί τό φαγητό; Ἀλίμονο! Ὄχι πολλά. Καί οἱ λόγοι πολλοί. Ἀπό τή μιά ἡ πολύωρη καί σέ διαφορετικά ὡράρια πολλές φορές ἐργασία τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας, καθώς καί οἱ σχολικές καί ἐξωσχολικές ἀπασχολήσεις ἤ καί ἡ ἐργασία τῶν παιδιῶν, καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ τάση γιά πρόωρη ἀπελευθέρωση καί ἀποδέσμευση τῶν παιδιῶν, ἀγοριῶν καί κοριτσιῶν, ἀπό τό οἰκογενειακό περιβάλλον ἔχουν καταστήσει, δυστυχῶς, τήν οἰκογενειακή ἑστία «ἑστιατόριο» καί «ξενοδοχεῖο», ἀπ᾿ ὅπου ἀπουσιάζει ἡ ζεστασιά τῆς ἐπικοινωνίας. Ἀκόμη καί οἱ Κυριακές, οἱ ἀργίες καί οἱ γιορτές, κατά τίς ὁποῖες θά μποροῦσαν νά συγκεντρωθοῦν ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειας στό κοινό τραπέζι, ἀφιερώνονται κι αὐτές στό μεγαλύτερο μέρος τους στίς ἐξόδους καί τίς ἐκδρομές.

Εἶναι ἀλήθεια πώς οἱ νέοι μας σήμερα, ἰδίως στίς μεγαλουπόλεις, ὅπου ἡ ζωή κινεῖται μέ γοργούς ρυθμούς καί συνοδεύεται ἀπό πολύ ἄγχος, βομβαρδίζονται κυριολεκτικά ἀπό πληθώρα καί ποικιλία ἰδεῶν. Οἱ νέοι τῆς σημερινῆς ἀντιφατικῆς μας κοινωνίας, κοινωνίας τῆς ἀφθονίας καί τῆς ὑπέρμετρης κατανάλωσης ἀπό τή μιά, καί τῆς ἀνεργίας καί τῆς ἀγωνίας γιά τή μελλοντική τους ἀποκατάσταση ἀπό τήν ἄλλη, ἀντιμετωπίζουν ἀναρίθμητους καί μεγάλους καί διαρκεῖς κινδύνους γιά τή σωματική καί ψυχοπνευματική τους ὑγεία, καθώς ἐπίσης καί ἐντονότατους πειρασμούς. Ἡ θέση τους μέσα στή σημερινή κοινωνία εἶναι πράγματι τραγική. Ζώντας μέσα σ᾿ ἕναν κόσμο συνεχῶν προκλήσεων καί παγίδων καλοῦνται νά μήν ὑποκύψουν καί νά μήν παρασυρθοῦν ἀλλά παλεύοντας μέ ἡρωϊσμό νά μείνουν ἄτρωτοι καί νά ἀναδειχθοῦν νικητές.

Δέν ἔχουν ἑπομένως νά παλέψουν μόνο μέ τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό πού ἀπό τή φύση του ρέπει περισσότερο πρός τό κακό παρά πρός τό καλό. Ροπή πού τήν παραδέχεται ἡ ἴδια ἡ Γραφή. «Ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπί τά πονηρά ἐκ νεότητος» (Γεν. 8, 21) ἠχεῖ ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους ὁ θεϊκός λόγος. «Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ᾿ ὅ οὐ θέλω κακόν τοῦτο πράσσω» θά πεῖ αἰῶνες ἀργότερα ὁ Παῦλος σχετικά μέ τήν πάλη τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἔμφυτη ροπή του πρός τό κακό (βλ. τή σχετική διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου στήν ἐπιστολή του Πρός Ρωμαίους, κεφ. ζ´, στίχ. 14-25 κυρίως, ἀλλά καί σ᾿ ἄλλα σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του). Διμέτωπος, λοιπόν, καί σκληρός εἶναι ὁ ἀγώνας τῶν σημερινῶν νέων. Δέν εἶναι δηλαδή μόνο ἡ φυσική τους ροπή πρός τό κακό πού πρέπει νά ἐξουδετερωθεῖ· εἶναι καί ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα μέ τίς πάμπολλες ἀρνητικές της ἐπιδράσεις πού τούς δυσκολεύει ἀφάνταστα σ᾿ αὐτό.

Γιά νά μπορέσουν νά ἀντέξουν καί νά βαδίσουν τό δρόμο τῆς ἀρετῆς, θά πρέπει νά κάνουν καθημερινά τιτάνιο ἀγώνα καί νά καταβάλλουν ὑπεράνθρωπες προσπάθειες. Γι᾿ αὐτό καί χρειάζονται ἔμπρακτη τή βοήθεια καί τή συμπαράσταση ὅλων τῶν παραγόντων τῆς κοινωνίας· καί τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Πολιτείας. Γιά νά μπορέσει ἔτσι ἡ κάθε οἰκογένεια νά χαρεῖ τά παιδιά της «κύκλῳ τῆς τραπέζης»· νά τά φροντίσει καί νά τά καμαρώσει «ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν» καί γιά νά καρποφορήσουν μέ τή σειρά τους καί στήν ὥρα τους καί τά ἴδια γιά τό δικό τους τό καλό καί «ἐπ᾿ ἀγαθῷ» τοῦ εὐρύτερου κοινωνικοῦ συνόλου.

Σιών. Ἡ κυριολεκτική καί μεταφορική της σημασία

7. «Εὐλογήσαι σε Κύριος ἐκ Σιών». Ὄνομα ἑνός ἀπό τούς λόφους πάνω στόν ὁποῖο εἶχε οἰκοδομηθεῖ τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Ἱεροσολύμων. Ὀχυρωμένη ἀκρόπολη τῶν Ἰεβουσαίων ἀρχικά ἡ Σιών, ὅταν κυριεύτηκε ἀπό τό Δαβίδ ὀνομάστηκε «πόλις Δαβίδ». Πάνω στό «ὄρος Σιών» εἶχαν οἰκοδομηθεῖ τά ἀνάκτορα τοῦ Σολομώντα καί ἀργότερα τοῦ Ἡρώδη, ἐνῶ ὁ περίφημος ναός τοῦ Σολομώντα ἦταν κτισμένος στήν κορυφή ἄλλου λόφου τῆς ἱερῆς πόλης. Τό ὄνομα Σιών ἀναφέρεται πάρα πολύ συχνά στίς ἅγιες Γραφές καί γενικά θεωροῦνταν ἀπό τούς Ἰουδαίους κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ. «Σιών» καί «θυγάτηρ Σιών» σέ πολλά σημεῖα τῆς Γραφῆς λέγεται καί ὅλη ἡ πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Θυμίζουμε μόνο ἐδῶ τά ἑξῆς χαρακτηριστικά χωρία· «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἱερουσαλήμ· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι... ἐπιβεβηκώς ἐπί ὑποζύγιον καί πῶλον νέον» (Ζαχ. θ´, 9) καί «μή φοβοῦ, θύγατερ Σιών· ἰδού ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου» (Ἰωαν. ιβ´, 15). Μεταφορικῶς μέ τόν ὅρο «Σιών» ἤ ἀλλιῶς «νέα Σιών» ἐννοοῦμε τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ (Ἑβρ. ιβ´, 22 - Ἀποκ. ιδ´, 1). Πρβλ. καί ἑπόμενο σχόλιο.

Ἱερουσαλήμ. Ἡ κυριολεκτική καί μεταφορική της σημασία

8. «Καί ἴδοις τά ἀγαθά Ἱερουσαλήμ πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου». Ἡ Ἱερουσαλήμ εἶναι ἡ ἱερή καί πλούσια πόλη τῶν Ἑβραίων, πρωτεύουσα τῆς Ἰουδαίας καί ἀργότερα τῆς Παλαιστίνης· λέγεται καί Ἱεροσόλυμα. Εἶναι ἡ πόλη στήν ὁποία ἔπαθε καί ἀναστήθηκε ὁ Κύριος καί θεωρεῖται ἡ κοιτίδα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἱερουσαλήμ μετά τήν κατάληψή της ἀπό τό Δαβίδ ὀνομάζεται, ὅπως καί ἡ Σιών, καί «πόλις Δαβίδ». Στή γλώσσα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, σέ ἀντίθεση πρός τήν «ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ», ἔχουμε καί τόν ὅρο «ἄνω Ἱερουσαλήμ», ἐπουράνιος βασιλεία. Στό πρῶτο π.χ. στιχηρό ἰδιόμελο τῶν Αἴνων τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας ὁ ἱερός ὑμνογράφος παρουσιάζει τόν Κύριο νά «βοᾷ» πρός τούς μαθητές του καί νά τούς διαβεβαιώνει· «Οὐκέτι εἰς τήν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ διά τό παθεῖν, ἀλλά ἀναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα ὑμῶν... καί συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».

Μεταφορικῶς τώρα ὁ ὅρος «καινή» ἤ ἀλλιῶς «νέα Ἱερουσαλήμ» εἶναι μιά προσωνυμία πού δόθηκε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ γενικά. Ἡ χριστιανική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία παρουσιάζεται ὡς «στρατευομένη» στή γῆ καί ὡς «θριαμβεύουσα» στόν οὐρανό, ἔχει, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν Πατέρων, μεταφορικά ὅλα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς πραγματικῆς Ἱερουσαλήμ. Εἶναι δηλαδή ἁγία, ὀχυρή καί ἀσάλευτη, ἔνδοξη καί λαμπρή, μέ παγκόσμια ἀκτινοβολία, μέ θεμελιωτή της καί «κεφαλή», ἀρχηγό, τόν ἴδιο τό Χριστό καί στηρίζεται στήν ἄπειρη ἀγάπη καί τήν ἀδιάψευστη ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ. Ἐνδεικτικά μόνο γιά τή μεταφορική σημασία τοῦ ὅρου θυμίζουμε ἐδῶ τό χαρμόσυνο πασχαλινό ὕμνο ἀπό τή θ´ ὠδή τοῦ ἀναστάσιμου Κανόνα «Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ, ἡ γάρ δόξα Κυρίου ἐπί σέ ἀνέτειλε. Χόρευε νῦν καί ἀγάλλου, Σιών» (πρβλ. καί Ἡσ. 60, 1) καί παραπέμπουμε τόν ἀναγνώστη στά χωρία· Γαλ. δ´, 26 καί Ἀποκ. γ´, 12 καί κα´. Πρβλ. καί προηγούμενο σχόλιο ἀριθ. 7.

Ἀπό ὅσα εἰπώθηκαν στό παρόν σχόλιο καί στό προηγούμενο μπορεῖ νά καταλήξει κανείς στό συμπέρασμα ὅτι οἱ ὅροι «Σιών» καί «Ἱερουσαλήμ» παρά τήν κάποια διαφορά στήν κυριολεκτική τους σημασία σχεδόν ταυτίζονται, πολύ δέ περισσότερο τοῦτο σημβαίνει στή μεταφορική τους σημασία, αὐτή δηλαδή τῆς ταύτισης τῶν δύο ὅρων μέ τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐρευνώντας περισσότερο τό θέμα θά μπορούσαμε συμπληρωματικά νά προσθέσουμε καί τά ἑξῆς· Ἡ λέξη «Σιών» σημαίνει τό ὕψωμα πού δεσπόζει σέ μιά περιοχή, ἐνῶ «Ἱερουσαλήμ» τόν τόπο τῆς εἰρήνης, τήν ὁποία παρέχει στούς κατοίκους του λόγω τῆς φυσικῆς ὀχύρωσης τῆς θέσης. «Ἄνω Ἱερουσαλήμ» ἐπίσης ἀρχικά λεγόταν τό τμῆμα τῆς ἱερῆς πόλης πού ἦταν κτισμένο στό λόφο Σιών. Σύμφωνα ἐξάλλου μέ τήν πατερική διδασκαλία οἱ προφητικές ἐκφράσεις «θύγατερ Σιών» καί «θύγατερ Ἱερουσαλήμ» (Ζαχ. θ´, 9) ἰσχύουν κατά περίπτωση ἐξίσου τόσο γιά τή Θεοτόκο ὅσο καί γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

Σταδιακά λοιπόν καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου ἀπό τήν κυριολεκτική σημασία τῶν ὅρων περάσαμε στή μεταφορική καί χριστιανική. Ἔτσι οἱ ὅροι «Σιών», «Νέα Σιών», «Ἁγία Σιών», «Ἔνδοξος Σιών» καί «Ἱερουσαλήμ», «Ἄνω Ἱερουσαλήμ», «Καινή Ἱερουσαλήμ», «Νέα Ἱερουσαλήμ» διευρύνθηκαν ὡς πρός τή σημασία τους, ἀπέκτησαν καθαρά χριστιανικό νόημα καί κατέληξαν νά ταυτίζονται πιά μέ τή μία Ἁγία καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τόσο τή «στρατευομένη» ὅσο καί τή «θριαμβεύουσα» (Πρβλ. καί Μάρκου Α. Σιώτου» Ἡ Γεσθημανῆ ἰδιοκτησία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου», Ἀθῆναι 1989, σελ. 44 κ.ἑ.).

Ἰσραήλ. Ἡ κυριολεκτική καί μεταφορική σημασία τοῦ ὅρου

9. «Εἰρήνη ἐπί τόν Ἰσραήλ». Ἡ ἀρχική σημασία τοῦ ὀνόματος Ἰσραήλ εἶναι ἰσχυρός. Εἶναι τό ὄνομα πού ἀποδόθηκε στόν Ἰακώβ ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό, μέ τόν ὁποῖο πάλεψε ὁλόκληρη νύχτα καί ἀποδείχθηκε ἰσχυρός καί δυνατός καί κέρδισε μέ τήν ἐπιμονή του τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀφήγηση τοῦ σχετικοῦ περιστατικοῦ γίνεται στήν Π.Δ. (Γεν. 32, 23-33), ὅπου σημειώνεται τό ἑξῆς γιά τό ὄνομα Ἰσραήλ· «... Οὐ κληθήσεται ἔτι τό ὄνομά σου Ἰακώβ, ἀλλά Ἰσραήλ ἔσται τό ὄνομά σου, ὅτι ἐνίσχυσας μετά Θεοῦ καί μετά ἀνθρώπων δυνατός» (Γεν. 32, 29). Ἰσραήλ στή συνέχεια ὀνομάστηκαν οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ καί ὁλόκληρος ὁ ἑβραϊκός λαός πού λάτρευε τό μόνο ἀληθινό Θεό· εἶναι ὁ «Ἰσραήλ κατά σάρκα», ὅπως ἀποκαλεῖ ὁ Παῦλος (Α´ Κορινθ. ι´, 18) τό γένος τῶν Ἑβραίων, τοῦ ὁποίου πατριάρχης καί γενάρχης ὑπῆρξε ὁ Ἰακώβ. Μεταφορικά μέ τόν ὅρο Ἰσραήλ ἤ ἀλλιῶς νέος Ἰσραήλ στή χριστιανική διδασκαλία ἐννοοῦνται ὅλοι οἱ ἀληθινοί πιστοί, τό πνευματικό δηλ. σπέρμα τοῦ Ἰσραήλ, «τά τέκνα τῆς ἐπαγγελίας» τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. θ´, 6-8), τά πνευματικά δηλ. τέκνα τοῦ Ἀβραάμ, τό σύνολο τῶν πιστῶν καί ἀληθινῶν χριστιανῶν, «ὁ λαός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ».

Τί εἶναι ἡ Συναπτή

10. Συναπτή· Σειρά ἀπό σύντομες, ἀλλά περιεκτικότατες, δεήσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ καθεμιά ἀπό τίς ὁποῖες καταλήγει στήν προτροπή «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» (= ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο). Ἔχουμε δύο εἰδῶν συναπτές· τή μεγάλη, πού περιέχει πολλές τέτοιες δεήσεις (= παρακλήσεις, αἰτήματα) καί καταλήγει στήν ἐκφώνηση· «ὅτι πρέπει Σοι πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις κ.λπ.» καί τή μικρή πού εἶναι συντομότατη σέ αἰτήματα. Οἱ συναπτές ἐκφωνοῦνται συνήθως ἀπό τό Διάκονο.

Ὁ γάμος θεσμός τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων

11. Ἡ δημιουργία τῶν πρωτοπλάστων, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, εἶναι κοινό χαρακτηριστικό στοιχεῖο καί στίς τρεῖς μεγάλες τῆς εὐλογίας εὐχές πού ἀκολουθοῦν τή Συναπτή. Καί φυσικά αὐτό γίνεται γιατί ἡ δημιουργία τῶν πρωτοπλάστων ἔχει ἄμεση σχέση μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου. Στήν παρούσα εὐχή τονίζεται πώς ὁ γάμος θεσμοθετήθηκε ἀπό τή στιγμή τῆς ἀρχικῆς παρουσίας τοῦ ἀνθρώπου πάνω στή γῆ καί ἐμφανίζεται ὡς ἀπόρροια τῆς μεγάλης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Θεός ἔκρινε πώς δέν εἶναι καλό νά εἶναι μόνος του ὁ ἄνθρωπος, δημιουργεῖ ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ τήν Εὔα· μιά δημιουργία πού τονίζει πώς στό γάμο ὁ δεσμός τῶν δύο προσώπων, τοῦ ἄνδρα καί τῆς γυναίκας, (πρέπει νά) εἶναι στενός, ἀδιάσπαστος καί ἀκατάλυτος· κανένας ἀπολύτως δέν ἔχει τό δικαίωμα νά τούς χωρίζει. Μέ τό γάμο γίνονται πλέον ἕνα σῶμα καί ἡ ἀποδέσμευσή τους ἀπό πρόσωπα, ἀκόμη καί πολύ ἀγαπητά, εἶναι ὅρος ἀπαράβατος γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ γάμου· θά προσκολληθοῦν ὁ ἕνας στόν ἄλλο μέ ἀμοιβαία κατανόηση καί ἀγάπη καί θά θυσιάσουν κάθε ἐγωϊσμό καί κάθε ἀδυναμία τους πού μπορεῖ νά ἀποβεῖ βλαπτική στήν ὁμαλή τους συμβίωση. Τέλος μέ τήν ἐντολή «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε» πρός τούς πρωτοπλάστους ὑπογραμμίζεται πώς ἡ τεκνογονία στό γάμο εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ καί πώς ὁ ἄνθρωπος μέ τό ὁρμέμφυτο τῆς πατρότητας καί μητρότητας γίνεται συνεχιστής τοῦ ἔργου τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἀποδέκτης μιᾶς ἀνεκτίμητης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ (βλ. Γεν. 1, 27-28.2, 18, 21-22, 24. Ματθ. ιθ´, 5-6. Μαρκ. ι´, 7-9). Πρβλ. καί σχόλ. ἀριθ. 7 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἀρραβώνα καί σχόλ. ἀριθ. 22 καί 23 αὐτῆς ἐδῶ τῆς Ἀκολουθίας.

Εὐλογημένα ἀντρόγυνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς παραδείγματα πρός μίμηση

12. Τόσο στήν παρούσα ὅσο καί στήν ἑπόμενη εὐχή παρελαύνουν μεγάλες ἀγωνιστικές μορφές τῆς Ἁγίας Γραφῆς· μορφές ἀνδρῶν καί γυναικῶν. Παρελαύνουν ἀντρόγυνα πού ἔζησαν ἁρμονικά παρά τίς δοκιμασίες τους καί διέλαμψαν μέ τήν πίστη τους καί εὐλογήθηκαν ἀπό τό Θεό. Ἡ ἀγάπη πού εἶχαν μεταξύ τους καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἀμείφθηκαν μέ τό παραπάνω· ἀξιώθηκαν ὅλες αὐτές οἱ ἅγιες μορφές νά ἀναδείξουν γόνους (ἀπογόνους) ἐξίσου εὐλογημένους.

Ἔτσι σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν Εὐχή προβάλλονται· ὁ Ἀβραάμ μέ τή Σάρρα, γόνος τῶν ὁποίων ὑπῆρξε ὁ Ἰσαάκ· ὁ Ἰσαάκ καί ἡ Ρεβέκκα, ἕνας ἀπό τούς γόνους τῶν ὁποίων ὑπῆρξε ὁ Ἰακώβ· ὁ Ἰακώβ καί ἡ Ραχήλ, ἕνας ἀπό τούς γόνους τῶν ὁποίων ὑπῆρξε ὁ «πάγκαλος», ὁ πολύ ἐνάρετος Ἰωσήφ· ὁ Ἰωσήφ καί ἡ Ἀσυνέθ, τέκνα τῶν ὁποίων ὑπῆρξαν ὁ Ἐφραίμ καί ὁ Μανασσῆς· προβάλλεται ἀκόμη τό ἀντρόγυνο Ζαχαρίας καί Ἐλισάβετ, τέκνο τῶν ὁποίων ὑπῆρξε ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος· τέλος μνημονεύεται ὁ Ἰεσσαί, ἐγγονός τοῦ Βοόζ καί τῆς Ρούθ καί πατέρας τοῦ Δαβίδ, ἀπό τό γενεαλογικό δέντρο τοῦ ὁποίου προέρχεται καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός «κατά σάρκα», διότι τόσο ἡ Μαρία ὅσο καί ὁ Ἰωσήφ, ὁ μνηστήρας τῆς Παρθένου καί θετός πατέρας τοῦ Ἰησοῦ, ἦταν μακρινοί ἀπόγονοι τοῦ Δαβίδ. Ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος, ὅπως εἶναι γνωστό, ἀρχίζει τό Εὐαγγέλιό του ὡς ἑξῆς· «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβίδ υἱοῦ Ἀβραάμ». Ὁ Χριστός δηλαδή ἦταν ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος Δαβίδ ἦταν ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ.

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας ἀναφέρει πώς ὁ Μεσσίας θά προέλθει ἀπό τή ρίζα, τό γένος δηλαδή, τοῦ Ἰεσσαί· «καί ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καί ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται» (Ἡσ. 11, 1). Τό γενεαλογικό δέντρο τοῦ Ἰεσσαί στήν ἁγιογραφία τῆς Ἐκκλησίας εἰκονίζεται ὡς πολύκλωνο δέντρο πού φύεται (φυτρώνει) ἀπό τό σῶμα τοῦ Ἰεσσαί, «ἀνακειμένου» (= ἐλαφρά ξαπλωμένου), καί φέρει στό καθένα ἀπό τά κλαδιά του καί ἕναν ἀπό τούς προπάτορες τοῦ Ἰησοῦ καί στήν κορυφή, σάν ἄνθος, αὐτόν τόν ἴδιο τό Χριστό, στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγίας. Τήν ὡραία αὐτή συμβολική σύλληψη ἀπηχεῖ καί ὁ χαρακτηριστικός χριστουγεννιάτικος ὕμνος ἀπό τόν Κανόνα τῆς ἑορτῆς (ὠδή Δ´)· Ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καί ἄνθος ἐξ αὐτῆς, Χριστέ, ἐκ τῆς Παρθένου ἀνεβλάστησας».

Ἡ ἀναφορά στίς ἅγιες αὐτές μορφές πού μνημονεύονται στήν εὐχή δέν εἶναι ἄσχετη μέ τό τελούμενο μυστήριο· προφανῶς ἀποτελοῦν γιά τούς νεονύμφους παραδείγματα ἄξια πρός μίμηση· καί ἀσφαλῶς ἀποβλέπουν στό νά συνειδητοποιήσουν οἱ νεόνυμφοι τό μέγεθος τῆς δικῆς τους εὐθύνης σχετικά μέ τή δημιουργία καλῶν τέκνων ἀλλά καί πόσο τελεσφόρα, πόσο ἀποτελεσματική εἶναι ἡ εὐλογία καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ· κι ἀκόμη πόσο μεγάλη καί τιμητική γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ δωρεά αὐτή τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μέσω τοῦ γάμου μποροῦν νά γεννηθοῦν καί νά ἀναδειχθοῦν τέτοια μεγάλα ἀναστήματα ἀρετῆς, πίστεως καί ἁγιότητας. Καί τό ἄκρο ἄωτο, τό ἀποκορύφωμα τῆς δωρεᾶς αὐτῆς· Καρπός τοῦ γάμου τοῦ Ἰωακείμ καί τῆς Ἄννας ὑπῆρξε ἡ Παναγία, ἀπό τήν ὁποία σαρκώθηκε καί γεννήθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός! Βλ. καί σχόλ. ἀριθ. 25.

13. «Ὁ... παραγενόμενος ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καί τόν ἐκεῖσε γάμον εὐλογήσας». Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου στό γάμο πού ἔγινε στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας καί τό θαῦμα τῆς μετατροπῆς τοῦ νεροῦ σέ κρασί πού τέλεσε ἐκεῖ, στοιχεῖα πού ἀναφέρονται σέ ἀρκετά σημεῖα τῆς Ἀκολουθίας τοῦ γάμου, θεωροῦνται ἔκφραση τῆς θείας οἰκονομίας καί τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ νά ἐξυψώσει καί νά ἁγιάσει τό θεσμό τοῦ γάμου. (Βλέπε καί σχόλια ἀριθ. 41 καί 46).

14. «Ἐνταῦθα παραγενόμενος τῇ ἀοράτῳ σου ἐπιστασίᾳ». Ὁ Θεός ὡς «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν» παρίσταται «ἀοράτως» στήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου· γι᾿ αὐτό καί τόν παρακαλοῦμε νά εὐλογήσει τό γάμο, ὅπως εὐλόγησε τό γάμο στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας μέ τή φυσική του παρουσία καί τήν τέλεση τοῦ σχετικοῦ θαύματος.

Τά ἐπίγεια καί οὐράνια ἀγαθά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ πού παρέχονται στό ἀντρόγυνο ὄχι χωρίς ἀγώνα

15. Μέ τό «παράσχου τοῖς δούλοις σου τούτοις» (= χάρισε σ᾿ αὐτούς ἐδῶ τούς δούλους σου, τούς νεονύμφους δηλαδή) παρακαλοῦμε τό Θεό, πού εἶναι «ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός» καί ἐπειδή «πᾶσα δόσις ἀγαθή καί πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον», ἀπό αὐτόν δηλ. προέρχεται, νά χαρίσει στούς νεονύμφους πλούσια τά ἐπίγεια καί οὐράνια ἀγαθά. Ὁπωσδήποτε ὅμως ὅλα αὐτά τά ἀγαθά πού μνημονεύονται στήν εὐχή, πού καταφάσκονται καί διατυπώνονται κατά τόν ρεαλιστικότερο τρόπο ὡς αἰτήματα πέρα γιά πέρα ἀνθρώπινα, δέν παρέχονται πάντα στούς νεονύμφους. Εἶναι, χωρίς ἀμφιβολία, καρπός τῆς προσπάθειάς τους, τῆς ἀγωνιστικῆς τους διάθεσης καί τῆς τήρησης τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εὐλογεῖ τόν κόπο τους. Καί τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπισύρει τό ἀντρόγυνο ἀβίαστα καί αὐτόματα, χωρίς δηλ. νά τό ἐπιδιώκει, μέ τή γνήσια βίωση τοῦ θείου θελήματος, ὄχι τήν ἐπιφανειακή καί τήν ὑποκριτική.

Τό γεγονός ὅτι πολλές φορές δέν παρέχονται τά ἀγαθά στό γάμο, αὐτό δέ σημαίνει ὅτι ὀφείλεται σέ ἀτονία καί ἀσθένεια τοῦ μυστηρίου οὔτε σέ ἀδυναμία τῆς θείας χάρης νά χορηγήσει τά ἀγαθά (ἄπαγε τῆς βλασφημίας!), ἀλλά στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου «ἀνεξερεύνητοι αἱ βουλαί» γιά τό πραγματικό συμφέρον καί τήν ψυχική σωτηρία τῶν νεονύμφων. Γιατί βέβαια καί οἱ δοκιμασίες καί ὁ πόνος εἶναι ἀναπόσπαστα στοιχεῖα τῆς ζωῆς. Τό ἀντρόγυνο στίς περιπτώσεις αὐτές πρέπει νά ὑπομένει καρτερικά, χωρίς γογγυσμούς· ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει καί στίς περιπτώσεις αὐτές τό θαῦμα της· γιατί ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ βρίσκει τήν τελείωσή της στή δική μας ἀσθένεια, στή δική μας ἀδυναμία νά ξεπεράσουμε τά ὁποιαδήποτε προβλήματα· «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» τονίζει ὁ Παῦλος (Β´ Κορινθ. ιβ´, 9). Ἐξάλλου ὁ «ἀμαράντινος τῆς δόξης στέφανος», γιά τόν ὁποῖο γίνεται λόγος στήν Εὐχή, δέν παρέχεται στό ἀντρόγυνο χωρίς ἀγώνα, χωρίς ἄοκνη προσπάθεια.

16. «Τήν κοίτην αὐτῶν ἀνεπιβούλευτον διατήρησον». Ἡ «ἀνεπιβούλευτος κοίτη» ἤ «ἀμίαντος κοίτη», ἡ συζυγική δηλαδή πίστη, εἶναι μιά ἀπό τίς βασικές προϋποθέσεις γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ ἀντρόγυνου, εἶναι τό θεμέλιο, πάνω στό ὁποῖο θά στηριχτεῖ ἡ συζυγική ἀγάπη καί ἡ ἰσόβια ἑνότητα. Βλ. καί σχόλ. ἀριθ. 11 (Ἀκολ. ἀρραβ.) καί 48 καί 57 (Ἀκολ. στεφαν.).

17. «Καί δός αὐτοῖς ἀπό τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ ἄνωθεν, καί ἀπό τῆς πιότητος τῆς γῆς». Ἡ φράση, ἐλαφρά τροποποιημένη γιά τήν περίσταση τῶν νεονύμφων, προέρχεται ἀπό τήν Π.Δ. καί συγκεκριμένα ἀπό τήν εὐλογία τοῦ Ἰσαάκ πρός τόν Ἰακώβ. Ἐκεῖ ὁ Ἰσαάκ εὐλογώντας τόν Ἰακώβ εὔχεται μεταξύ τῶν ἄλλων· «Καί δῴη σοι ὁ Θεός ἀπό τῆς δρόσου τοῦ οὐρανοῦ καί ἀπό τῆς πιότητος τῆς γῆς καί πλῆθος σίτου καί οἴνου» (Γεν. 27, 28).

Πρόκειται δηλαδή γιά τά οὐράνια καί ἐπίγεια ἀγαθά πού στό σημεῖο τοῦτο τῆς Εὐχῆς ἐπικαλεῖται ὁ Λειτουργος γιά τούς νεονύμφους. Ἀξίζει νά παρατηρήσει κανείς τό γεγονός ὅτι προηγεῖται ἡ «δρόσος τοῦ οὐρανοῦ» καί ἀκολουθεῖ ἡ «πιότης τῆς γῆς»· προηγοῦνται δηλ. τά οὐράνια ἀγαθά καί ἀκολουθοῦν τά ἐπίγεια· προηγοῦνται τά πνευματικά - ψυχικά ἀγαθά καί ἀκολουθοῦν τά ὑλικά. Καί, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι ἐπιβάλλεται καί ἔτσι εἶναι δίκαιο νά γίνεται. Τό πρῶτο καί τό κυριότερο εἶναι νά ζητάει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό Θεό τά οὐράνια ἀγαθά· τή χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ· τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαχνία του· τήν ψυχική του σωτηρία. Καί ὕστερα, σάν δευτερότερο, νά ζητάει τά γήϊνα καί τά κοσμικά, τά ἐφήμερα καί τά βιοτικά· ὑγεία, δόξα, πλοῦτο καί τά παρόμοια.

Καί τήν τάξη αὐτή, τήν ἀξιολόγηση θά λέγαμε σήμερα, μᾶς τή δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Ἐκεῖνος εἶπε νά ζητᾶμε πρῶτα αὐτά πού εἶναι πράγματι πρῶτα· καί ὕστερα νά ζητᾶμε αὐτά πού εἶναι δεύτερα σέ ἀξία. Ἄς θυμηθοῦμε τήν «Κυριακή» προσευχή. Ἐκεῖ μᾶς παράγγειλε νά προτάσσουμε τό «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τό θέλημά σου...» καί μετά νά διατυπώνουμε τό αἴτημα «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον (Ματθ. στ´, 10-11). Ἄς θυμηθοῦμε ἀκόμη καί τόν ἄλλο κατηγορηματικό λόγο τοῦ Ἰησοῦ· « Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. στ´, 33). Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, ὀρθότατα στό σημεῖο τοῦτο τῆς Εὐχῆς προτάσσεται ὡς αἴτημα γιά τούς νεονύμφους ἡ «δρόσος τοῦ οὐρανοῦ», ἡ χάρη καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, καί ἕπεται ἡ «πιότης τῆς γῆς», ἡ ἀφθονία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Βλ. καί παραπάνω σχολ. ἀριθ. 15, καθώς καί Εὐγ. Βούλγαρη «Ἀδολεσχία Φιλόθεος», ἀπόδοση Θ. Σπεράντσα, Ἀθῆναι 1962, σελ. 106-108.

Χρειάζεται ἴσως ἐδῶ μιά ἐπιπρόσθετη, καθαρά φιλολογική, σημείωση. Τό οὐσιαστικό «πιότης» δέν ἔχει καμιά σχέση μέ τό ὁμόηχο «ποιότης». Παράγεται ἀπό τό ἐπίθετο πίος ἤ πίων καί σημαίνει στήν κυριολεξία πάχος, παχύτητα· ἑπομένως «πιότης γῆς» κυριολεκτικά σημαίνει τό γόνιμο καί εὔφορο ἔδαφος καί μεταφορικά ἀφθονία ἀγαθῶν πού παράγει ἡ γῆ, πλοῦτος, εὐτυχία, εὐημερία, εὐπορία καί ἀφθονία ὑλικῶν γενικά ἀγαθῶν.

Ἡ καλή χρήση τῶν ἀγαθῶν

18. «Ἵνα μεταδιδῶσι καί τοῖς χρείαν ἔχουσι». Προφανῶς ἐδῶ γίνεται λόγος γιά τήν καλή χρήση τῶν ἀγαθῶν. Τά ἀγαθά εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ· γι᾿ αὐτό καί ἡ χρήση τους πρέπει νά εἶναι τέτοια, ὥστε νά ἀποβλέπει στή δόξα τοῦ Θεοῦ· «δωρεάν ἐλάβετε, δωρεάν δότε» εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ (Ματθ. ι´, 8). Ἄλλωστε, κατά τη χριστιανική διδασκαλία, ὅποιος μέ ἀγαθή προαίρεση εὐεργετεῖ καί ἀνακουφίζει τούς ἐνδεεῖς, προσελκύει ἄσφαλτα τή γενναιοδωρία τοῦ Θεοῦ τόσο σέ ἐπίγεια ὑλικά ἀγαθά ὅσο καί σέ πνευματικά καί οὐράνια. «Ἱλαρόν γάρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Β´ Κορ. θ´, 7). Ἔτσι ἐξάλλου μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί ὁ κατηγορηματικός λόγος τοῦ Κυρίου «μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν» (Πραξ. κ´, 35). Χαρά, λοιπόν, στούς νεονύμφους πού ὄχι ἁπλῶς θά ἔχουν γιά νά δίνουν, ἀλλά θά προσφέρουν μ᾿ ὅλη τους τήν καρδιά στό συνάνθρωπό τους τά πλούσια δῶρα τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅπως ἐμφαντικά ἀποφαίνεται ὁ σοφός Παροιμιαστής, «δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατά δέ τό δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ» (Παροιμ. 19, 17). Βλ. καί παρακάτω σχόλ. ἀριθ. 29.

19. «Δωρούμενος ἅμα καί τοῖς συμπαροῦσι πάντα τά πρός σωτηρίαν αἰτήματα» Ἐδῶ, ὅπως καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς Ἀκολουθίας τοῦ γάμου, γίνεται λόγος γιά ὅσους παρακολουθοῦν τό μυστήριο τοῦ γάμου καί συμπροσεύχονται γιά τούς νεονύμφους.

20. «Ὁ τοῦ μυστικοῦ καί ἀχράντου γάμου ἱερουργός». Ὅπως θά δοῦμε καί στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ὁ γάμος τῶν νεονύμφων εἶναι εἰκόνα τῆς ἑνώσεως τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία. Ὅπως δηλαδή ὁ Χριστός ἀπό τή μεγάλη του ἀγάπη πρός τό ἀνθρώπινο γένος κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί ἦρθε στή γῆ καί ἔγινε ἕνα μέ τήν Ἐκκλησία καί θυσιάστηκε μάλιστα γι᾿ αὐτή, ἔτσι καί ὁ ἄντρας στό γάμο γίνεται ἕνα μέ τή γυναίκα του. Περισσότερα ὅμως γιά τήν παρομοίωση αὐτή θά δοῦμε στά σχόλια πάνω στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα.

Ἡ σημασία τῶν ὀνομάτων γυνή, Εὔα καί Ἀδάμ

21. «Αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρός αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη». Κατά τό Γερμανό φιλόλογο Γ. Κούρτιο (Kurtius) ἡ λέξη «γυνή» (= γυναίκα) παράγεται ἀπό τό ρῆμα γί(γ)νομαι. Τό ὄνομα Εὔα προέρχεται ἀπό τό ἑβραϊκό Χαββά πού σημαίνει «μητέρα κάθε ζωῆς» ἤ ἁπλά «ζωή», ἐνῶ τό ὄνομα Ἀδάμ σημαίνει «χοϊκός», ἐπειδή ὁ Δημιουργός τόν ἔπλασε ἀπό χῶμα (Βλ. Γεν. 2, 23· 3, 20 καί 2, 7).

«Ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα, καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναῖκα αὐτοῦ»

22. Στό σημεῖο τοῦτο τῆς Εὐχῆς θά νόμιζε κανείς πώς ἡ Ἐκκλησία προτρέπει τούς νεονύμφους νά ἐγκαταλείψουν τούς γονεῖς τους καί νά τούς ἀποξενώσουν. Τότε ὅμως τό ἀνωτέρω χωρίο τῆς Π.Δ. (βλ. Γεν. 2, 24) πού, ὅπως εἴδαμε, μνημονεύεται καί στήν προηγούμενη Εὐχή (πρβλ. καί σχόλ. ἀριθ. 11) καί ἐπαναλαμβάνεται αὐτολεξεί ἀπό τόν Κύριο (βλ. Ματθ. ιθ´, 5 καί Μαρκ. ι´, 7) καί τόν ἀπόστολο Παῦλο (βλ. Ἐφεσ. ε´, 31) ὡς στοιχεῖο ἀπαραίτητο γιά τήν ἑνότητα τοῦ ἀντρόγυνου ἔρχεται σέ καταφανή ἀντίθεση μέ τό ἄλλο πού φυσικά ἔχει ἀναμφισβήτητη ἰσχύ καί παντοτινή ἀξία· «τίμα τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καί ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπί τῆς γῆς» (Ἔξοδ. 20, 12 καί Δευτερ. 5, 16). Τί συμβαίνει λοιπόν στήν προκείμενη περίπτωση;

Προφανῶς ἐδῶ ἐπιδιώκεται νά καταστεῖ φανερό πώς ὁ δεσμός τοῦ γάμου εἶναι σπουδαιότερος καί στενότερος καί ἀπό αὐτόν ἀκόμη τό δεσμό τῶν τέκνων πρός τούς γονεῖς καί τῶν γονέων πρός τά τέκνα. Αὐτό πρέπει νά τό συνειδητοποιήσουν καλά τόσο οἱ νεόνυμφοι ὅσο καί οἱ γονεῖς τους. Καί τά δύο μέρη χρειάζεται νά προσέξουν πολύ. Οἱ νεόνυμφοι καί μετά τό γάμο τους δίκαιο καί σωστό εἶναι, ἐπιβάλλεται θά λέγαμε καλύτερα, νά ἀπονέμουν τόν ὀφειλόμενο σεβασμό στούς γονεῖς τους, νά τούς ἀγαποῦν καί νά ἐνδιαφέρονται γι᾿ αὐτούς· τυχόν ἀντίθετη συμπεριφορά θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ἀσέβεια, ἀχαριστία καί ἀπανθρωπιά. Οἱ γονεῖς ἀπό τήν ἄλλη πλευρά δέ θά πρέπει νά πάψουν νά ἐνδιαφέρονται γιά τήν εὐτυχία τῶν παιδιῶν τους καί μετά τό γάμο καί νά παρέχουν τίς συμβουλές τους καί τήν πολύτιμη πείρα τους σέ θέματα πού ἀπασχολοῦν καί σέ προβλήματα πού ἀντιμετωπίζουν τά παιδιά τους· εἶναι τοῦτο χρέος τους.

Καί στίς δύο ὅμως περιπτώσεις ὑπάρχουν ὁρισμένα ὅρια πού, ὅταν τά ξεπεράσει κανείς, κάνουν πιά μεγάλο κακό στό νέο ἀντρόγυνο. Πρόκειται, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, γιά παθολογικές καταστάσεις πού προκαλοῦν πραγματική ἀναστάτωση στή ζωή τῶν νεονύμφων καί μπορεῖ νά ὁδηγήσουν καί στή διάλυση ἀκόμη τοῦ γάμου. Ὅταν π.χ. ὁ ἄντρας ἐξακολουθεῖ καί μετά τό γάμο του νά ἐξαρτᾶται ἀπό τούς γονεῖς του ἤ τά ἀδέρφια του καί δέν ἔχει τήν ἱκανότητα νά ἀποδεσμευθεῖ ἀπό αὐτούς ἤ, τό χειρότερο, ὄχι ἁπλά παρέχει τήν ἐντύπωση ἀλλά στήν πραγματικότητα ἀγαπᾶ περισσότερο ἐκείνους παρά τή σύζυγό του, «προσκολλᾶται» περισσότερο σ᾿ ἐκείνους παρά σ᾿ αὐτή, τότε εἶναι βέβαιο πώς ὁ γάμος του δέν εἶναι δυνατόν νά εὐδοκιμήσει· μέ μαθηματική ἀκρίβεια θά καταλήξει σέ ναυάγιο. Στήν περίπτωση αὐτή σανίδα σωτηρίας εἶναι ὁ λόγος τῆς Γραφῆς· «Ἕνεκεν τούτου», γιά χάρη δηλ. τῆς γυναίκας του, «καταλείψει ἄνθρωπος τόν πατέρα αὐτοῦ καί τήν μητέρα, καί προσκολληθήσεται πρός τήν γυναίκα αὐτοῦ» (Μαρκ. ι´, 7)· μόνο ἡ ἐφαρμογή τῆς σοφῆς αὐτῆς ἐντολῆς καί ἀλάθευτης συνταγῆς θά σώσει τό γάμο του.

Τό ἴδιο φυσικά ἰσχύει καί γιά τή γυναίκα σχετικά μέ τίς ἐξαρτήσεις της ἀπό τούς δικούς της γονεῖς καί τά ἀδέρφια της· ἡ ἀποδέσμευσή της ἀπό αὐτούς καί ἡ προσκόλλησή της στόν ἄντρα της εἶναι ὅρος ἀπαραίτητος γιά τήν ἁρμονική της συμβίωση. Οἱ στίχοι τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ «ἄκουσον, θύγατερ, καί ἴδε καί κλίνον τό οὖς σου καί ἐπιλάθου τοῦ λαοῦ σου καί τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου· καί ἐπιθυμήσει ὁ βασιλεύς τοῦ κάλλους σου» (Ψαλμ. 44, στίχ. 11-12), πού ἔχουν βέβαια εὐρύτερη σημασία καί ἀναφέρονται στήν ἐρωτική σχέση τοῦ οὐράνιου Νυμφίου καί τῆς κάθε ψυχῆς ξεχωριστά, τοῦ Χριστοῦ δηλ. καί τῆς Ἐκκλησίας του, στήν προκείμενη περίπτωση μοιάζουν νά ἠχοῦν κυριολεκτικά καί σέ προστακτικό τόνο γιά τή γυναίκα πού καλεῖται νά ἀφοσιωθεῖ ὁλοκληρωτικά στό σύζυγό της καί νά ξεχάσει ἀκόμη καί πρόσωπα πολύ ἀγαπητά, ἄν παραστεῖ ἀνάγκη, καί γενικά νά ἀποδεσμευτεῖ ἀπό καθετί πού θά μποροῦσε νά βλάψει τό γάμο της.

Ὅσο ὅμως κακό μπορεῖ νά κάνει στό νέο ἀντρόγυνο ἡ ἐξάρτηση τοῦ καθενός ἀπό τούς συζύγους ἀπό τούς δικούς του γονεῖς καί τό οἰκογενειακό του περιβάλλον ἄλλο τόσο κακό μποροῦν νά κάνουν καί τό ὑπερβολικό ἐνδιαφέρον τῶν γονέων, οἱ ὑπερβολικές περιποιήσεις καί τά «κανακέματα», οἱ ποικίλες ἐπεμβάσεις -δείγματα «ἀγάπης» κατά τή γνώμη τους- ἤ, τό χειρότερο, ἡ παθολογική καί ἐγωιστική ἀγάπη τους καί ἡ ἀνταγωνιστική τους προσπάθεια νά κλέψουν καί νά μονοπωλήσουν τήν ἀγάπη τοῦ παιδιοῦ τους ἀπό τόν ἄντρα ἤ τή γυναίκα του. Ἐδῶ πιά εἶναι ὁλοφάνερο πώς ὑπεισέρχεται καθαρά ὁ παράγοντας τῆς ζήλιας· καί ἡ ἀπαίτηση καί ἐπιμονή αὐτή τῶν γονέων νά ἀγαπᾶ ὁ γαμπρός ἤ ἡ νύφη αὐτούς περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ὀφείλει νά ἀγαπᾶ ὁ ἕνας τόν ἄλλο εἶναι παράλογη καί καταστροφική γιά τήν εὐτυχία τῶν παιδιῶν τους· εἶναι ἐνέργεια ἐγκληματική, θά μπορούσαμε νά ποῦμε.

Ὁ ἀνωτέρω σοφός λόγος τῆς Γραφῆς πού λέγεται γιά τούς νεονύμφους -τρεῖς συνολικά φορές στήν Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος- ἰσχύει ἀσφαλῶς καί γιά τούς γονεῖς τους· θά πρέπει νά σταματήσουν τίς ἀρρωστημένες ἐκδηλώσεις «ἀγάπης» καί νά ἀφήσουν ἥσυχο τό νέο ζευγάρι νά χαρεῖ τήν ἀγάπη του, γιά νά μή βρεθοῦν στή δύσκολη θέση νά θρηνήσουν τά συντρίμμια πού ἄσφαλτα θά δημιουργήσουν ἡ παθολογική τους ἀγάπη καί τό ὑπερβολικό καί ἐνοχλητικό - βλαπτικό ἐνδιαφέρον τους.

«Οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω». Τό ἀδιάλυτο τοῦ γάμου

23. Ὥς τό σημεῖο τοῦτο τῆς Εὐχῆς γίνονται ἀρκετές ἀναφορές στήν Ἁγία Γραφή. Βλ. σχετικά χωρία· Γεν. 1, 28 - 2, 18 - 2, 21-24 - Ματθ. ιθ´, 5-6 - Μαρκ. ι´, 7-9. Πέρα ἀπό ὅσα εἰπώθηκαν πιό πάνω στό σχόλ. ἀριθ. 11 θά θέλαμε νά ἐπισημάνουμε ἐδῶ καί τά ἑξῆς· Ὁ γάμος πού, σύμφωνα μέ τή Γραφή καί τήν ἑρμηνεία της ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, θεσμοθετήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό ἤδη ἀπό τή δημιουργία τῶν πρωτοπλάστων εἶναι δεσμός ἀδιάρρηκτος καί ἀδιάλυτος. Ἔτσι τουλάχιστον παρουσιάζεται στά παραπάνω χωρία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, μέ τρόπο μάλιστα κατηγορηματικό. Ἑπομένως κανένας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά χωρίσει τό ὁποιοδήποτε ἀντρόγυνο πού ἑνώθηκε μέ τό μυστήριο τοῦ γάμου. Ἀλλά καί γιά κανένα λόγο δέν πρέπει νά χωρίζει τό ἀντρόγυνο ἀπό μόνο του, «παρεκτός λόγου πορνείας» (Ματθ. ε´, 32).

Αὐτό βέβαια σημαίνει πώς, ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή, δέν πρέπει νά καταλήγει κανείς μέ εὐκολία καί ἐπιπολαιότητα στήν ἀπόφαση συνάψεως γάμου. Χρειάζεται σύνεση καί προσοχή προτοῦ πάρει τήν ἀπόφαση· εἶναι ἀπαραίτητο ὅλα νά τά μετρήσει καί νά μήν ἐνεργήσει παράλογα καί κάτω ἀπό τό βάρος προσωρινῶν καί ἐπιφανειακῶν συναισθηματισμῶν ἤ ὁποιωνδήποτε συμφερόντων. Διαφορετικά, μετά τήν πρώτη εὐφορία, ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νά βρεθεῖ ἀντιμέτωπος μέ τή σκληρή πραγματικότητα καί ὁ γάμος του νά κλονιστεῖ συθέμελα.

Δέν εἶναι ὅμως μόνο οἱ δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει πολλές φορές τό ἀντρόγυνο ἀπό μόνο του στήν ἁρμονική του συμβίωση, δυσκολίες πού ὀφείλονται σέ προσωπικές ἀδυναμίες τῶν συζύγων καί στήν ἰδιοσυστασία τοῦ χαρακτήρα τους. Εἶναι, δυστυχῶς, καί οἱ ἐξωτερικοί παράγοντες· πρόσωπα τοῦ οἰκογενειακοῦ ἤ φιλικοῦ περιβάλλοντος τοῦ καθενός ἀπό τούς συζύγους· πρόσωπα ἴσως τοῦ περιβάλλοντος τῆς ἐργασίας τῶν συζύγων ἤ καί τοῦ γειτονικοῦ ἀκόμη περιβάλλοντος. Ὅλα αὐτά τά πρόσωπα πολλές φορές, θελημένα ἤ ἀθέλητα, ἀπό καλή ἤ κακή πρόθεση, μέ τίς ἐπεμβάσεις τους προσφέρουν κακή ὑπηρεσία στούς νεονύμφους πού ὑποτίθεται ὅτι τούς ἀγαποῦν καί πώς ἐνδιαφέρονται γι᾿ αὐτούς.

Γιά ὅλα αὐτά τά πρόσωπα πού μπορεῖ νά εἶναι ἀκόμη καί οἱ γονεῖς ἤ τά ἀδέρφια τῶν νεονύμφων, οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι τους, οἱ συνάδελφοι στήν ἐργασία τους, οἱ γείτονες ἤ καί οἱ ἁπλῶς γνωστοί τους, γιά ὅλους αὐτούς πού δείχνουν καλοδιάθετο ἤ ὑποκριτικό ἐνδιαφέρον γιά τό ἀντρόγυνο, μέ ἀπώτερο στόχο τή διάλυση τοῦ δεσμοῦ του, ὁ λόγος τῆς Γραφῆς εἶναι κατηγορηματικός καί ἠχεῖ, κατά κάποιο τρόπο, προειδοποιητικά καί ἀπαγορευτικά· «Ὅ ὁ Θεός συνέζευξεν ἄνθρωπος μή χωριζέτω» (Ματθ. ιθ´, 6 καί Μάρκ ι´, 9). Εἶναι πολύ βαριά ἡ εὐθύνη τῶν προσώπων αὐτῶν πού, ἀντί νά ἀμβλύνουν τίς ἀντιθέσεις τοῦ ἀντρόγυνου καί νά συντελέσουν, μέ τρόπο διακριτικό, στήν ὁμαλοποίηση τῶν σχέσεών του, «ρίχνουν λάδι στή φωτιά» ἤ, τό χειρότερο, τό προτρέπουν καί τό ἐξωθοῦν στό διαζύγιο.

Στίς περιπτώσεις αὐτές τό ἀντρόγυνο θά πρέπει νά «διακρίνει» πρόσωπα καί προθέσεις καί νά λαμβάνει ὑπόψη του μόνο τίς ἐποικοδομητικές συμβουλές, ὅ,τι πραγματικά συντελεῖ στήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεών του καί γενικά ὅ,τι στηρίζει τό γάμο του. Ἄν ὅμως διαβλέπει ὅτι ὁ ρόλος τῶν προσώπων αὐτῶν εἶναι ἀρνητικός καί διαλυτικός, τότε πιά θά πρέπει νά τά ἀπομακρύνει ὅσο ἀκόμη εἶναι νωρίς, νά κωφεύει ἴσως στά λεγόμενά τους καί νά μήν ἐπιτρέπει ἀναμίξεις στίς προσωπικές του ὑποθέσεις.

Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει σημασία εἶναι νά καταλάβει τό ἀντρόγυνο ὅτι πρέπει νά στηρίζεται στίς δικές του δυνάμεις, νά προσπαθεῖ μέ εἰλικρίνεια νά συζητάει τά ὁποιαδήποτε προβλήματα δυσκολεύουν τήν ἁρμονική του συμβίωση καί, μακριά ἀπό ἐγωϊσμούς, μέ πνεῦμα κατανόησης, ἀνεκτικότητας καί ἀγάπης νά βρίσκει μόνο του τίς σωστές λύσεις στά θέματα πού κάθε φορά ἀνακύπτουν καί θέτουν σέ δοκιμασία τίς συζυγικές σχέσεις.

24. «Καί δός τῇ παιδίσκῃ ταύτῃ ἐν πᾶσιν ὑποταγῆναι τῷ ἀνδρί, καί τόν δοῦλον σου τοῦτον εἶναι εἰς κεφαλήν τῆς γυναικός». Γιά τήν ὑποταγή τῆς γυναίκας στόν ἄντρα καί γιά τό ρόλο τοῦ ἄντρα ὡς κεφαλῆς τῆς γυναίκας βλ. παρακάτω στά σχόλια πάνω στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα.

Ὁ Λειτουργός ἐπικαλεῖται τό Θεό νά εὐλογήσει τούς νεονύμφους, ὅπως ἀκριβῶς εὐλόγησε φημισμένα γιά τήν πίστη τους καί ὑποδειγματικά γιά τήν ἀρετή τους ἀντρόγυνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

25. Ἀνάμεσα στά εὐλογημένα ἀντρόγυνα τῆς προηγούμενης εὐχῆς πού ἐπαναλαμβάνονται στήν παρούσα μνημονεύονται ἐπιπλέον ἐδῶ· ὁ Μωϋσῆς καί ἡ Σεπφόρα, ἕνας ἀπό τούς γόνους τῶν ὁποίων ὑπῆρξε ὁ Ἐλιέζερ, καί οἱ γονεῖς τῆς Παναγίας, ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα. Γιά ὅλα αὐτά τά ἀντρόγυνα καί τί σημασία ἔχει ἡ μνεία τους γιά τούς νεονύμφους βλ. παραπάνω σχόλ. ἀριθ. 12.

Ὁ Λειτουργός παρακαλεῖ τό Θεό νά ἐκδηλώσει πλήρη τήν προστασία του καί τήν εὔνοιά του πρός τούς νεονύμφους καί νά τούς κάμει νά νιώσουν τή χαρά πνευματικῶν ἀγώνων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα βιβλικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν μορφῶν.

26. «Διαφύλαξον αὐτούς, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν...». «Μνημόνευσον αὐτῶν, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν...». Ἡ Ἁγία Γραφή πέρα ἀπό τά εὐλογημένα ἀντρόγυνα βρίθει καί ἀπό μορφές, στίς ὁποῖες ἐκδηλώθηκε κατά τρόπο θαυματουργικό ἀμέριστη ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ. Ὡς τέτοιες μορφές ἀναφέρονται ἐνδεικτικά ὁ Νῶε, ὁ Ἰωνᾶς, οἱ ἅγιοι τρεῖς Παῖδες· ἀκόμη ὁ Ἐνώχ, ὁ Σήμ καί ὁ Ἠλίας (ὁ Προφήτης)· ἐπίσης ἀναφέρονται οἱ ἅγιοι Σαράντα Μάρτυρες πού μαρτύρησαν τό 320 στή Σεβάστεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὅπως λοιπόν διαφύλαξε τίς ἅγιες αὐτές μορφές καί δέν τίς ἐγκατέλειψε στίς δύσκολες στιγμές ὁ Θεός, ἔτσι ἄς προστατεύει καί τούς νεονύμφους. Ἡ ἴδια μέριμνα καί προστασία τοῦ Θεοῦ ἄς ἐκδηλώνεται καί στούς γονεῖς τῶν νεονύμφων, τούς κουμπάρους καί ὅλο τό ἐκκλησίασμα.

Θά ἤθελα στό σημεῖο τοῦτο νά διευκρινίσω πώς γιά τά εὐλογημένα ἀντρόγυνα καί τίς ἅγιες μορφές πού ἀναφέρονται στίς δύο πρῶτες μεγάλες τῆς εὐλογίας εὐχές τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος δέν ἦταν δυνατό νά γίνει λόγος ἐκτενής. Ὅλα τοῦτα τά πρόσωπα, τόσο τῆς Παλιᾶς ὅσο καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, στά ὁποῖα ποικιλοτρόπως ἐκδηλώθηκε ἡ εὐλογία, ἡ εὔνοια καί ἡ προστασία τοῦ Θεοῦ, εἶναι λίγο πολύ γνωστά στούς ἀναγνῶστες ἀπό τά παιδικά τους ἀκόμη χρόνια. Ἡ λεπτομερής ἐξάλλου ἐξιστόρηση τοῦ βίου καί τῆς πολιτείας τοῦ καθενός ἀπ᾿ αὐτά τά πρόσωπα θά μᾶς ξεμάκρυνε ἀπό τόν πραγματικό σκοπό τῆς συγγραφῆς τοῦ παρόντος πονήματος πού ἀποβλέπει κυρίως στό νά καταστήσει κατανοητή στό μέσο ἀναγνώστη τήν ὅλη ἱερολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Συνοπτικό πάντως ἐγκώμιο τῶν βιβλικῶν μορφῶν Ἐνώχ, Νῶε, Σήμ, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, Ἰακώβ, Ἰωσήφ, Μωϋσῆ καί Ἠλία μπορεῖ νά ἰδεῖ ὁ ἀναγνώστης στήν ἴδια τήν Π.Δ. (Σοφία Σιράχ κεφ. 44-49). Ἐπιγραμματικά μόνο ἐδῶ σημειώνω τά ἑξῆς γιά ὁρισμένα ἀπό τά πρόσωπα τῆς β´ Εὐχῆς·

α) Γιά τό Νῶε ἡ Γραφή λέει τό ἑξῆς χαρακτηριστικό· «Νῶε δέ εὗρεν χάριν ἐναντίον (= ἐνώπιον) Κυρίου τοῦ Θεοῦ» (Γεν. 6, 8)· γι᾿ αὐτό καί, ὅταν «οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεῴχθησαν, καί ἐγένετο ὁ ὑετός ἐπί τῆς γῆς τεσσαράκοντα ἡμέρας καί τεσσαράκοντα νύκτας» (Γεν. 7, 11-12), τόν γλίτωσε ὁ Θεός ἀπό τό μεγάλο κατακλυσμό καί στή συνέχεια μετά τήν ἔξοδό του ἀπό τή σωτήρια κιβωτό «ηὐλόγησεν ὁ Θεός τόν Νῶε καί τούς υἱούς αὐτοῦ» (Γεν. 9, 1).

β) Γιά τήν ἐκδήλωση τῆς ὑπερφυσικῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ἰωνᾶ σημειώνουμε μόνο μιά ἐπιγραμματικότατη φράση ἀπό τόν Εἱρμό τῆς στ´ Ὠδῆς τοῦ Κανόνα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων· «Σπλάγχνων Ἰωνᾶν ἔμβρυον ἀπήμεσεν ἐνάλιος θήρ, οἷον ἐδέξατο». Περισσότερα γιά τόν Ἰωνᾶ, τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία μέ τό θαλάσσιο κῆτος ἀποτελεῖ σταθερό σχεδόν θέμα τοῦ Εἱρμοῦ τῆς στ´ Ὠδῆς τῶν Κανόνων, βλ. στό φερώνυμο βιβλίο τῆς Π.Δ. κεφ. 1-4.

γ) Τήν ἱστορία τῶν «τριῶν παίδων» καί τήν ἐκδήλωση τῆς θεϊκῆς προστασίας μᾶς δίνει ἐξίσου συνοπτικότατα ὁ ὑμνογράφος μέ τόν Εἱρμό τῆς ζ´ Ὠδῆς τοῦ ἴδιου Κανόνα· «Οἱ παῖδες, εὐσεβείᾳ συντραφέντες, δυσσεβοῦς προστάγματος καταφρονήσαντες, πυρός ἀπειλήν οὐκ ἐπτοήθησαν· ἀλλ᾿ ἐν μέσῳ τῆς φλογός ἑστῶτες ἔψαλλον· Ὁ τῶν πατέρων Θεός εὐλογητός εἶ». Ὁλόκληρο τό περιστατικό καί τόν ὕμνο τῶν «τριῶν παίδων» πού ἀποτελοῦν ἀντίστοιχα σταθερά σχεδόν θέματα τῶν Εἱρμῶν τῶν ζ´ καί η´ Ὠδῶν τῶν Κανόνων βλ. στήν Π.Δ., Δανιήλ, κεφ. 3. δ) Γιά τόν Ἐνώχ ἡ Γραφή σημειώνει· «Καί εὐηρέστησεν Ἐνώχ τῷ Θεῷ καί οὐχ ηὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτόν ὁ Θεός» (Γεν. 5, 24. Πρβλ. καί· Ἑβρ. ια´, 5).

ε) Ὁ Σήμ πού, γιά τό μεγάλο σεβασμό πού ἔδειξε στόν πατέρα του (τό Νῶε), ἔλαβε τήν εὐλογία του, ἔζησε, κατά τή Γραφή, ἑξακόσια χρόνια «καί ἐγέννησεν υἱούς καί θυγατέρας» (Γεν. 11, 11). στ) Ἡ ἱστορία τοῦ προφήτη Ἠλία, τοῦ «ἔνσαρκου» αὐτοῦ ἀγγέλου, γνωστή λίγο πολύ ἀπό τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου (Βασιλ. Γ´, ιζ´ 1-24, Βασιλ. Γ´, ιη´ 1, 17 - ιθ´ 10 καί 15-16, Βασιλ. Γ´, ιθ´ 19-21 καί Βασιλ. Δ´, β´ 1-4 καί 6-14) εἶναι γεμάτη ἀπό τή θαυμαστή προστασία τοῦ Θεοῦ.

ζ) Τέλος ἡ ἀναφορά στή χαρά πού δοκίμασε ἡ ἁγία Ἑλένη, ὅταν βρῆκε τόν τίμιο Σταυρό μᾶς ἀπογειώνει ἀπό τά ὑλικά καί ἐπίγεια καί μᾶς ἀνάγει, μᾶς ἐξυψώνει σέ ἀνώτερες σφαῖρες, σέ πνευματικότερα ἐπίπεδα. Γιατί μπορεῖ βέβαια ἡ Ἐκκλησία, ὅπως τουλάχιστο φαίνεται ἀπό τό περιεχόμενο τῶν εὐχῶν τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος, νά καταφάσκει κατά τρόπο ρεαλιστικό τά ὑλικά ἀγαθά καί τίς ποικίλες χαρές τοῦ ἔγγαμου βίου· μπορεῖ, ὅπως χαρακτηριστικά εἰπώθηκε, σέ καμιά ἄλλη ἱεροτελεστία ὅσο σ᾿ αὐτή τοῦ γάμου τό πνεῦμα νά πλησιάζει τόσο πολύ πρός τή σάρκα καί νά καθιστᾶ τίς φυσικότερες ὁρμές τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἁγιασμοῦ· αὐτό ὅμως μέ κανένα τρόπο δέ σημαίνει πώς μένει σ᾿ αὐτά· ἀντίθετα μάλιστα, κατά τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅλα αὐτά τά ἐντάσσει στήν πορεία τῆς σωτηρίας τῶν συζύγων. Ἔτσι ὁ γάμος ἀποκτᾶ ἕνα βαθύ πνευματικό περιεχόμενο· ἀπεγκλωβίζεται ἀπό τήν ὑποταγή του σέ μιά βιολογική, ἀποκλειστικά, ἤ ψυχολογική ἀναγκαιότητα καί ἀποβλέπει μέ τήν κοινή πνευματική προσπάθεια τῶν συζύγων στήν προσωπική ἐνεργοποίηση τῶν δώρων τῆς θείας χάρης πού δέχονται κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου.

Γι᾿ αὐτό καί κάθε πνευματική νίκη στήν πορεία πρός τό «καθ᾿ ὁμοίωση» εἶναι πρόξενος χαρᾶς μονιμότερης ἀπ᾿ αὐτή πού προκαλοῦν οἱ ὑλικές ἀπολαύσεις· χαρᾶς σάν αὐτή πού ἔνιωσε «ἡ μακαρία Ἑλένη, ὅτε εὗρε τόν τίμιον Σταυρόν»· χαρᾶς σάν αὐτή πού ἔνιωθαν, ἀκόμη καί κατά τή διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τους, οἱ ἀναρίθμητοι μάρτυρες τῆς πίστεως. Μιά τέτοια χαρά μποροῦν νά αἰσθάνονται καί οἱ νεόνυμφοι, τό κάθε ἀντρόγυνο, καθώς θά πορεύεται χέρι–χέρι καί ἀγωνιστικά πρός τήν τελείωση καί θά ἔχει συμπαραστάτη καί βοηθό τόν ἴδιο τό Θεό. Καί μιά τέτοια χαρά εἶναι πράγματι κτῆμα μόνιμο καί ἀναφαίρετο. Εἶναι ἡ χαρά γιά τήν ὁποία εἶπε χαρακτηριστικά ὁ Κύριος· «Καί χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καί τήν χαράν ὑμῶν οὐδείς αἴρει ἀφ᾿ ὑμῶν» (Ἰω. ιστ´, 22).

«Εὐχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων»

27. «Μνημόνευσον, Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, καί τῶν ἀναθρεψάντων αὐτούς γονέων...». Στό σημεῖο τοῦτο τῆς Εὐχῆς ὁ Λειτουργός παρακαλεῖ τό Θεό νά μή λησμονήσει, ἀλλά νά σκεπάζει πάντοτε μέ τό προστατευτικό του χέρι καί τούς γονεῖς τῶν νεονύμφων καί ἐπάγει ὡς δικαιολογία τό· «ὅτι εὐχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων». Ἡ φράση, λόγω τοῦ κύρους της, ἔχει καταντήσει σχεδόν παροιμιώδης.

Τά παιδιά ζητοῦν συνήθως τήν εὐχή τῶν γονιῶν τους· πρβλ. τίς φράσεις· «δέ θά μοῦ δώσεις τήν εὐχή σου;» ἤ «δῶσ᾿ μου τήν εὐχή σου». Καί οἱ γονεῖς συνήθως δίνουν μ᾿ ὅλη τους τήν καρδιά τήν εὐλογία τους, τήν εὐχή τους· πρβλ. τίς φράσεις· «σοῦ δίνω τήν εὐχή μου» ἤ «τήν εὐχή μου νά ᾿χεις». Ἡ εὐχή τῶν γονέων εἶναι γεμάτη νόημα, γεμάτη ἀγάπη, γεμάτη προσδοκία καί ἐλπίδες γιά τήν προκοπή τῶν παιδιῶν τους πού τή στιγμή αὐτή ἑνώνονται μέ τό δεσμό τοῦ γάμου. Εὐχή πού δέν εἶναι κενός λόγος καί «τυπική» ἔκφραση, ὅπως ἵσως ἡ εὐχή πολλῶν ἀπό τούς καλεσμένους πού παρακολουθοῦν τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου.

Οἱ εὐχές τῶν γονέων, εἶναι, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, ἡ κατακλείδα ὅλων τῶν μέχρι τή στιγμή αὐτή φροντίδων, τοῦ ἐνδιαφέροντος καί τῶν θυσιῶν τους γιά τά παιδιά τους. Γι᾿ αὐτό καί ἀνάμικτα εἶναι τά συναισθήματα πού νιώθουν οἱ γονεῖς κατά τόν ἀποχωρισμό τῶν τέκνων τους, ἰδιαίτερα τῶν κοριτσιῶν, ὅταν παντρεύονται. Χαρά ἀπό τή μιά πού ἀξιώθηκαν νά τά παντρέψουν· λύπη καί πίκρα ἀπό τήν ἄλλη πού μέ τό γάμο τους τά «χάνουν»· ἀγωνία γιά τήν προκοπή τους καί τήν εὐτυχία τους. Ἀπό τήν ἑλληνική ἀρχαιότητα ἤδη ὁ τραγικός Εὐριπίδης, ὁ μεγάλος αὐτός ἀνατόμος τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, τό εἶχε παρατηρήσει αὐτό·

ἀποστολαί γάρ μακάριαι μέν, ἀλλ᾿ ὅμως
δάκνουσι τούς τεκόντας, ὅταν ἄλλοις δόμοις
παῖδας παραδιδῷ πολλά μοχθήσας πατήρ
(Ἰφιγ. ἐν Αὐλ. 688-690).

Δηλαδή· Χαρά εἶναι ὁ γάμος, οἱ γονεῖς ὅμως πικραίνονται· ὁ πατέρας, πού πολύ κουράστηκε, πικραίνεται, ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά παραδώσει τά παιδιά του σέ ἄλλα, ξένα σπίτια.

Ἐξίσου ἐκφραστικά εἶναι καί τά δημοτικά μας τραγούδια πού ἀναφέρονται στό ἴδιο θέμα·

Ἄσπρη κατάσπρη πέρδικα πού ᾿χα στή γειτονιά μου!
Ἦρθαν ξένοι παντάξενοι, ἦρθαν καί μᾶς τήν πῆραν·
ξεῖσκιωσαν τά σπίτια μας καί ᾿σκιώσανε τά ξένα

τραγουδοῦν σέ τόνο σοβαρό χορεύοντας «στά τρία» οἱ οἰκεῖοι καί συγγενεῖς τῆς νύφης τή στιγμή πού αὐτή φοράει τό φόρεμα τό νυφικό. Καί ἐπιτείνεται ὁ πόνος καί ἡ πίκρα τῶν γονέων, καθώς ἀκούγεται τό τραγούδι πού λέγεται γιά λογαριασμό τῆς νύφης τήν ὥρα πού ξεκινοῦν γιά τό «στεφάνωμα».

Ἀφήνω γειά στό σπίτι μου καί γειά στούς συγγενεῖς μου·
ἀφήνω γειά στή μάνα μου καί στά γλυκά μ᾿ ἀδέρφια·
ἀφήνω στή μανούλα μου τρία γυαλιά φαρμάκι·
τό ᾿να νά παίρνει τό πρωΐ, τ᾿ ἄλλο τό μεσημέρι·
τό τρίτο τό φαρμακερό νά παίρνει βράδυ βράδυ*.

----------------------------

* Οἱ στίχοι προέρχονται ἀπό δημοσιευμένη προσωπική συλλογή μου δημοτικῶν τραγουδιῶν (βλ. σχόλ. ἀριθ. 59).

----------------------------

Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους οἱ εὐχές τῶν γονέων δικαιολογημένα θεωροῦνται ὅτι στηρίζουν τά θεμέλια τοῦ σπιτικοῦ τῶν νεονύμφων· «εὐχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οἴκων».

Καί θά πρέπει κανονικά οὔτε τά τέκνα πού ἔρχονται «εἰς γάμου κοινωνίαν» νά ἀδιαφοροῦν γιά τή συγκατάθεση καί τήν εὐχή τῶν γονιῶν τους· γιατί τοῦτο μαρτυρεῖ ἀσέβεια καί ἀχαριστία πρός τούς γονεῖς πού τά ἀνάθρεψαν καί πάντοτε θέλουν τό καλό τους. Οὔτε ὅμως καί οἱ γονεῖς θά πρέπει νά διστάζουν καί νά ἀρνοῦνται νά δίνουν τήν εὐχή τους ἀπό πεῖσμα καί ἐγωισμό, ἐπειδή δέν ἐγκρίνουν ἴσως τήν ἐκλογή τοῦ συντρόφου τῶν παιδιῶν τους· γιατί καί τοῦτο δέν εἶναι σωστό. Τό δίκαιο καί τό σωστό εἶναι οἱ γονεῖς νά ποῦν τή γνώμη τους καί μέ τήν πείρα πού τούς διακρίνει νά ζητήσουν νά προφυλάξουν τά τέκνα τους ἀπό τυχόν βιαστικές ἐνέργειες, γιά νά τά γλιτώσουν ἀπό κινδύνους καί προβλήματα πού θά ἀντιμετωπίσουν πιθανότατα στό συζυγικό τους βίο· ἀπό ἐκεῖ καί πέρα θά πρέπει νά ἀφεθεῖ νά ἐνεργήσει ἡ ἐλεύθερη βούληση καί ἡ προσωπική εὐθύνη τῶν μελλονύμφων. Γενικά ὅμως θά πρέπει νά καταβάλλεται προσπάθεια καί ἀπό τίς δύο μεριές νά μήν παρατηροῦνται τέτοιες ἀκρότητες· γιατί ὁπωσδήποτε, σέ τελική ἀνάλυση, αὐτές δέν προοιωνίζονται καί δέ συντελοῦν στήν εὐτυχία τοῦ νέου ἀντρόγυνου.

Καί γιά νά ὑπογραμμίσουμε τή διαχρονική ἀξία καί ἰσχύ πού ἔχει ἡ ἀνωτέρω παροιμιώδης ἔκφραση τῆς Εὐχῆς, καθώς καί τή μεγάλη σημασία πού ἔχουν οἱ ἐγκάρδιες εὐχές τῶν γονέων γιά τήν προκοπή τῶν νεονύμφων καί τή στήριξη τοῦ σπιτικοῦ τους θά ἐπικαλεστοῦμε ἐδῶ ἕνα ἀνάλογο χωρίο ἀπό τή σοφία τῆς Γραφῆς· «εὐλογία πατρός στηρίζει οἴκους τέκνων, κατάρα δέ μητρός ἐκριζοῖ θεμέλια» (Σοφία Σειράχ 3, 9).

28. «Ὕψωσον αὐτούς ὡς τάς κέδρους τοῦ Λιβάνου». Ἡ (καί ὁ) κέδρος εἶναι δέντρο μεγάλο καί μακροβιότατο· ζεῖ μέχρι 2.500 χρόνια περίπου· τό ξύλο του εἶναι εὔοσμο (μυρωδάτο) καί στερεό. Συμβολίζει τήν ὀμορφιά καί τή χάρη, τή μακροβιότητα, τήν εὐρωστία. Ἑπομένως ἡ ἀνωτέρω φράση τῆς εὐχῆς ἔχει γιά τούς νεονύμφους καθαρά συμβολικό χαρακτήρα.

29. «Ἵνα, πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες, περισσεύσωσιν εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν καί σοί εὐάρεστον». Ἡ φράση, ἐλαφρά τροποποιημένη γιά τήν περίπτωση τῶν νεονύμφων, εἶναι ἀπό τίς συμβουλές πού δίνει ὁ Παῦλος στούς Κορινθίους γιά τήν ὀρθή χρήση τῶν ἀγαθῶν καί τό πνεῦμα τῆς γενναιόδωρης προσφορᾶς πρός τόν πλησίον πού πρέπει νά τούς διέπει. «Δυνατός δέ ὁ Θεός πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντί πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν» γράφει συγκεκριμένα ὁ ἀπόστολος στήν ἐπιστολή του (Β´ Κορ. θ´, 8). Καί προφανῶς αὐτό ἀκριβῶς τό μήνυμα προσπαθεῖ νά περάσει ἡ Ἐκκλησία στούς νεονύμφους στό σημεῖο τοῦτο τῆς Εὐχῆς. Ὁ Θεός δηλαδή, πού εἶναι ἡ πηγή «παντός ἀγαθοῦ», «ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν», εἶναι σέ θέση καί ἔχει τή δύναμη ὄχι μόνο νά παρέχει πάντοτε ἄφθονα τά ποικίλα ἀγαθά Του στούς νεονύμφους ἀλλά καί νά ἐνισχύει τήν καλή τους διάθεση γιά ἀγαθοεργίες εὐάρεστες στό Θεό. Βλ. καί παραπάνω σχόλ. ἀριθ. 18.

30. «Ὁ Θεός ὁ ἅγιος, ὁ πλάσας ἐκ χοός τόν ἄνθρωπον, καί ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ ἀνοικοδομήσας γυναῖκα, καί συζεύξας αὐτῷ βοηθόν κατ᾿ αὐτόν, διά τό οὕτως ἀρέσαι τῇ σῇ μεγαλειότητι, μή μόνον εἶναι τόν ἄνθρωπον ἐπί τῆς γῆς». Βλ. παραπάνω σχόλ. ἀριθ. 11, 21 καί 23.

31. «Ἐξαπόστειλον τήν χεῖρα σου ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου». Βλ. παραπάνω, σχόλ. ἀριθ. 14.

32. «Καί ἅρμοσον τόν δοῦλον σου (τόνδε), καί τήν δούλην σου (τήνδε), ὅτι παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή». Στό σημεῖο τοῦτο τῆς Εὐχῆς ὁ Λειτουργός «ἁρμόζει τάς δεξιάς τῶν νυμφευομένων», σύμφωνα μέ τά ὁριζόμενα στό Μικρό Εὐχολόγιο σέ σχετική ὑποσημείωση. Γι᾿ αὐτό ἡ τρίτη τούτη εὐχή τῆς εὐλογίας λέγεται συνήθως εὐχή συζεύξεως. Ἡ συναρμογή αὐτή, ἡ ἕνωση δηλ. τῶν δεξιῶν χεριῶν τῶν νεονύμφων πού γίνεται μέσω τοῦ Ἱερέα ἀνάγεται σέ παλαιότατους χρόνους. Ἤδη στήν Π.Δ. βλέπουμε τό Ραγουήλ νά πιάνει τήν κόρη του ἀπό τό χέρι καί νά τήν παραδίνει στόν Τωβία, τό μέλλοντα σύζυγό της· «καί ἐκάλεσεν Σάρραν τήν θυγατέρα αὐτοῦ καί λαβών τῆς χειρός αὐτῆς παρέδωκεν αὐτήν τῷ Τωβίᾳ γυναῖκα» (Τωβίτ 7, 13). Μέ τή φράση ἐξάλλου τῆς Εὐχῆς «ὅτι παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή» τονίζεται γιά μιά ἀκόμη φορά (βλ. καί παραπάνω σχόλ. ἀριθ. 19 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἀρραβώνα) πώς ἡ ἕνωση τῶν νεονύμφων εἶναι θέλημα Θεοῦ καί πώς σέ κάθε ἕνωση «νυμφαγωγός» εἶναι ὁ ἴδιος ὁ αἰώνιος καί ἀναλλοίωτος Θεός· ἑπομένως ὁ Ἱερέας μέ τήν πράξη τῆς «ἁρμογῆς», τῆς σύναψης δηλ. «τῶν δεξιῶν», εἶναι σάν νά «ἐγχειρίζει» κατά κάποιο τρόπο ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τή νύφη στό γαμπρό.

Αὐτή ἡ ἴδια ἡ συναρμογή τῶν δεξιῶν τῶν νεονύμφων ἑρμηνεύεται ἀπό πολλούς πώς συμβολίζει τόν ἀδιάσπαστο καί «διά βίου» σύνδεσμό τους, τό ἀδιάλυτο γενικά τοῦ γάμου, τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ δεσμοῦ πού καί «ζυγός» χαρακτηριστικά ἀποκαλεῖται· ἔτσι ἀκριβῶς, ζυγός δηλ., τιτλοφορεῖται ὁ γάμος καί ἀπό τό Μ. Βασίλειο· «ὁ διά τῆς εὐλογίας ζυγός»· ζυγός δηλ. πού τόν εὐλογεῖ ἡ Ἐκκλησία, γιά νά εὐδοκιμήσει καί νά ἀποδώσει (βλ. Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία ζ´, εἰς Ἑξαήμερον, παρ. 7). Καί ἡ ἀντίληψη αὐτή, ὅτι ὁ γάμος δηλαδή εἶναι ζυγός, ἔχει περάσει καί στό θρησκευόμενο λαό μας, ὁ ὁποῖος θυμόσοφα λέει γιά τόν καθένα πού ἔρχεται σέ κοινωνία γάμου· πάει κι αὐτός, μπῆκε στό ζυγό· μιά φράση μέ βαρυσήμαντο νόημα· γιατί δείχνει ἀπό τή μιά τή σοβαρότητα τοῦ δεσμοῦ τοῦ γάμου, τίς δυσκολίες πού ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν οἱ νεόνυμφοι καί τήν ἀνάγκη γιά δημιουργική προσπάθεια καί ἀπό τήν ἄλλη πώς δέν ὑπάρχουν πιά, δέν ἐπιτρέπεται νά ὑπάρχουν, περιθώρια γιά «ἐλεύθερη» δράση ἀπό τούς συζύγους, ἀλλά κάθε ἐνέργειά τους εἶναι ἀνάγκη νά γίνεται «ἀπό κοινοῦ» καί νά ἔχει τή συγκατάθεση καί τῶν δυό, ἄν θέλουν τό καθετί πού ἐπιχειροῦν νά ἔχει καί καλό ἀποτέλεσμα.

Τά στέφανα τοῦ γάμου καί ἄλλα ἐπιμέρους στοιχεῖα τῆς ἱεροτελεστίας

33. «Εἶτα τίθησι τά Στέφανα ἐπί τάς κεφαλάς τῶν Νυμφίων». Τά στέφανα τοῦ γάμου (τά «γαμήλια στέφη» τῶν ἀρχαίων) εἶναι ἕνα ἔθιμο προχριστιανικό. Ἐπειδή ἦταν πολύ διαδομένο, ἡ Ἐκκλησία ἀναγκάστηκε νά τό δεχτεῖ στό μυστήριο τοῦ γάμου, στό στεφάνωμα δηλαδή. Ἔδωσε ὅμως, ὅπως καί σέ τόσα ἄλλα προχριστιανικά ἔθιμα, νέα συμβολική ἑρμηνεία. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι τά στεφάνια, μέ τά ὁποῖα στεφανώνονται οἱ νεόνυμφοι, εἶναι στεφάνια νίκης. Ἐπειδή δηλαδή ἀγωνίστηκαν νά μείνουν ἁγνοί καί δέν ὑπέκυψαν στόν πειρασμό τῆς ἡδονῆς, γι᾿ αὐτό καί στεφανώνονται ὡς ἀήττητοι καί νικητές (βλ. καί σχόλ. ἀριθμ. 61). Τά στέφανα τοῦ γάμου ἀνταλλάσσει πάνω στά κεφάλια τοῦ γαμπροῦ καί τῆς νύφης κατά τή διάρκεια τῆς στέψης πρῶτον ὁ Ἱερέας καί ὕστερα ὁ παράνυμφος, ὁ κουμπάρος. Τά στέφανα μετά τό γάμο φυλάγονται ἀπό τό συζυγικό ζεῦγος στό εἰκονοστάσι ἤ σέ εἰδική στεφανοθήκη, ἐνῶ παλιότερα φυλάγονταν στό σκευοφυλάκιο τοῦ ναοῦ, τοῦ ὁποίου καί ἦταν συνήθως κτήματα (βλ. καί σχόλια ἀριθ. 59 καί 62, ὅπου γίνεται λόγος γιά τή «λύση» τῶν στεφάνων καί τή «συστολή» τῶν συμβόλων τοῦ γάμου).

Πέρα ἀπό τήν ἀνωτέρω συμβολική σημασία πού δίνει στά στέφανα τοῦ γάμου ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἄλλοι ὑποστηρίζουν ὅτι συμβόλιζαν κατά κάποιο τρόπο τήν ἐξουσία καί τήν ἡγεμονία πού περιβάλλονται οἱ νεόνυμφοι καί μέλλουν νά ἀσκήσουν πάνω στά τέκνα τους καί τό λοιπό προσωπικό τοῦ σπιτικοῦ τους. Τή συμβολική τους αὐτή μάλιστα σημασία ἐνισχύει καί ἡ πληροφορία ὅτι στήν παλιά ὀρθόδοξη Ρωσία τά στεφάνια τοῦ γάμου πολλές φορές ἦταν κατασκευασμένα ἀπό ἄργυρο ἤ ἄλλο μέταλλο, σχεδόν ὅμοια μέ τά βασιλικά στέμματα, καί εἶχαν ἐπάνω τους τό ἀποτύπωμα τοῦ Χριστοῦ τό ἕνα (τοῦ γαμπροῦ) καί τῆς Παναγίας τό ἄλλο (τῆς νύφης). Ἡ χρήση τῶν στεφάνων τοῦ γάμου φαίνεται ὅτι καθιερώθηκε στήν Ἐκκλησία ἀπό τόν 4ο αἰώνα, καί μάλιστα γιά πρώτη φορά σέ γάμο μεταξύ χριστιανῶν πού ἦταν Ἕλληνες, γι᾿ αὐτό καί ἐπικράτησε μέχρι σήμερα τό μυστήριο τοῦ γάμου νά ἀποκαλεῖται καί «στέψις» ἤ «στεφάνωμα».

Ἐκτός ἀπό τά στέφανα τοῦ γάμου ἄλλα ἐπιμέρους στοιχεῖα καί ἔθιμα τῆς ἱεροπραξίας τοῦ γάμου εἶναι· α) τά δαχτυλίδια γιά τά ὁποῖα ἔγινε λόγος παραπάνω (βλ. σχόλ. ἀριθ. 3 καί 15 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἀρραβώνα)· β) ὁ νυφικός πέπλος πού χρησιμοποιοῦνταν καί ἀπό τούς ἀρχαίους κατά τήν τέλεση τοῦ γάμου καί ἀφαιροῦνταν μετά τό γαμήλιο δεῖπνο, γίνονταν δηλαδή τά λεγόμενα «ἀνακαλυπτήρια». Παρόμοια συνήθεια φαίνεται πώς ὑπῆρχε καί στούς Ἑβραίους (πρβλ. Γεν. 29, 24–25). Ἰδιαίτερη σημασία ἀπέκτησε ὁ πέπλος (velum) στή Δυτική Ἐκκλησία, ὅπου, κατά τόν Ἀμβρόσιο, συμβόλιζε τή συζυγική αἰδώ. Ἐπικράτησε μάλιστα στή Δύση τό ρῆμα nubeo (=καλύπτω μέ πέπλο) νά σημαίνει αὐτό τό ἴδιο τό μυστήριο τοῦ γάμου, ὅπως στήν Ἀνατολική Ἐκκλησία τό ρῆμα στεφανώνω. Τέλος θά μποροῦσε κανείς νά ἀναφέρει μεταξύ τῶν ἐκκλησιαστικῶν γαμικῶν ἐθίμων τό ὅλο τυπικό τῆς εὐλογίας, τή σύναψη τῶν χειρῶν τῶν νεονύμφων (γιά τήν ὁποία μιλοῦν κυρίως τά ἀρχαιότερα ἀπό τά σωζόμενα Εὐχολόγια), τήν παρουσία τοῦ παρανύμφου (κουμπάρου) κ.ἄ.

Τά δοξασμένα καί τιμημένα στέφανα

34. «Δόξῃ καί τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς». Τό τμῆμα τοῦτο τῆς δέησης εἶναι παραλλαγή ἀντίστοιχης φράσης τοῦ στίχου 6 ἀπό τόν 8ο Ψαλμό. «Ἠλάττωσας αὐτόν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καί τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν». Ἐκεῖ γίνεται λόγος γιά τή δόξα καί τήν τιμή, μέ τήν ὁποία περιέβαλε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο. Μολονότι ὁ ἄνθρωπος μπροστά στό μεγαλειῶδες σύμπαν εἶναι ἀφάνταστα μικρός καί ἀφανής, ἐντούτοις ὁ Θεός τόν στεφάνωσε μέ ἀνυπέρβλητη δόξα καί τιμή καί τόν κατέστησε κυρίαρχο τῆς φύσης καί ὅλων τῶν δημιουργημάτων του. Ἡ ἐξαιρετική καί ἀποκλειστική αὐτή τιμή τοῦ Δημιουργοῦ πρός τόν ἄνθρωπο κάνει τόν ἱερό ψαλμωδό νά ἀπορεῖ καί νά διερωτᾶται πῶς συμβαίνει νά θυμᾶται καί νά φροντίζει τόσο πολύ τόν ἄνθρωπο· «Τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ; ἤ υἱός ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; (στίχ. 5).

Ὁλόκληρος ὁ 8ος Ψαλμός εἶναι ἕνας ὕμνος καί ἐγκώμιο τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό φανερώνεται στή δημιουργία τοῦ σύμπαντος. Πρός τό μεγαλεῖο αὐτό ἀντιπαραβάλλεται ἡ μικρότητα και ἡ μηδαμινότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξαίρεται ἔτσι ἡ ἀγαθότητα καί ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατέστησε τόν ἄνθρωπο κυρίαρχο τῶν δημιουργημάτων του. Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ ψαλμωδός πλέκει ταυτόχρονα καί τό ἐγκώμιο τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἴδιο βλέπουμε νά κάνει καί ἕνας «ἐθνικός» ποιητής, ὁ τραγικός Σοφοκλῆς, ὁ ὁποῖος στήν «Ἀντιγόνη» (στίχ. 333 κ.ἑ.) πλέκει παρόμοιο ἐγκώμιο τοῦ ἀνθρώπου γιά τή θαυμαστή του πορεία πάνω στήν κυριαρχία τῆς φύσης· «Πολλά τά δεινά, κοὐδέν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει...».

Καί οἱ νεόνυμφοι πού τώρα στεφανώνονται μέ τά στέφανα τοῦ γάμου; Τί νόημα μπορεῖ νά ἔχει γι᾿ αὐτούς ἡ τριπλή δέηση τοῦ Ἱερέα «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, δόξῃ καί τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς»; Πῶς θά εἶναι ἔνδοξος καί τιμημένος ὁ ἔγγαμος βίος τους; Πῶς ἀλλιῶς, παρά ἄν δέν ξεχνοῦν ποτέ τήν τιμή καί τή δόξα, μέ τήν ὁποία τούς περιέβαλε ὁ Θεός; Πῶς ἀλλιῶς, παρά ἄν προσπαθοῦν πάντοτε καί μέ κάθε τρόπο νά μήν ἀμαυρώσουν μέ τήν ὅλη τους πολιτεία αὐτή τή δόξα καί τήν τιμή, μέ τήν ὁποία τούς στεφάνωσε ὁ Θεός; Πῶς ἀλλιῶς, παρά ἄν κύριο μέλημά τους εἶναι νά φανοῦν ἀντάξιοι αὐτοῦ τοῦ ὕψους, στό ὁποῖο τούς ἀναβίβασε ὁ Θεός, καί νά μήν ἀλλοιώσουν τό «κατ᾿ εἰκόνα», μέ τό ὁποῖο τούς προίκισε; Πῶς ἀλλιῶς, παρά μόνο ἄν ἔχουν σταθερά τή συναίσθηση αὐτῆς τῆς τιμῆς καί τῆς ἄκρας συγκατάβασης, ἀλλά καί τοῦ χρέους πού ἀπορρέει ἀπ᾿ αὐτή νά πορεύονται σύμφωνα μέ τό θέλημά του; Καί πῶς ἀλλιῶς, παρά ἄν ποτέ δέ λησμονοῦν ὅτι δέν ἔχουν μόνο τήν τιμή νά εἶναι συμμέτοχοι στήν κυριαρχία τῆς φύσης, ἀλλά ὅτι ἔχουν καί τήν ὑποχρέωση νά εἶναι συνδημιουργοί καλῶν ἔργων;

Καί γιά ὅλα αὐτά ὁ ἔγγαμος βίος προσφέρεται στούς νεονύμφους ὡς ἡ ἰδανικότερη «παλαίστρα» καί ὡς τό καταλληλότερο «στάδιον» γιά τή διεξαγωγή τοῦ ἀγώνα. Θά ἀναδειχθοῦν ἄραγε νικητές, ὥστε νά ἀποκτήσει νόημα γι᾿ αὐτούς ἡ πανηγυρική καί χαρμόσυνη ἐπίκληση τοῦ Λειτουργοῦ «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, δόξῃ καί τιμῇ στεφάνωσον αὐτούς»; Θέλουμε νά πιστεύουμε πώς ὁ συνεχής καί συνεπής ἀγώνας τους μέ τή συνδρομή τῆς θείας χάρης θά ἔχει τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα.

Οἱ στίχοι τοῦ Προκειμένου «ἔθηκας ἐπί τήν κεφαλήν αὐτῶν στεφάνους...»

35. «Προκείμενον» στή λειτουργική γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι σύντομοι στίχοι ἤ φράσεις ἀπό τά βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κυρίως τούς Ψαλμούς. Προτάσσεται συνήθως τῶν ἁγιογραφικῶν ἀναγνωσμάτων τῆς Παλιᾶς (στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ) καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἰδιαίτερα τοῦ ἀποστολικοῦ (στή θεία Λειτουργία καί σ᾿ ἄλλες ἱερές Ἀκολουθίες). Στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ λέγεται ἀμέσως μετά τήν «Εἴσοδο» καί τό «Φῶς ἱλαρόν». Γιά καθεμιά μάλιστα ἀπό τίς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας ὑπάρχει ἰδιαίτερο Προκείμενο, «τό Προκείμενον τῆς ἡμέρας», ὅπως λέγεται στό Τυπικό. Στήν Ἀκολουθία ἐπίσης τοῦ Ὄρθρου ἔχουμε τά Προκείμενα πού ψάλλονται ἀπό τό χορό τῶν ψαλτῶν ἀμέσως μετά τά Ἀντίφωνα τῶν Ἀναβαθμῶν τῶν ὀκτώ Ἤχων, καθώς καί τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας (δεσποτικῶν, θεομητορικῶν, τῶν ἁγίων κ.λπ.).

Ἐδῶ οἱ στίχοι τοῦ Προκειμένου πού προτάσσονται τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος εἶναι μέρος τῶν στίχων 4 καί 5 τοῦ Κ´ (20) Ψαλμοῦ· οἱ στίχοι εἶναι ἐλαφρά τροποποιημένοι, εἰδικά γιά τήν περίπτωση τῶν νεονύμφων. Γιά τό συμβολισμό τῶν στεφάνων τοῦ γάμου, ὡς στεφάνων νίκης, βλ. σχόλ. ἀριθ. 33 καί 61.

Ἡ παντοτινή εὐχαριστία «ὑπέρ πάντων» καί ἡ πρός ἀλλήλους ὑποταγή «ἐν φόβῳ Χριστοῦ»

36. Στήν ἀρχή τοῦ πέμπτου (ε´) κεφαλαίου τῆς πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς του ὁ Παῦλος γράφει πώς στίς μεταξύ τους σχέσεις οἱ χριστιανοί πρέπει νά ἔχουν ὡς ὑπόδειγμα τόν Κύριο· νά εἶναι δηλαδή στή ζωή τους «μιμηταί τοῦ Θεοῦ» καί νά περιπατοῦν «ἐν ἀγάπῃ». Καί τοῦτο διότι καί ὁ Χριστός ἀγάπησε τούς ἀνθρώπους καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά χάρη τους καί γιά τή σωτηρία τους. Τούς γράφει στή συνέχεια τί πρέπει νά προσέχουν καί τί νά ἀποφεύγουν στίς μεταξύ τους σχέσεις. Καί πρίν περάσει στά ἀμοιβαῖα καθήκοντα τῶν συζύγων τονίζει τά δύο στοιχεῖα πού βλέπουμε στήν ἀρχή τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος καί πού πρέπει νά διέπουν τή ζωή τῶν χριστιανῶν· Τό ἕνα εἶναι ἡ παντοτινή εὐχαριστία «ὑπέρ πάντων», γιά ὅλα δηλαδή πού μᾶς δίνει ἤ μᾶς στέλνει ὁ Θεός, καί τό ἄλλο ἡ πρός ἀλλήλους ὑποταγή «ἐν φόβῳ Χριστοῦ». Καί μολονότι αὐτά λέγονται καί ἰσχύουν γιά ὅλους γενικά τούς χριστιανούς, εὔκολα μπορεῖ νά συμπεράνει κανείς τήν ἰδιαίτερη σημασία πού ἔχουν γιά τούς νεονύμφους. Ἡ ἀγάπη καί ἡ ὑποταγή τοῦ ἑνός στόν ἄλλο εἶναι τά ἀπαραίτητα στοιχεῖα καί τό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο θά στηριχθεῖ ἡ ὁμαλή συμβίωση καί ἡ εὐτυχία τῶν νεονύμφων.

Πρῶτο καί ὕψιστο καθῆκον τῆς συζύγου ἡ «ἐν παντί» ὑποταγή

37. Οἱ στίχοι αὐτοί ἀναφέρονται στά καθήκοντα τῶν γυναικῶν. Στή συνέχεια ὁ Παῦλος θά κάνει λόγο γιά τά καθήκοντα τῶν ἀνδρῶν. Οἱ στίχοι πού ἀναφέρονται στά καθήκοντα τῶν γυναικῶν (στίχ. 22–24) ἀποτέλεσαν τό ἀντικείμενο ὁλόκληρης ὁμιλίας τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ ὁποία εἶναι γνωστή ὡς Ὁμιλία κ´ (20) καί ἀποτελεῖται ἀπό 30 κεφάλαια. Πρόκειται γιά μιά ὁμιλία πού, μολονότι προέρχεται ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς αἰῶνες, εἶναι πολύ διαφωτιστική καί πολλά ἔχει νά πεῖ καί στά σημερινά ἀντρόγυνα. Ἀπό τήν ὁμιλία αὐτή, στή συνέχεια τοῦ σχολιασμοῦ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος, θά παραθέσουμε μεταφρασμένα μερικά χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα. Βάση τῆς μετάφρασης αὐτῆς ἀποτέλεσε ἡ ἀντίστοιχη μετάφραση ὁλόκληρης τῆς ἀνωτέρω ὁμιλίας πού εἶναι καταχωρισμένη στό τέλος ἑνός χρήσιμου βιβλίου πού κυκλοφόρησε ἡ Πρόνοια Συνεργαζόμενων Χριστιανικῶν Σωματείων «ὁ Ἀπόστολος Παῦλος» μέ τόν τίτλο «Ὅταν ὁ γάμος κλονίζεται...» (Ἀθῆναι, χωρίς χρονολ.).

Τά ὅσα γράφει ὁ Παῦλος γιά τήν ὑποταγή - ὑπακοή τῆς γυναίκας στόν ἄντρα ἠχοῦν ἴσως κάπως παράξενα στήν ἐποχή μας, μιά ἐποχή πού ἡ γυναίκα διεκδικεῖ ἴσα δικαιώματα μέ τόν ἄντρα καί τό φεμινιστικό κίνημα κερδίζει ὅλο καί περισσότερο ἔδαφος. Ἄν ὅμως ἐμβαθύνει κανείς στά λόγια τοῦ ἀποστόλου, θά διαπιστώσει ὅτι δέν ὑπάρχει ὑποβιβασμός τῆς γυναίκας. Ἁπλά ἐκφράζεται ἡ θεία βούληση γιά τήν ἐξασφάλιση τῆς ὁμαλῆς συμβίωσης τοῦ ἀνδρόγυνου. Ὁ Θεός, λοιπόν, μέ τήν πανσοφία του ἔταξε τόν ἄντρα στή θέση τῆς κεφαλῆς καί τή γυναίκα στή θέση τοῦ σώματος. Ὁ ἄντρας προνοεῖ καί φροντίζει γιά τή γυναίκα. Φυσικά πρόκειται γιά τόν ἄντρα ἐκεῖνο πού κάνει τό πᾶν γιά τή γυναίκα του, πού ἡ μεγάλη του ἀγάπη γι᾿ αὐτή τόν κάνει νά μήν ὑπολογίζει κόπους καί κινδύνους· πρόκειται γιά τόν ἄντρα πού τιμᾶ τή γυναίκα του καί μέ πραγματική αὐταπάρνηση προβαίνει καί σέ πράξεις θυσίας ἀκόμη γι᾿ αὐτή. Ἡ γυναίκα γι᾿ ὅλα αὐτά ὑποτάσσεται, ὑπακούει στόν ἄντρα της.

Ἑπομένως ἡ ὑποταγή - ὑπακοή τῆς γυναίκας στόν ἄντρα, γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ Παῦλος, ἡ ἀφοσίωση καί ὁ σεβασμός της πρός αὐτόν δέν εἶναι δουλοπρέπεια, δέν εἶναι δουλική ἀπάντηση σέ ὁποιαδήποτε μορφή καταπίεσης και τυραννικῆς ἐξουσίας τοῦ ἄντρα, ἀλλά ἐμπιστοσύνη, ἀποδοχή καί ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη του. Ἡ ὑπακοή πού ὀφείλει ἡ γυναίκα στόν ἄντρα μεταφράζεται ὡς ἰσχυρή ἀγάπη πρός αὐτόν καί ἐνέχει τήν ἔννοια παραχώρησης τοῦ προβαδίσματος, ἐνῶ ἡ ἀγάπη τοῦ ἄντρα πρός τή γυναίκα μεταφράζεται ὡς αὐτοπροσφορά καί θυσία, ξένη πρός ὁποιαδήποτε αὐταρχικότητα.

Ἡ Ἐκκλησία μας δηλαδή ἀναγνωρίζει, θά λέγαμε, μιά ἱεραρχία στίς σχέσεις τῶν συζύγων μέσα στό γάμο. Στήν ἱεραρχία αὐτή προηγεῖται ὁ ἄντρας καί ἀκολουθεῖ ἡ γυναίκα. Ἡ θέση αὐτή βασίζεται στό γεγονός ὅτι πρῶτος δημιουργήθηκε ὁ ἄντρας καί δεύτερη ἡ γυναίκα ὡς βοηθός του, ὅπως εἴδαμε παραπάνω (βλ. σχόλ. ἀριθ. 11 καί σχόλ. ἀριθ. 19 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἀρραβώνα). «Ἀδάμ γάρ πρῶτος ἐπλάσθη, εἶτα Εὔα» λέγει ὁ Παῦλος (Α´ Τιμ. , β´ 13)· γι᾿ αὐτό καί δέν «ἐπιτρέπει» ὁ ἀπόστολος στή γυναίκα «αὐθεντεῖν ἀνδρός» (Α´ Τιμ., β´ 12), νά ἐξουσιάζει δηλ. τόν ἄντρα της. Αὐτό ὅμως δέ σημαίνει ὅτι τό προβάδισμα πού ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία στόν ἄντρα εἶναι ἐξουσιαστικό καί κυριαρχικό πρωτεῖο. Ἀντίθετα μάλιστα· εἶναι πρωτεῖο εὐθύνης, ἀληθινῆς ἀγάπης καί θυσίας.

Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἱεραρχία στό ἀντρόγυνο εἶναι καθαρά λειτουργική, ἕνας τρόπος δηλ. λειτουργίας τοῦ ζεύγους, καί ἔχει χαρακτήρα δυναμικό, διαλεκτικό καί ζωτικό. Ὁ ἄντρας ὀφείλει πρῶτος αὐτός νά ἀγαπᾶ ὄχι ἐπιφανειακά ἀλλά ἔμπρακτα καί εἰλικρινά τή γυναίκα του, ἐνῶ ἡ γυναίκα καλεῖται ἀπό τή δική της πλευρά νά ἀνταποδίδει γνήσια, αὐθόρμητα καί μέ ἁπλότητα τήν ἀγάπη στόν ἄντρα της δίνοντας σ᾿ αὐτόν τιμητικά τό προβάδισμα μέσα στό γάμο. Ἀπό τό κύκλωμα αὐτό τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης δέν ἐξασφαλίζεται ἁπλά ἡ ὁμαλή συμβίωση ἀλλά, καί αὐτό εἶναι τό σπουδαιότερο, πηγάζει ἡ χαρά καί ἡ καρποφορία καί πραγματοποιεῖται ἡ ἀλληλοσυμπλήρωση, ἡ πνευματική οἰκοδομή καί ἡ τελείωση τοῦ ἀντρόγυνου (πρβλ. καί ἐπισκόπου Ἀχελώου Εὐθυμίου «Ἀθῶος», ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας).

Ὁ παραλληλισμός τῆς σχέσης μεταξύ τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας στό γάμο μέ τή σχέση Χριστοῦ (Νυμφίου) καί Ἐκκλησίας (Νύμφης) ἐξυψώνει τό θεσμό τοῦ γάμου καί ἀπό γεγονός βιολογικῆς ἀποκλειστικά ἤ ψυχολογικῆς ἀναγκαιότητας τόν ἀναδεικνύει καί τοῦ προσδίδει πνευματικό περιεχόμενο. Ὅταν λοιπόν ἡ γυναίκα ὑποτάσσεται καί ὑπακούει στόν ἄντρα της, πρέπει νά τό θεωρεῖ αὐτό σάν πειθαρχία και ὑπακοή στόν ἴδιο τόν Κύριο. Καί ὁ ἄντρας ἀπό τήν ἄλλη μεριά δέν πρέπει νά περιφρονεῖ τή γυναίκα του μέ τήν ἰδέα ὅτι τήν ἐξουσιάζει. Ἀντίθετα σάν ἀντίρροπο τῆς ὑπακοῆς πού τοῦ δείχνει ἡ γυναίκα του αὐτός πρέπει νά τῆς προσφέρει τήν ἀγάπη του και τή φροντίδα του, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Χριστός πού εἶναι κεφαλή καί ἀρχηγός τῆς Ἐκκλησίας και θυσιάστηκε γιά νά σώσει τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας πού τό ἀποτελοῦμε ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι.

Στά ὅσα εἰπώθηκαν παραπάνω θά μποροῦσαν νά προβληθοῦν, δικαιολογημένα ἴσως, ἀντιρρήσεις. Πῶς εἶναι δυνατό ὅλα αὐτά νά ἐφαρμοστοῦν στίς περιπτώσεις πού ἡ γυναίκα εἶναι ἀποδειγμένα ἀξιότερη ἀπό τόν ἄντρα, περισσότερο ἀναπτυγμένη καί καλλιεργημένη, περισσότερο δυναμική, ἀποφασιστική καί δημιουργική; Θά πρέπει καί ἐκεῖ ὁ ἄντρας νά ἔχει τό προβάδισμα; Καί στίς περιπτώσεις ἰσοδυναμίας, ἰσοδύναμης μόρφωσης, ἰσοδύναμων γενικά προσόντων τῶν συζύγων ποιός θά ἔχει τό προβάδισμα; Πῶς μπορεῖ νά ἔχει ἐφαρμογή στίς περιπτώσεις αὐτές ὁ λόγος τοῦ Παύλου; Μήπως ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις; Ὁπότε πῶς μπορεῖ νά εἶναι ἰσχυρό τό ἀποστολικό παράγγελμα;

Πιστεύουμε πώς στίς περιπτώσεις αὐτές τό ἀντρόγυνο πού ἔχει πραγματική ἀγάπη καί μέλημά του εἶναι ἡ ἐξασφάλιση τῆς ὁμόνοιας καί τῆς ὁμαλῆς συμβίωσης, τό ἀντρόγυνο πού βλέπει τό γάμο ὄχι ἁπλά σάν ἕνα συμβατικό θεσμό, ἀλλά ὡς κοινωνία προσώπων πού πραγματώνεται μέ τήν κοινή προσπάθεια καί τήν ἀγωνιστική πορεία τῶν συζύγων ἀπό τό «κατ᾿ εἰκόνα» στό «καθ᾿ ὁμοίωση», τό ἀντρόγυνο πού στοχεύει μ᾿ ἄλλα λόγια νά περάσει μέσα ἀπό τήν ἀγάπη πρός τούς ἄλλους (σύντροφο, τέκνα) καί νά φτάσει στήν τελειότητα καί τή θέωση, δέν ἀντιμετωπίζει τέτοια διλήμματα. Στίς περιπτώσεις αὐτές τά ὁποιαδήποτε προβλήματα ἀντιμετωπίζονται μέ σύνεση, κατανόηση καί διακριτικότητα.

Στίς περιπτώσεις αὐτές μποροῦν κάλλιστα νά ἀντιστραφοῦν οἱ ρόλοι, ἀρκεῖ ἡ ἀντιστροφή αὐτή νά μή γίνει ἀφορμή ἔπαρσης καί ἀλαζονείας αὐτοῦ πού παίζει τό ρυθμιστικό ρόλο στά ζητήματα τῆς οἰκογένειας· ἀρκεῖ νά μήν ἐκτραπεῖ σέ συμπεριφορά πού ταπεινώνει καί ἐκμηδενίζει τόν ἀδύνατο σύντροφο· γιατί ἡ τέλεια ἀγάπη, κατά τόν ἴδιο ἀπόστολο, «οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ», δέ φέρεται δηλ. ἀλαζονικά, δέ φουσκώνει ἀπό οἴηση, δέν προβαίνει σέ ἄσχημες ἐνέργειες (Α´ Κορ., ιγ´ 4–5). Ἡ γυναίκα στίς περιπτώσεις αὐτές ὀφείλει νά ἀπονέμει στόν ἄντρα της τόν προσήκοντα σεβασμό καί νά μήν τόν ἐξουθενώνει. Καί τοῦτο γιά νά ἀποτραποῦν ἀτοπήματα καί ἀνωμαλίες καί νά ἀποφευχθοῦν καταστάσεις πού ἐλάχιστα ἐξυπηρετοῦν τή γαλήνη τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου καί τήν πρέπουσα ἀνατροφή τῶν τέκνων.

Θεμελιῶδες καί ὕψιστο καθῆκον τοῦ συζύγου ἡ εἰλικρινής καί «μέχρι θυσίας» ἀγάπη

38. Ὅπως βλέπουμε, ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι στίχοι (στίχ. 25–33) τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος ἀναφέρονται στά καθήκοντα τοῦ ἄντρα πρός τή γυναίκα. Μόνο μέ τήν ἀκροτελεύτια φράση τοῦ ἀναγνώσματος ὁ Παῦλος ἐπανέρχεται στό καθῆκον, στό χρέος πού ἔχει ἡ γυναίκα «νά φοβᾶται», νά σέβεται δηλαδή καί νά τιμάει τόν ἄντρα της. Πρόκειται γιά τή φράση «ἡ δέ γυνή ἵνα φοβῆται τόν ἄντρα», στό ἄκουσμα τῆς ὁποίας πολλοί ἀπό τούς νεονύμφους συναγωνίζονται οἱ ἀφελεῖς, κατά τή λαϊκή συνήθεια, ποιός θά πατήσει πρῶτος τό πόδι τοῦ ἄλλου, γιά νά μήν τοῦ πάρει ὁ ἄλλος, κατά τή λαϊκή πίστη, τόν «ἀέρα» κατά τή συμβίωση στό γάμο!!! Μιά συνήθεια καί μιά πίστη πού δυστυχῶς δείχνουν μέ πόση ἐλαφρότητα ἀντιμετωπίζουν πολλοί τό μυστήριο τοῦ γάμου, ἀλλά καί πόσο ἀγνοοῦν τή σχετική «ἱερολογία», τά ἱερά καί σοφά δηλαδή λόγια τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος, κατά τή διάρκεια τῆς ὁποίας, μέ τή μεσολάβηση τοῦ Ἱερέα, μεταδίδεται στούς νεονύμφους ἡ θεία Χάρις καί εὐλογία.

Τό στοιχεῖο πού κυριαρχεῖ στά καθήκοντα τοῦ ἄντρα ἀπέναντι στή γυναίκα του εἶναι, ὅπως μπορεῖ νά διαπιστώσει ὁ ἀναγνώστης ἀπό τήν προσεκτική ἀνάγνωση καί μελέτη τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος, ἡ ἀγάπη πού τῆς ὀφείλει· ἀγάπη εἰλικρινής καί ἀπεριόριστη, ἀγάπη ἀκόμη καί χωρίς ἀνταλλάγματα, ἀγάπη σάν αὐτή πού δείχνει πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του, ἀγάπη τέλος πού νά φτάνει, ἄν παραστεῖ ἀνάγκη, καί σ᾿ αὐτή ἀκόμη τή θυσία. Ὅταν τέτοιο εἶναι τό ποιόν καί τόσο τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ ἄντρα πρός τή γυναίκα, τότε καταλαβαίνει κανείς γιατί ὁ Παῦλος τονίζει πώς καί ἡ γυναίκα ἔχει χρέος νά ὑποτάσσεται στόν ἄντρα της «ἐν παντί» καί νά τόν τιμάει ἀπεριόριστα καί μέ κάθε τρόπο. Τότε καταλαβαίνει πόσο παρεξηγημένη ἀπό τούς πολλούς, ἴσως καί ἀπό τό φεμινιστικό κίνημα, εἶναι ἡ θέση στήν ὁποία τάσσει τή γυναίκα μέσα στό γάμο ὁ Παῦλος. Τότε καταλαβαίνει καί πόση ἐπιπολαιότητα κρύβει ἡ λαϊκή συνήθεια καί πίστη, γιά τήν ὁποία ἔγινε λόγος παραπάνω.

Ἄς ἐμβαθύνουμε ὅμως περισσότερο στά καθήκοντα τοῦ ἄντρα πρός τή γυναίκα ὅπως αὐτά διαγράφονται στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα καί συμπυκνώνονται, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, σέ μιά καί μόνη λέξη· ἀγάπη.

α) Ἡ ἀγάπη τοῦ ἄντρα γιά τή γυναίκα πρέπει νά ἔχει ὡς πρότυπο τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιά τήν Ἐκκλησία. Βαρύ πράγματι τό παράγγελμα τοῦ Παύλου καί δυσκατόρθωτο. Πῶς νά ἀγαπήσεις τή γυναίκα σου, ὅπως ὁ Χριστός ἀγάπησε τήν Ἐκκλησία, ὅλους ἐμᾶς δηλαδή τούς ἀνθρώπους πού τήν ἀποτελοῦμε; Ἐκεῖνος ἦταν Θεάνθρωπος, εἶναι ὁ μόνος ἅγιος, ἐνῶ ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι μέ τόσες ἀδυναμίες. Πῶς νά τόν μιμηθοῦμε στό μεγάλο αὐτό ἀγώνισμα; Γι᾿ αὐτό καί ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συγκρίνοντας τήν ἐντολή τοῦ Παύλου πρός τή γυναίκα, νά ὑποτάσσεται καί νά ὑπακούει στόν ἄντρα της, μέ τήν ἐντολή πρός τόν ἄντρα, νά ἀγαπᾶ τή γυναίκα του μέ τόν ἴδιο τρόπο πού ὁ Χριστός ἀγάπησε τόν ἄνθρωπο, βρίσκει πώς ἡ δεύτερη εἶναι δυσκολότερη ἀπό τήν πρώτη στήν ἐφαρμογή. Στή μιά τονίζεται τό μέγεθος τῆς ὑπακοῆς, στήν ἄλλη τό μέγεθος τῆς ἀγάπης. Ἀναμφισβήτητα δύσκολο τό πρῶτο, δυσκολότερο ὅμως τό δεύτερο. Αὐτό ὅμως δέ σημαίνει πώς δέν πρέπει νά προσπαθήσουμε.

Ἀντίθετα, ἔχοντας πάντοτε ὑπόψη μας τό τί ὑπέφερε ὁ Κύριος γιά τή δική μας ἀποκατάσταση καί σωτηρία, γιά τό δικό μας ἐξαγνισμό καί ἁγιασμό, πρέπει διαρκῶς καί ἀδιαλείπτως νά προσπαθοῦμε νά ἀνταποκριθοῦμε σ᾿ αὐτό μας τό καθῆκον, τοῦ ὁποίου ἡ ἐκπλήρωση θά συντελέσει στήν ἐξασφάλιση τῆς ὁμαλῆς συμβίωσης. Ἀρωγός στήν προσπάθειά μας αὐτή θά ἔρθει ὁπωσδήποτε ἡ δύναμη καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ· γιατί αὐτή εἶναι ἐκείνη πού καταφέρνει ὅσα ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά καταφέρουμε. Τό εἶπε καί ὁ Κύριος· «Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστιν» (Λουκ. ιη´ 27), ἐνῶ ὁ Παῦλος ὑπογραμμίζει πώς μᾶς ἀρκεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ καί πώς ἡ δύναμή του βρίσκει τήν τελείωσή της στή δική μας ἀδυναμία· «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γάρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β´ Κορ. ιβ´ 9).

Γιά τό πνεῦμα τῆς ἀγάπης καί τῆς θυσίας πού πρέπει νά κυριαρχεῖ στή συμπεριφορά τοῦ ἄντρα ἀπέναντι τῆς γυναίκας ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά·

«Θέλεις νά σέ ὑπακούει ἡ γυναίκα σου, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τό Χριστό; Προσπάθησε νά φροντίζεις καί νά ἐνδιαφέρεσαι κι ἐσύ γι᾿ αὐτή, ὅπως ὁ Χριστός ἔκαμε γιά τήν Ἐκκλησία. Κι ἄν χρειαστεῖ νά δώσεις τή ζωή σου γιά χάρη της, κι ἄν χρειαστεῖ νά κουραστεῖς ὑπερβολικά πολλές φορές καί γενικά νά ὑπομείνεις καί νά πάθεις πολλά, νά μήν τό ἀποφύγεις. Γιατί δέν πρέπει νά λησμονεῖς πώς κι ἄν κάνεις ὅλα αὐτά, ὅμως στήν οὐσία τίποτε δέν ἔκαμες σέ σχέση μέ ὅσα ἔπραξε ὁ Χριστός γιά τήν Ἐκκλησία. Διότι ἐσύ ὅλα αὐτά τά κάνεις, ἀφοῦ πρῶτα γνωριστεῖς μέ τή γυναίκα σου καί ἀφοῦ τήν ἀγαπήσεις καί ἑνωθεῖς μαζί της μέ τό δεσμό τοῦ γάμου, ἐνῶ ὁ Χριστός τά πρόσφερε ὅλα γιά χάρη ἐκείνης πού τόν ἀποστρεφόταν καί τόν μισοῦσε. Ὅπως λοιπόν Αὐτός ἔδειξε πολλή ἀγάπη καί στοργή γι᾿ αὐτή πού τόν ἀποστρεφόταν και τόν μισοῦσε καί τόν περιφρονοῦσε καί τοῦ φερόταν ὑποκριτικά καί δέ χρησιμοποίησε οὔτε τίς ἀπειλές, οὔτε τίς βρισιές, οὔτε τόν ἐκφοβισμό, οὔτε κάτι ἄλλο παρόμοιο, ἔτσι κι ἐσύ νά συμπεριφέρεσαι πρός τή γυναίκα σου. Ἔστω κι ἄν αὐτή σέ ἀγνοεῖ καί σοῦ φέρνεται ἄσχημα ἤ σέ περιφρονεῖ. Τότε θά μπορέσεις νά τή σκλαβώσεις καί νά τήν ἐπαναφέρεις κοντά σου, ὅταν τῆς δείξεις μεγάλο ἐνδιαφέρον, πολλή ἀγάπη καί στοργή. Διότι δέν ὑπάρχει πιό ἀποτελεσματικό μέσο ἀπό αὐτούς τούς ἱερούς δεσμούς καί μάλιστα στή σχέση τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας. Γιατί τόν ὑπηρέτη σου μέ τό φόβο θά μπορέσεις νά τόν ὑποτάξεις, στήν πραγματικότητα ὅμως οὔτε κι αὐτόν, διότι γρήγορα μόλις βρεῖ εὐκαιρία θά ἐξαφανιστεῖ. Μέ ἐκείνη ὅμως πού ἔγινε σύντροφος τῆς ζωῆς σου, μητέρα τῶν παιδιῶν σου, μ᾿ ἐκείνη πού ἔνιωσες μαζί της κάθε εὐφροσύνη, μ᾿ ἐκείνη νά συνδέεσαι μαζί της ὄχι μέ τό φόβο, οὔτε μέ τίς ἀπειλές, ἀλλά μέ τήν ἀγάπη καί τήν ἀγαθή διάθεση» (Ὁμιλία κ´, κεφ. 4).

β) Ὁ ἄντρας ὀφείλει νά ἀγαπᾶ τή γυναίκα του, ὅπως ἀκριβῶς ἀγαπᾶ τό ἴδιο του τό σῶμα, ὅπως ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του δηλαδή. Μέ πόση, ἀλήθεια, ἁπλότητα τονίζει ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν τό χρέος πού ἔχει ὁ ἄντρας νά ἀγαπᾶ τή γυναίκα του! Ἔτσι, λέει, ὀφείλει νά ἀγαπᾶ τή γυναίκα του, ὅπως ἀγαπᾶ τό ἴδιο του τό σῶμα. Καί ὅποιος ἀγαπᾶ τή γυναίκα του, τόν ἑαυτό του ἀγαπάει. Ποιός, ἀλήθεια, μισεῖ τή σάρκα του καί ἀδιαφορεῖ γιά τό σῶμα του, γιά τόν ἑαυτό του; Κανένας βέβαια. Ἀντίθετα ὅλοι μας τόν προσέχουμε τόν ἑαυτό μας καί τό περιποιούμαστε τό σῶμα μας. Καί ὅμως αὐτό τό παράγγελμα τοῦ Παύλου πού φαίνεται τόσο ἁπλό καί τόσο λογικό, ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, δέν εἶναι καί τόσο εὔκολο στήν ἐφαρμογή, ὅπως δείχνει τουλάχιστο ἡ πραγματικότητα. Καί τοῦτο διότι στήν πορεία πρός ὑλοποίηση τῆς ἀγάπης αὐτῆς ἀναφύονται χίλια δυό ἐμπόδια. Ἡ ἀγάπη, ὅπως τήν ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος καί ὅπως τήν περιγράφει καί τήν ὑμνεῖ ὁ ἴδιος σ᾿ ἄλλη του ἐπιστολή (Α´ Κορ. ιγ´ 1–13) δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση.

Πῶς νά ἀγαπήσεις τή γυναίκα σου, ὅπως ἀγαπᾶς τόν ἴδιο σου τόν ἑαυτό; Τή γυναίκα σου πού ἔζησε καί μεγάλωσε σέ διαφορετικό ὁπωσδήποτε περιβάλλον, πού ἔχει διαφορετικές ἀπό ἐσένα συνήθειες, ἀντιλήψεις καί πεποιθήσεις ὄχι ὅμοιες μέ τίς δικές σου, δικό της πιστεύω καί βιοθεωρία, δική της τελοσπάντων ἰδιοσυγκρασία καί προσωπικότητα; Τή γυναίκα σου πού ἔχει ἴσως ἰδιορρυθμίες, ἰδιοτροπίες, ἀδυναμίες καί ἐλαττώματα ἀνυπόφορα; Πῶς ἀκόμη νά τήν ἀγαπήσεις, ὅταν μέ τόν καιρό διαπιστώνεις πώς ὑπάρχουν βασικές διαφορές ἀνάμεσα στό δικό σου καί τό δικό της χαρακτήρα; Πῶς, πολύ περισσότερο, νά τῆς δείξεις τόση ἀγάπη, ὅταν βλέπεις ὅτι σέ πικραίνει καί σέ στενοχωρεῖ, συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα, μέ χίλιους δυό τρόπους; Εἶναι δυνατόν; Καί ὅμως ὁ Παῦλος ἐπιμένει· «οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄντρες ἀγαπᾶν τάς ἑαυτῶν γυναῖκας, ὡς τά ἑαυτῶν σώματα». Γιατί; Γιατί ἁπλούστατα αὐτό πού ἐμεῖς θεωροῦμε παράλογο ὁ ἀπόστολος τό θεωρεῖ λογικό καί ἀπαραίτητο γιά τήν ὁμαλή καί παντοτινή, ἰσόβια συμβίωση.

Καί τό θεωρεῖ λογικό, διότι μέ τό γάμο ὁ ἄντρας καί ἡ γυναίκα ἀποδεσμεύονται ἀπό κάθε ἄλλο δεσμό, ἀπό κάθε ἄλλη ἐπιρροή (φίλων, συγγενῶν, ἀδελφῶν καί αὐτῶν ἀκόμη τῶν γονέων, τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας) καί γίνονται πιά ἕνα σῶμα, μιά σάρκα. Εἶναι πλέον μέλη ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ σώματος. Θά ἦταν λοιπόν παράλογο τό ἕνα μέλος νά ἐργάζεται καί νά ἐνεργεῖ σέ βάρος τοῦ ἄλλου, θά ἦταν παράλογο νά μή συνεργάζονται ἁρμονικά· γιατί, ἄν γίνει κάτι τέτοιο, ἑπόμενο εἶναι ὅλο τό σῶμα νά καταστραφεῖ. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καταστρέφεται καί ὁ γάμος, ὅταν ὁ ἄντρας καί ἡ γυναίκα δέ συνεργάζονται, ὅταν ὁ καθένας τραβάει τό δρόμο του, ὅταν λείπει ἡ ἀγάπη, ὁ ἰσχυρός καί συνεκτικός καί σωτήριος αὐτός δεσμός τοῦ ἀντρόγυνου. Κλονίζεται ὁ γάμος καί πολλές φορές διαλύεται, ὅταν ὁ ἄντρας ἤ ἡ γυναίκα ἤ καί οἱ δυό μαζί δέν κατορθώνουν νά ἀποδεσμευθοῦν ἀπό πρόσωπα καί πράγματα καί γίνονται ἕρμαια ξένων ἐπιρροῶν.

Κλυδωνίζεται καί διασαλεύεται ὁ γάμος, ὅταν δέ βασιλεύει ἀνάμεσα στό ἀντρόγυνο ἡ πραγματική ἀγάπη, ἡ ὁποία, κατά τόν Παῦλο (Α´ Κορ. ιγ´ 4–7) «μακροθυμεῖ», «πάντα στέγει», «πάντα ὑπομένει» καί «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς»· ὅποιος δηλ. πραγματικά ἀγαπᾶ εἶναι μεγαλόψυχος, ἀνεκτικός καί μέ πλατιά καρδιά· εἶναι μακρόθυμος· σκεπάζει καί παραβλέπει τίς ἐλλείψεις καί τίς ἀδυναμίες τοῦ συντρόφου του· τό χαρακτηριστικό του γνώρισμα εἶναι ἡ ὑπομονή πού δείχνει σέ κάθε περίπτωση· δέν ἐξετάζει τί τόν συμφέρει καί δέν ἐπιδιώκει, δέν ἐπιζητεῖ τό ἀτομικό του συμφέρον.

Ἀναφέραμε παραπάνω ἐνδεικτικά ὁρισμένες ἀπό τίς ἀντικειμενικές δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζει ἐνδεχομένως ὁ ἄντρας στήν ὑλοποίηση τῆς ἀγάπης πρός τή γυναίκα του, ὅπως τήν παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος.

Μήπως ὅμως ὑποκριτικά ἤ τελοσπάντων χωρίς νά τό καταλαβαίνει ὑπερβάλλει; Μήπως ὁ ἐγωισμός του τόν ἐμποδίζει νά δεῖ τίς δικές του ἀδυναμίες, τίς δικές του ἰδιοτροπίες, τά δικά του ἐλαττώματα; Μήπως καί ὁ ἴδιος ἄραγε πολλές φορές, θελημένα ἤ ἀθέλητα, δέν τήν πικραίνει καί δέν τή στενοχωρεῖ τή γυναίκα του μέ τά λόγια του καί μέ τίς ποικίλες ἐνέργειές του; Μήπως καί ὁ ἴδιος πολλές φορές δέν τήν ἀγνοεῖ καί δέν τήν περιφρονεῖ; Πῶς λοιπόν μπορεῖ, πῶς τολμάει νά ἔχει τήν ἀπαίτηση ἀπό τή γυναίκα του νά εἶναι ἐκείνη συνεπής καί νά τηρεῖ μονομερῶς τό καθῆκον της ἀπέναντί του, ἐνῶ ὁ ἴδιος δέν προσπαθεῖ νά εἶναι ἀνεκτικός καί νά τῆς προσφέρει τήν ἀγάπη πού τῆς ὀφείλει;

Ἡ ἀμοιβαία ἑπομένως ἀνοχή, ἡ ἀμοιβαία μακροθυμία, ἡ ἀμοιβαία ὑποταγή, ἡ ἀμοιβαία προσπάθεια, ἡ ἀμοιβαία καλή διάθεση, ἡ ἀμοιβαία κατανόηση, ἡ ἀμοιβαία προσφορά παράλληλα πρός τήν ἀπάρνηση τοῦ ἐγώ, ἡ ἀμοιβαία στήριξη καί οἰκοδομή, ἡ ἀπό κοινοῦ συζήτηση καί ἀντιμετώπιση τῶν ὁποιωνδήποτε προβλημάτων πού κάθε φορά ἀνακύπτουν, ὅλα αὐτά θά κάνουν μόνιμο καί σταθερό τό δεσμό τοῦ γάμου· ὅλα αὐτά θά συντελέσουν ὥστε ὁ γάμος νά μή δοκιμάσει κλυδωνισμούς καί πολύ περισσότερο νά μήν καταντήσει ναυάγιο, ἀλλά ἀντίθετα θά συντελέσουν ὥστε ὁ γάμος νά εἶναι λιμάνι ὑπήνεμο, ἕνας μικρός παράδεισος.

Παραγγέλματα καί ἀλήθειες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως «αἱ γυναῖκες τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν ὑποτάσσεσθε ὡς τῷ Κυρίῳ» (Ἐφεσ. ε´ 22), «οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶτε τάς γυναῖκας καί μή πικραίνεσθε πρός αὐτάς» (Κολασ. γ´ 18–19), «γυναικί... οὐκ ἐπιτρέπω αὐθεντεῖν ἀνδρός» (Α´ Τιμ. β´ 12), δέν ἐπιτρέπεται δηλ. νά ἐξουσιάζει ἡ γυναίκα τόν ἄντρα της, «τῇ γυναικί ὁ ἀνήρ τήν ὀφειλομένην εὔνοιαν ἀποδιδότω, ὁμοίως δέ καί ἡ γυνή τῷ ἀνδρί. ἡ γυνή τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ὁ ἀνήρ· ὁμοίως δέ καί ὁ ἀνήρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει, ἀλλ᾿ ἡ γυνή» (Α´ Κορ. ζ´ 3–4) πού λέγονται εἰδικά γιά τήν περίπτωση τῶν συζύγων, πρέπει νά τά ἔχει πάντοτε ὑπόψη του τό ἀντρόγυνο, ἄν θέλει νά εἶναι ἁρμονική καί ἰδανική ἡ συμβίωσή του.

Καί δέν εἶναι μόνο αὐτά. Ἡ Γραφή βρίθει κυριολεκτικά ἀπό ἀναμφισβήτητες ἀλήθειες καί παραγγέλματα, ὅπως· «Κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμόν ἀγάπης» (Ἑβρ. ι´ 24), νά συναγωνιζόμαστε δηλ. ποιός θά δείξει περισσότερη ἀγάπη πρός τόν ἄλλο, «εὐχάριστοι γίνεσθε» στίς μεταξύ σας σχέσεις (Κολ. γ´ 15), «παρακαλεῖτε ἀλλήλους καί οἰκοδομεῖτε εἷς τόν ἕνα», ὁ ἕνας δηλ. τόν ἄλλο (Α´ Θεσσαλ. ε´ 11), «προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους» (Ρωμ. ιε´ 7), «ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τό ἀγαθόν πρός οἰκοδομήν» (Ρωμ. ιε´ 2), «ἀντέχεσθε τῶν ἀσθενῶν, μακροθυμεῖτε πρός πάντας» (Α´ Θεσσαλ. ε´ 14), «μή τά ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλά καί τά ἑτέρων ἕκαστος» (Φιλιπ. β´ 4), «μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἤ λαμβάνειν» (Πράξ. κ´ 35) κ.ἄ.π.

Ὅλες αὐτές τίς ἀλήθειες, πού ἀναφέρονται στίς ἀνθρώπινες γενικά σχέσεις, τίς διαπροσωπικές, ὅπως συνήθως λέγονται, καί ὁ ρεαλισμός τους δέν μπορεῖ ἀπό κανέναν βεβαίως νά ἀμφισβητηθεῖ, γιατί πράγματι ἐξυπηρετοῦν καί διευκολύνουν κατά τρόπο, ἀποτελεσματικό αὐτές τίς σχέσεις καί τίς κάνουν χωρίς ἀμφιβολία σωστές καί πιό «ἀνθρώπινες», θά πρέπει οἱ σύζυγοι νά τίς ἔχουν πάντοτε ὡς ὁδοδεῖκτες καί γιά τίς μεταξύ τους σχέσεις, ἄν θέλουν ἡ συζυγία τους νά εἶναι ὁμαλή καί εἰρηνική, ζηλευτή καί ὑποδειγματική.

Καί τό σπουδαιότερο· ποτέ δέν πρέπει νά ξεχνᾶ ὁ καθένας ἀπό τούς συζύγους ἀλλά πάντοτε νά προσπαθεῖ νά ἐφαρμόζει τό χρυσό κανόνα τῆς Γραφῆς πού σίγουρα μπορεῖ νά ἀποβεῖ σωτήριος καί νά συντελέσει στήν προκοπή τοῦ ἀντρόγυνου· «Πάντα οὖν ὅσα ἄν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς» (Ματθ. ζ´ 12). Ὅπως δηλαδή θέλετε νά σᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄλλοι, ἔτσι νά συμπεριφέρεσθε κι ἐσεῖς σ᾿ αὐτούς (πρβλ. καί Λουκ. στ´ 31). Πολύ βέβαια περισσότερο ὅταν γιά κάθε ἔγγαμο ὁ σύζυγος ἤ ἡ σύζυγος εἶναι, κατά κοινή ὁμολογία, ὁ κατεξοχήν ἄνθρωπός του!

Γιά τήν ὑποχρέωση πού ἔχουν οἱ ἄντρες νά ἀγαποῦν τίς γυναῖκες τους ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει τά ἑξῆς· «Δέν πρόκειται γιά ἕνα πρᾶγμα πού κάνουν χάρη στίς γυναῖκες τους, ἀλλά γιά κάτι πού εἶναι ὀφειλή. Διότι, ὅταν εἶπε νά τίς ἀγαποῦν σάν τά σώματά τους, πρόσθεσε· κανείς ποτέ δέ μίσησε τή σάρκα του, ἀλλά τήν τρέφει καλά καί τήν περιθάλπει. Δηλαδή τήν περιποιεῖται μέ πολλή ἐπιμέλεια. Καί πῶς μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ ὁ ἄντρας ὅτι καί ἡ γυναίκα του εἶναι δική του σάρκα; Ἄκουσε τήν ἀπάντηση· Ἡ Ἁγία Γραφή στήν Παλαιά Διαθήκη λέγει πώς, ὅταν ὁ Θεός ἔπλασε τή γυναίκα καί τήν εἶδε ὁ Ἀδάμ, ἀναφώνησε· «Αὐτο πού βλέπω εἶναι ὀστοῦν ἀπό τά ὀστά μου καί σάρκα ἀπό τή σάρκα μου» (Γεν. β´ 23). Καί δέ λέει μόνο αὐτά, ἀλλά σέ ἄλλο μέρος τονίζει· «καί θά εἶναι οἱ δύο ἑνωμένοι σέ ἕνα σῶμα» (Ἐφεσ. ε´ 31). Καί ἔτσι πρέπει νά τήν ἀγαπᾶ, ὅπως ἀκριβῶς καί ὁ Χριστός τρέφει καί περιθάλπει τήν Ἐκκλησία» (Ὁμιλία κ´, κεφ. 8).

Ὁ ἴδιος σοφός ἱεράρχης τονίζει καί τά ἑξῆς· «Γιά χάρη τῆς γυναίκας καλεῖται ὁ ἄντρας νά ἀφήσει ἐκείνους πού τόν γέννησαν καί ἀπό τούς ὁποίους ἦρθε στή ζωή καί νά προσκολληθεῖ μαζί της. Καί ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα καί τό παιδί εἶναι μιά σάρκα, ἀφοῦ ἀπό τή συνάφεια τῶν δύο πρώτων γεννήθηκε τό παιδί καί ἔτσι καί οἱ τρεῖς ἀποτελοῦν μιά σάρκα. Ἔτσι κι ἐμεῖς μέ τό Χριστό γινόμαστε μία σάρκα μέ τή συμμετοχή μας στό μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας... Δέ βλέπεις ὅτι καί στή σαρκική μας ὕπαρξη ἔχουμε πολλά ἐλαττώματα; Διότι ὁ ἕνας εἶναι κουτσός, ὁ ἄλλος ἔχει στραβά τά πόδια του, ὁ τρίτος ἔχει τά χέρια ξερά καί ὁ ἄλλος κάποιο ἄλλο μέλος τοῦ σώματός του ἀσθενικό. Καί ὅμως δέν κουράζεται οὔτε τό ἀποκόπτει, ἀλλά καί τό προσέχει περισσότερο ἀπό τά ὑγιή καί αὐτό εἶναι φυσικό, διότι καί αὐτά τά ἀσθενικά μέλη εἶναι δικά του. Ὅση, λοιπόν, ἀγάπη τρέφει ὁ καθένας γιά τόν ἑαυτό του, τήν ἴδια νομίζω ὅτι πρέπει νά ἔχει καί πρός τή γυναίκα του» (Ὁμιλία κ´, κεφ. 10).

γ) Ὁ γάμος εἶναι εἰκόνα τῆς μυστικῆς ἕνωσης Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας· γι᾿ αὐτό καί θεωρεῖται τό μυστήριο τοῦτο μέγα, μεγάλης δηλαδή σπουδαιότητας καί σημασίας.

Στό στίχο 32 τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος γίνεται παραλληλισμός τοῦ γάμου μέ τό δεσμό πού ἔχει ὁ Χριστός μέ τήν Ἐκκλησία. Κατά τή χριστιανική διδασκαλία ὁ Χριστός μέ τή σάρκωση καί τήν ἐνανθρώπησή Του ἀπό ἄκρα φιλανθρωπία «συγκατέβη ἐξ οὐρανοῦ», ἀφοῦ ἄφησε τόν Πατέρα, καί ἦρθε στή γῆ καί «τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» καί ἔγινε ἔτσι ἕνα μέ τήν Ἐκκλησία, μ᾿ ἐμᾶς δηλαδή τούς ἀνθρώπους πού τήν ἀποτελοῦμε. Καί τό ἔκαμε αὐτό γιά νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τήν κατάρα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ἀφοῦ μᾶς καθαρίσει και μᾶς ἀνακαινίσει μέ τή δύναμη πού μᾶς χαρίζει τό λουτρό τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τελικά νά μᾶς ἀποκαταστήσει «εἰς τήν ἀρχαίαν μακαριότητα», στήν πρώτη μας δηλαδή κατάσταση, στήν ὁποία βρισκόμαστε «πρό τῆς παρακοῆς». Ἔτσι μέ τόν τρόπο αὐτό μᾶς «ἀνήγαγε ἐκ τοῦ τάφου εἰς τήν ζωήν», πραγματοποίησε δηλαδή καί ἔφερε σέ πέρας τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.

Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό, ἔγινε ὁ ἴδιος ἕνα μέ τούς ἀνθρώπους καί ἔπαθε πολλά ὡς ἄνθρωπος· ἀποκορύφωμα τῶν παθῶν του ὑπῆρξε ἡ σταυρική του θυσία, τήν ὁποία «ἑκών κατεδέξατο» γιά τή δική μας σωτηρία. Ἔτσι, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ μπῆκε ἡ φθορά, ἐνῶ ἀπό τήν πλευρά τοῦ Χριστοῦ πήγασε ἡ ζωή. Στόν Παράδεισο τῶν πρωτοπλάστων φύτρωσε ὁ θάνατος, ἐνῶ στό σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ἡ κατάργηση τοῦ θανάτου» (Ὁμιλία κ´, κεφ. 9). Μετά τήν ταφή του, τήν ἀνάστασή του, τήν ἀνάληψή του στούς οὐρανούς καί τήν ἀποστολή τοῦ Παρακλήτου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δηλαδή, εἶναι διαρκῶς μαζί μας, ὅπως ἐξάλλου ὁ ἴδιος μᾶς τό δήλωσε· «ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη´, 20).

Μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας γινόμαστε ἐμεῖς πιά μέτοχοι τῆς δικῆς του θείας φύσεως, ὅπως Ἐκεῖνος ἔγινε μέτοχος τῆς δικῆς μας ἀνθρώπινης φύσεως μέ τήν ὑπερφυσική του θεία γέννηση. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Παῦλος ὑποστηρίζει πώς εἴμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τή σάρκα του καί ἀπό τά ὀστά του. Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος σ᾿ ἄλλο σημεῖο τονίζει πώς «ὁ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἕν πνεῦμά ἐστιν» (Α´ Κορ. στ´, 17), γίνεται δηλαδή ἕνα πνεῦμα μέ τόν Κύριο. Ἡ πνευματική αὐτή ἕνωση Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας εἶναι πράγματι ἕνα ἀσύλληπτο μυστήριο πού μπορεῖ κανείς νά τό προσεγγίσει μόνο μέ τήν πίστη. Καί εἰκόνα τῆς μυστικῆς αὐτῆς ἕνωσης Χριστοῦ και Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τό μυστήριο τοῦ γάμου. Ὅ,τι λοιπόν εἰπώθηκε στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας γιά τόν ἄντρα καί τή γυναίκα, γιά τό στενό σύνδεσμο τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας, πραγματοποιήθηκε στήν Καινή Διαθήκη μέ τή μυστική ἕνωση τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας.

Μέ τόν παραλληλισμό αὐτό ὁ γάμος ἐξυψώνεται, ἐξευγενίζεται καί τοποθετεῖται στή θέση πού τοῦ ἁρμόζει· ἀπό ἁπλό βιολογικό γεγονός αἴρεται σέ ἐπίπεδο πνευματικό. Ἀρχίζει μέ τό στεφάνωμα τῶν νεονύμφων μπροστά στό θυσιαστήριο τοῦ ναοῦ, συνεχίζεται «διά βίου» ἡ ἀγωνιστική τους πορεία, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ μικρές καί μεγάλες θυσίες, καί καταλήγει «μετά θάνατον» στό Θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὅπου θά «ἀξιολογηθεῖ» ὁ ἔγγαμος βίος τους. Θά κριθοῦν ἄραγε ἄξιοι ἑνός νέου στεφανώματος, πού θά εἶναι βέβαια καί τό τελικό, μέ τό ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας τιμῆς καί δόξας; Θά εἶναι τουλάχιστο σέ θέση νά καταθέσουν «πρό τῶν ποδῶν» Αὐτοῦ «ἀσπίλους καί ἀμώμους τούς στεφάνους», καθαρά καί ἀκηλίδωτα δηλαδή τά στέφανα τοῦ γάμου τους;

Θά παραθέσουμε καί πάλι μερικές γνῶμες τοῦ Χρυσοστόμου ἀπό τή γνωστή του ὁμιλία πού συμπληρώνουν καί φωτίζουν περισσότερο τά ὅσα ἐκθέσαμε παραπάνω· «Γιά νά δείξει ὁ ἀπόστολος Παῦλος πόσο μεγάλος εἶναι ὁ δεσμός στό γάμο τόν παρομοιάζει μέ δύο ὑποδείγματα, μέ τό σῶμα καί μέ τό Χριστό. Καί γι᾿ αὐτό διακηρύσσει· «Αὐτό τό μυστήριο εἶναι μέγα. Ἐγώ δέ τό παρομοιάζω μέ τό δεσμό πού ἔχει ὁ Χριστός μέ τήν Ἐκκλησία» (Ἐφεσ. ε´ 32). Τί σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Εἶναι μέγα, λέει, τό μυστήριο αὐτό τοῦ γάμου, γιατί κάτι τό μεγάλο καί θαυμαστό ὑπαινίχτηκε καί ὁ προφήτης Μωϋσῆς ἤ μάλλον ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Διότι ὅταν λέγει ὁ ἀπόστολος ὅτι ὁ γάμος τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας ἔχει σχέση μέ τό Χριστό, αὐτό ὑπονοεῖ, ὅτι καί ὁ Χριστός ἄφησε τόν οὐράνιο Πατέρα καί κατῆλθε στή γῆ καί συνδέθηκε μέ τή νύμφη Ἐκκλησία καί ἔγινε μαζί της ἕνα πνεῦμα. Διότι τό διεκήρυξε πάλι ὁ ἀπόστολος ὅτι «ἐκεῖνος πού προσκολλᾶται στόν Κύριο γίνεται ἕνα πνεῦμα μαζί του», Α´ Κορ. στ´ 17 (Ὁμιλία κ´, κεφ. 10).

Καί σ᾿ ἄλλο σημεῖο τῆς ὁμιλίας του τονίζει τά ἑξῆς γιά τό μυστήριο τοῦ γάμου· «Πράγματι εἶναι μυστήριο ὁ γάμος καί μάλιστα μέγα μυστήριο, διότι ἐκεῖνον πού σέ ἔφερε στόν κόσμο καί σέ γέννησε καί σέ ἀνέθρεψε, ἀκόμη καί ἐκείνη πού πόνεσε πολύ καί ταλαιπωρήθηκε φοβερά γιά χάρη σου, τούς ἀφήνεις, ἐκείνους δηλαδή πού τόσο πολύ σέ εὐεργέτησαν καί συνήθισες τόσα χρόνια μαζί τους, καί προσκολλᾶσαι καί προτιμᾶς περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους αὐτή, (τή γυναίκα σου δηλαδή) πού δέν τήν εἶδες οὔτε εἶχες τίποτε κοινό μαζί της. Πράγματι εἶναι μυστήριο ὁ γάμος. Καί ὅμως οἱ γονεῖς τῶν συζύγων δέ δυσανασχετοῦν γιατί χάνουν τά παιδιά τους, ἀλλά τό ἀντίθετο συμβαίνει· Νά στενοχωροῦνται, ὅταν δέν προχωροῦν στό γάμο. Καί γι᾿ αὐτό εὐχαριστιοῦνται, ὅταν παντρεύονται καί γιά χάρη τους ξοδεύουν πολλά χρήματα καί ὑποβάλλονται σέ μεγάλες δαπάνες. Πράγματι εἶναι μυστήριο ὁ γάμος, διότι ἔχει μιά σοφία ἀνεξήγητη. Αὐτό δήλωνε καί ὁ Μωϋσῆς κατά θεία ἔμπνευση, αὐτό καί ὁ Παῦλος τώρα διακηρύσσει μέ τό νά λέγει ὅτι προτυπώνει τό μυστικό καί ὑπερφυσικό δεσμό τοῦ Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία» (Ὁμιλία κ´, κεφ. 11).

Ἡ σημασία τῆς ἑβραϊκῆς λέξεως «ἀλληλούϊα»

39. Ἡ λέξη ἀλληλούϊα , εἶναι ἑβραϊκή και σημαίνει· αἰνεῖτε, ὑμνεῖτε δηλαδή, τό Θεό. Ψάλλεται ἀπό τό Χορό μετά τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ἐνῶ μετά τήν ἀνάγνωση τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος ἀντίστοιχη φράση εἶναι τό· Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι. Κατά τή μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης οἱ Ο´ (Ἑβδομήκοντα) τή διατήρησαν ἀμετάφραστη καί ἡ χριστιανική Ἐκκλησία τή χρησιμοποίησε στίς διάφορες ἱερές Ἀκολουθίες, καθώς καί στή θεία Λειτουργία.

40. «Σύ, Κύριε, φυλάξαις ἡμᾶς καί διατηρήσαις ἡμᾶς» Ὁ στίχος εἶναι ἀπό τόν 11ο Ψαλμό. Προφανῶς ἐδῶ ἀναφέρεται στή φύλαξη καί προστασία τῶν νεονύμφων ἀλλά καί ὅλων ἐκείνων πού παρακολουθοῦν τήν Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος.

Τό θαῦμα τοῦ Κυρίου «ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας» ἑρμηνεύεται ὡς ἔκφραση τῆς θείας οἰκονομίας νά ἐξυψωθεῖ καί καθαγιασθεῖ ὁ θεσμός τοῦ γάμου

41. «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ γάμος ἐγένετο ἐν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας». Πρόκειται γιά τήν τρίτη ἡμέρα μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Ἰησοῦ μέ τούς πρώτους μαθητές του ἀπό τήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Κατά τήν ἡμέρα αὐτή τελέστηκε τό πρῶτο θαῦμα τοῦ Κυρίου· ἡ μετατροπή δηλαδή τοῦ νεροῦ σέ ἐκλεκτό κρασί κατά τή διάρκεια ἑνός γάμου πού ἔγινε στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας, στόν ὁποῖο ἦταν προσκαλεσμένοι ἡ μητέρα τοῦ Ἰησοῦ, καθώς καί ὁ ἴδιος μέ τούς μαθητές του. Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου στό γάμο καί ἡ τέλεση τοῦ πρώτου θαύματος γιά χάρη τοῦ γάμου, ἑρμηνεύεται ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὡς θεία οἰκονομία, ὡς μέριμνα δηλ. τοῦ Κυρίου νά εὐλογήσει, ὄχι ἁπλά ἕνα συγκεκριμένο γάμο, ἀλλά τό γάμο γενικά, τήν ἕνωση δηλαδή τοῦ ἄντρα καί τῆς γυναίκας, καί ἔτσι νά τόν ἀνυψώσει καί νά τόν καθαγιάσει.

Διότι, ὅπως χαρακτηριστικά ἐξηγεῖται ἀπό τούς ἱερούς καί θεόπνευστους Πατέρες, ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου στό γάμο καί ἡ συνακόλουθη εὐλογία δέν ἦταν τυχαία και συμπτωματική, ἀλλά πράγματι ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Ὁ Κύριος, δηλαδή, πού εἶναι «ἡ πάντων χαρά καί εὐθυμία» εὐλόγησε τόν «ἐν Κανᾶ» γάμο «συναφικόμενος» ἐκεῖ «τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς», γιά νά τιμήσει τό σεμνό γάμο ἐπιτελώντας «τό πρῶτον σημεῖον» (θαῦμα) καί «κοσμῶν τοῦτον» ὄχι μόνο «τῇ παρουσίᾳ», μέ τήν ἁπλή δηλ. παρουσία του, ἀλλά «καί δώρῳ», δεδομένου ὅτι «τό ὕδωρ εἰς ἄκρατον μεταβαλών», μέ τό θαῦμα δηλ. πού τέλεσε, «δῶρα τῷ γάμῳ μείζονα ἁπάντων εἰσήνεγκεν», πρόσφερε δηλ. στό γάμο δῶρα μεγαλύτερα καί σπουδαιότερα ἀπό ὅλους γενικά τούς καλεσμένους (βλ. Π.Ν. Τρεμπέλα «Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας», τόμ. 3ος, Ἀθῆναι 1961, σελ. 323).

Τό γεγονός αὐτό, ἡ εὐλογία τοῦ γάμου δηλ., ἀναφέρεται σέ ἀρκετά σημεῖα τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος. Ἡ εὐαγγελική περικοπή κατέχει ἐξέχουσα θέση στήν ὅλη ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καί μέ πολλή σοφία ἔχει ἐπιλεγεῖ γιά τό σκοπό αὐτό ἀπό τούς θείους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Βλ. καί σχόλια ἀριθ. 13 καί 46.

42. «Τί ἐμοί καί σοί, γύναι; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου» Στό διαφαινόμενο αἴτημα τῆς Παναγίας νά φανερώσει τή θεία του δύναμη ὁ Ἰησοῦς μέ τήν τέλεση θαύματος τῆς ἀπαντᾶ χρησιμοποιώντας ὄχι τήν προσφώνηση μητέρα , ὅπως θά περίμενε κανείς, ἀλλά τήν προσφώνηση γύναι , γυναίκα. Καί τοῦτο διότι στή συγκεκριμένη περίπτωση δέ θά ἐνεργήσει ὡς γιός τῆς Μαρίας, ἀλλά ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὡς Μεσσίας πού διαχειρίζεται τή θεία δύναμη τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Γι᾿ αὐτό καί δηλώνει πώς δέν ὑπάρχει τίποτε τό κοινό ἀνάμεσα σ᾿ αὐτή πού τόν γέννησε ὡς ἄνθρωπο καί σ᾿ Αὐτόν πού θά ἐνεργήσει ὡς Θεός, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα νά φανερωθεῖ δημοσία ὡς Μεσσίας κάνοντας θαύματα.

43. «Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε». Ἀπό τά λόγια αὐτά τῆς Παναγίας πρός τούς ὑπηρέτες φαίνεται πώς διέγνωσε πολύ καλά ὅτι ὁ Ἰησοῦς θά ἐκπλήρωνε τό αἴτημά της· τό κατάλαβε αὐτό ἀπό τόν τόνο τῶν ἀπαντητικῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ στό συγκαλυμμένο αἴτημά της, γιά τόν ὁποῖο τόνο μιλήσαμε στό ἀμέσως προηγούμενο σχόλιο.

44. «Χωροῦσαι (αἱ ὑδρίαι) ἀνά μετρητάς δύο ἤ τρεῖς». Ἡ χωρητικότητα τῆς κάθε στάμνας ὑπολογίζεται σέ ἑκατό περίπου κιλά. Ὁ «μετρητής» ἦταν μέτρο (μονάδα) μετρήσεως ὑγρῶν καί χωροῦσε σαράντα περίπου λίτρα.

45. «Φέρετε τῷ ἀρχιτρικλίνῳ». Ἀρχιτρίκλινος ὀνομαζόταν ὁ προϊστάμενος τοῦ συμποσίου, ὁ ἀρχιτραπεζάριος, αὐτός πού φρόντιζε γιά τό συμπόσιο, ὥστε νά μή λείπει τίποτε ἀπό τούς συνδαιτυμόνες.

46. «Ταύτην ἐποίησε τήν ἀρχήν τῶν σημείων ὁ Ἰησοῦς ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας καί ἐφανέρωσε τήν δόξαν αὐτοῦ». Τό γεγονός ὅτι στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας κατά τή διάρκεια γάμου ἔκαμε τήν ἀρχή τῆς θαυματουργικῆς του παρουσίας ὁ Κύριος καί φανέρωσε μέ τόν τρόπο αὐτό τή δόξα του, δίνει ἰδιαίτερη σημασία καί βαρύτητα στό θεσμό τοῦ γάμου. Θεωρεῖται ὡς ἔκφραση τῆς θείας οἰκονομίας γιά τήν ἐξύψωση καί τόν καθαγιασμό τοῦ γάμου σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. (Βλ. καί σχόλια ἀριθ. 13 καί 41).

Ἡ ὁμόνοια πρωταρχικό στοιχεῖο γιά τήν ὁμαλή συμβίωση καί τήν προκοπή τοῦ ἀντρόγυνου

47. «Ἐν εἰρήνῃ καί ὁμονοίᾳ διαφύλαξον». Ἡ εἰρήνη καί ἡ ὁμόνοια εἶναι στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιά τήν ὁμαλή συμβίωση καί τήν προκοπή τοῦ ἀντρόγυνου. Στοιχεῖα στά ὁποῖα συχνά ἀναφέρεται ἡ χριστιανική διδασκαλία. Ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν π.χ. συνιστᾶ στούς χριστιανούς νά ἔχουν ὁμοφροσύνη καί ὁμοψυχία στίς μεταξύ τους σχέσεις· γιατί πιστεύει πώς πραγματικά ὁμαλύνουν τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί χτίζουν τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης, ὅπου δέν ὑπάρχει χῶρος γιά τή διχόνοια καί τό φθοροποιό καί διαλυτικό της ἔργο.

«Πληρώσατέ μου τήν χαράν, ἵνα τό αὐτό φρονῆτε, τήν αὐτήν ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τό ἕν φρονοῦντες» ἐκλιπαρεῖ ὁ Παῦλος τούς ἀδελφούς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Φιλίππων τῆς Μακεδονίας καί μέσω αὐτῶν ὅλους μας φυσικά (Φιλιπ. β´ 2)· ἐνῶ γράφοντας πρός τούς Ρωμαίους τούς εὔχεται μ᾿ ὅλη του τήν ψυχή· Ὁ Θεός τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης, «ὁ Θεός τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως δῴη ὑμῖν τό αὐτό φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατά Χριστόν Ἰησοῦν, ἵνα ὁμοθυμαδόν ἐν ἑνί στόματι δοξάζητε τόν Θεόν» (Ρωμ. ιε´ 5–6). Καί ἄν ἡ ὁμοφροσύνη αὐτή, πού ἐκφράζεται βέβαια ὡς θέλημα Θεοῦ, ἀναφέρεται στίς ἀνθρώπινες γενικά σχέσεις, πολύ περισσότερο ἀναντιλέκτως πρέπει νά εἶναι βασικό καί κυρίαρχο στοιχεῖο στίς σχέσεις τῶν συζύγων.

Ἀλλά καί ἡ θύραθεν παιδεία ὑπογραμμίζει τή μεγάλη καί καθοριστική σημασία τῆς ὁμόνοιας. «Ἀπό ὁμονοίης τά μεγάλα ἔργα» διακηρύσσει ὁ φιλόσοφος Δημόκριτος (Ἀνθ. Στοβ. ΜΓ´ 40)· μέ τήν ὁμόνοια δηλ. δημιουργοῦνται τά μεγάλα ἔργα. «Ὁμόνοια μέγιστον ἀγαθόν δοκεῖ εἶναι» καί «ἄνευ ὁμονοίας οὔτ᾿ ἄν πόλις εὖ πολιτευθείη, οὔτ᾿ οἶκος καλῶς οἰκηθείη» τονίζει ὁ Σωκράτης (Ξεν. Ἀπομν. Δ´ 4,16), ὁ μέγας αὐτός σοφός τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιότητας πού καί «χριστιανός πρό Χριστοῦ» δίκαια ὀνομάστηκε· ἡ ὁμόνοια δηλαδή θεωρεῖται μέγιστο ἀγαθό καί δέν εἶναι δυνατό οὔτε ἡ πολιτεία καλά νά κυβερνηθεῖ χωρίς τήν ὁμοφροσύνη τῶν πολιτῶν οὔτε τό σπίτι μπορεῖ καθώς πρέπει νά διοικηθεῖ καί νά εὐδοκιμήσει χωρίς τήν ὁμόνοια τῶν μελῶν καί μάλιστα τοῦ ἀντρόγυνου. Καί ὁ θυμόσοφος λαός μας ἐκφράζεται χαρακτηριστικότατα γιά τό ἴδιο θέμα μέ τήν ἐκφραστικότατη καί γνωστή σ᾿ ὅλους μας παροιμία· Ἡ ὁμόνοια σπίτι χτίζει κι ἡ διχόνοια τό γκρεμίζει.

Καί ἀκριβῶς, ἐπειδή καθοριστική γιά τήν προκοπή τοῦ ἀντρόγυνου εἶναι ἡ σημασία τῆς ὁμόνοιας, γι᾿ αὐτό καί οἱ ἱερές Ἀκολουθίες τοῦ γάμου συχνά πυκνά ἀναφέρονται σ᾿ αὐτή. Ἤδη στήν Ἀκολουθία τοῦ ἀρραβώνα γίνεται ἡ πρώτη μνεία· «Ὑπέρ τοῦ φυλαχθῆναι αὐτούς ἐν ὁμονοίᾳ...», «ὑπέρ τοῦ εὐλογηθῆναι αὐτούς ἐν ὁμονοίᾳ...» (δεήσεις τῆς Συναπτῆς), «διαφύλαξον τούς δούλους σου τούτους ἐν εἰρήνῃ καί ὁμονοίᾳ» (προτελευταία εὐχή), «στήριξον τόν ἀρραβῶνα αὐτῶν ἐν... ὁμονοίᾳ» (τελευταία εὐχή). Στήν Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος, ἐκτός ἀπό τήν παρούσα εὐχή, γιά τήν ὁμοφροσύνη καί τήν εἰρήνη πού πρέπει νά διέπουν τίς σχέσεις τῶν νεονύμφων γίνεται λόγος καί σέ καθεμιά ἀπό τίς πρῶτες μεγάλες τῆς εὐλογίας εὐχές· «Παράσχου τοῖς δούλοις σου τούτοις ζωήν εἰρηνικήν» (Α´ εὐχή), «δός αὐτοῖς... ὁμόνοιαν ψυχῶν καί σωμάτων» (Β´ εὐχή), «σύζευξον αὐτούς ἐν ὁμοφροσύνῃ» (Γ´ εὐχή).

Ἀλλά καί στήν Ἀκολουθία εἰς δίγαμον τονίζεται τό στοιχεῖο τῆς ὁμόνοιας καί τῆς εἰρηνικῆς συμβίωσης τῶν συζύγων· «Ὑπέρ τοῦ συζῆσαι αὐτούς καλῶς ἐν ὁμονοίᾳ...» (δέηση Συναπτῆς), «ἐν ὁμονοίᾳ καί εἰρήνῃ τάς ἐντολάς σου ἐργαζόμενοι» (Α´ εὐχή μετά τήν ἀλλαγή τῶν δαχτυλιδιῶν). Τέλος στήν Ἀκολουθία «ἐπί ἐπανασυστάσει γάμου» τά ἴδια αὐτά στοιχεῖα, ὁμόνοια καί εἰρήνη, πού ἡ ἔλλειψή τους διασάλευσε καί ὁδήγησε σέ προσωρινό διαζύγιο τό γάμο, ἐμφανίζονται μέ μιά ἰδιάζουσα καί βαρύνουσα σημασία, ἀφοῦ στήν πράξη ἀποδείχθηκε πώς ἀναμφισβήτητα ἀποτελοῦν τήν πεμπτουσία τῆς ἁρμονικῆς συμβίωσης τοῦ ἀντρόγυνου· «Ὑπέρ τοῦ δωρηθῆναι αὐτοῖς συμβίωσιν ἐν ὁμονοία...» (δέηση Συναπτῆς), «ἐπανάγαγε τήν διαταραχθεῖσαν εἰρήνην...», «ἐπιδαψίλευσον αὐτοῖς γαλήνην...» (Εὐχή τῆς Ἀκολο.). Βλ. καί σχόλ. ἀριθ. 11 τῆς ἴδιας Ἀκολουθίας.

48. «Τίμιον αὐτοῖς τόν γάμον ἀνάδειξον· ἀμίαντον αὐτῶν τήν κοίτην διατήρησον· ἀκηλίδωτον αὐτῶν τήν συμβίωσιν διαμεῖναι εὐδόκησον». Γιά πολλοστή φορά βλέπουμε στό σημεῖο τοῦτο τῆς ἱερολογίας τοῦ γάμου νά γίνεται λόγος γιά τήν ὑποχρέωση πού ἔχουν οἱ νεόνυμφοι νά μή μολύνουν τό γάμο τους ὑποκύπτοντας στόν πειρασμό καί τό ἀτόπημα τῆς συζυγικῆς ἀπιστίας καί νά μή διαβρώσουν ἔτσι, σάν τό σαράκι, τή μονιμότητα τοῦ δεσμοῦ τους. Ἀντίθετα· καθημερινό τους μέλημα θά πρέπει νά εἶναι νά τόν κρατήσουν ψηλά τό γάμο τους καί νά ἀποφεύγουν μέ φρόνηση καθετί πού θά μποροῦσε νά δημιουργήσει ἀμφιβολίες γιά τήν ἀμοιβαία πίστη καί ἀφοσίωσή τους καί νά διαταράξει τή συζυγική τους σχέση· καί πολύ περισσότερο θά πρέπει νά ἀποφεύγουν τίς παράνομες σχέσεις πού, χωρίς ἀμφιβολία, δημιουργοῦν σωρεία προβλημάτων καί ὁδηγοῦν τελικά στή διάλυση τοῦ γάμου. «Τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσι καί ἡ κοίτη ἀμίαντος» τονίζει καί παραγγέλλει ὁ «οὐρανοβάμων» Παῦλος (Ἑβρ. ιγ´ 4). Αὐτό εἶναι τό θέλημα, αὐτή εἶναι ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ. Καί ἐπειδή τοῦτο πρέπει νά ἐμπεδωθεῖ στή συνείδηση τῶν νεονύμφων, γι᾿ αὐτό καί βλέπουμε συχνά πυκνά νά γίνεται λόγος στήν Ἀκολουθία τοῦ γάμου γιά τό θεμελιῶδες τοῦτο θέμα. Πρβλ. καί σχόλ. ἀριθ. 16 καί 57 τῆς παρούσας Ἀκολουθίας, καθώς καί σχόλ. ἀριθ. 11 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἀρραβώνα.

Ἡ «Κυριακή» προσευχή καί ἡ θέση της στήν Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος

49. Πρόκειται γιά τήν προσευχή πού μᾶς δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στήν «ἐπί τοῦ Ὄρους ὁμιλία» του· γι᾿ αὐτό καί λέγεται «Κυριακή» προσευχή· εἶναι τό γνωστό σ᾿ ὅλους μας «Πάτερ ἡμῶν...» (Ματθ. στ´ 9–13) πού μέ τή συντομία του καί τήν ἁπλότητά του ἀποτελεῖ τό χρυσό κανόνα, τόν ὑπογραμμό τοῦ «πῶς δεῖ προσεύχεσθαι», πῶς δηλαδή πρέπει νά προσευχόμαστε καί ποιό πρέπει νά εἶναι τό περιεχόμενο τῶν προσευχῶν μας. Γιά τή θέση τῆς «Κυριακῆς» προσευχῆς στήν ὅλη Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος βλ. στό ἀμέσως ἑπόμενο σχόλιο (πρός τό τέλος).

Τό «κοινόν ποτήριον» καί ἡ σημασία του

50. «Ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καί τό ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι». Τά λόγια πού ψάλλει ὁ Ἱερέας εἶναι ὁ στίχος 4 ἀπό τόν 115ο Ψαλμό. Ἐκεῖ ὁ ψαλμωδός δηλώνει πώς γιά ὅλα τά ἀγαθά, γιά τήν προστασία καί τή σωτηρία πού τοῦ χάρισε ὁ Κύριος δέν τοῦ ἀπομένει τίποτε ἄλλο παρά νά προσφέρει σ᾿ αὐτόν θυσία γιά ὅλα αὐτά, νά λάβει τό ποτήριον τῆς εὐχαριστίας καί γεμάτος εὐγνωμοσύνη νά ἐπικαλεσθεῖ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου.

Στήν Καινή Διαθήκη ὅμως τό «ποτήριον σωτηρίου» ἔχει ἄλλη διάσταση· εἶναι αὐτή ἡ ἴδια ἡ σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, ἀπό τήν ὁποία πηγάζει ἡ δική μας ἀπολύτρωση καί σωτηρία. Εἰδικότερα στήν περίπτωση τῶν νεονύμφων ἡ μετάληψη ἀπό τό κοινό ποτήρι ἀποτελεῖ καί ἔκφραση εὐχαριστίας βέβαια γιά τό εὐχάριστο γεγονός τοῦ γάμου ἀλλά καί ἐφόδιο γιά τόν ἔγαμο βίο, γιά ἀνεπίληπτη πορεία, γιά καλλιέργεια πνεύματος κατανόησης, ἀνοχῆς, ἀγάπης καί θυσίας· ἐφόδιο γιά τίς δυσκολίες πού θά ἀντιμετωπίσει ἡ συμβίωση τοῦ ἀνδρόγυνου· ἐφόδιο γιά τόν ἀγώνα τῶν νεονύμφων πρός τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, πρός ἄσκηση τῆς ἀρετῆς μέ στόχο τήν τελειότητα.

Ποιό ὅμως εἶναι τό πραγματικό περιεχόμενο τοῦ «κοινοῦ ποτηρίου» καί γιατί ὀνομάζεται «κοινόν» τό ποτήρι τοῦτο στό Μικρό Εὐχολόγιο; Ὁ πρωτοπρεσβύτερος Κων/νος Καλλίνικος στό βιβλίο του «Ὁ Χριστιανικός ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ», Ἔκδ. Β´, Ἀθῆναι 1958, σελ. 554 κ. ἑ., γράφει τά ἑξῆς (σέ ἐλεύθερη δική μας ἀπόδοση) διαφωτιστικά· Ἐπειδή τό πρῶτο θαῦμα τοῦ Χριστοῦ στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας ἦταν ἡ μεταστοιχείωση τοῦ νεροῦ σέ κρασί ὁ Ἱερέας κατά τή διάρκεια τῆς τελετῆς τοῦ γάμου προσκομίζει καί προσφέρει στούς νεονύμφους «πρός πόσιν» ποτήρι γεμάτο κρασί. Αὐτό ἐμεῖς τό λέμε «κοινόν ποτήριον», διότι ὑποτυπώνει τήν κοινότητα τοῦ βίου τῶν νεονύμφων, οἱ ὁποῖοι ἔχουν χρέος νά ἀδειάσουν «μέχρι τρυγός», μέχρι τήν τελευταία τους δηλ. πνοή, ὅλα τά εὐχάριστα καί τά δυσάρεστα, τά εὐφρόσυνα καί τά ἀνιαρά· οἱ Ρῶσοι τό λένε «ἕνωση», ἐπειδή συνενώνει καί κάνει ἕνα κράμα τό νερό μέ τό κρασί, τήν καρδιά τοῦ ἄντρα μέ τήν καρδιά τῆς γυναίκας.

Ἡ σημασία ὅμως τοῦ κοινοῦ ποτηρίου δέν εἶναι μόνο μεταφορική, ἀλλά καί λειτουργική. Στήν παλαιοχριστιανική ἐποχή οἱ νεόνυμφοι κοινωνοῦσαν κανονικά «τῶν ἀχράντων Μυστηρίων», τελώντας τούς γάμους τους μετά τή θεία Λειτουργία, ὅπως φαίνεται καί ἀπό τή σαφή διάταξη τοῦ Εὐχολογίου. Ὁ Συμεών ὁ Θεσσαλονίκης (15ος αἰ. μ.Χ.) μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ νεόνυμφοι μεταλάμβαναν κατά τήν τελετή τοῦ γάμου «εἴ γε ἱκανῶς εἶχον»· καί μόνο στούς μή ἱκανούς (μή ἄξιους), ὅπως ἦταν π.χ. οἱ δίγαμοι και οἱ ὅμοιοί τους, δέ δίνονταν τά θεῖα Δῶρα, ἀλλά μόνο τό κοινό ποτήρι μέ τό κρασί. Μέ τήν πάροδο ὅμως τοῦ χρόνου ἀπό θρησκευτική ἀμέλεια ἀπαλείφθηκε σιγά σιγά ἀπό τό μυστήριο τοῦ γάμου ἡ θεία Μετάληψη, μολονότι μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νά ἀπαγγέλλεται κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου ἡ «Κυριακή» προσευχή πού προετοιμάζει , ὅπως εἶναι γνωστό, πρός τή θεία Κοινωνία. Ἔτσι τουλάχιστο ἐξηγεῖται ἀπό πολλούς ἡ θέση τῆς «Κυριακῆς» προσευχῆς στήν ὅλη Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος. Γιά τήν «Κυριακή» προσευχή βλ. προηγούμενο σχόλιο.

Ὁ «χορός τοῦ Ἡσαΐα» καί ἡ σημασία του

51. «Ἡσαΐα χόρευε...». Τό πρῶτο ἀπό τά τρία χαρμόσυνα Τροπάρια πού ψάλλονται κατά τή διάρκεια τῆς κυκλικῆς περιστροφῆς τῶν νεονύμφων «περί τό τραπεζίδιον» ἀναφέρεται στήν Παρθένο Μαρία. Εἶναι ἕνας ὕμνος πρός τήν Παναγία πού ἀξιώθηκε γιά τήν ταπεινοσύνη της καί τήν ἀρετή της νά συλλάβει μέ τρόπο θαυματουργικό καί νά γεννήσει τόν Ἰησοῦ Χριστό, τό Θεάνθρωπο καί Σωτήρα μας. Ἡ Θεοτόκος, κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, εἶναι τῶν «βροτῶν ἡ σωτηρία» (δ´ τροπ. η´ ὠδῆς Ἀκαθ. ὕμνου), ἡ «τόν ἀχώρητον Θεόν ἐν γαστρί χωρήσασα» (θ´ ὠδή Μ. Τρίτης), τό «δοχεῖον τοῦ ἀστέκτου» καί τό «χωρίον τοῦ ἀπείρου Πλαστουργοῦ» (θ´ καταβ. Πεντηκοστῆς), «ἡ μόνη ἄμωμος ἐν γυναιξί» (γ´ τροπ. θ´ ὠδῆς Ἀκαθ. ὕμνου), ἡ «γέφυρα» ἡ «μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν» (γ´ οἶκος Ἀκαθ. ὕμνου), «τοῦ πεσόντος Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις», «τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις» (α´ οἶκος Ἀκαθ. ὕμνου), εἶναι αὐτή ἀπό τήν ὁποία σαρκώθηκε, «ἐξ ἧς Θεός ἐσαρκώθη» (κάθισμα Θεοτοκίο τοῦ Ὄρθρου πλαγ. Δ´ ἤχου), ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί πάμπολλα ἄλλα. Γι᾿ αὐτό κάθε δοξολογία πρός τόν Υἱό τῆς Παρθένου εἶναι ταυτόχρονα μακαρισμός πρός τήν Παναγία Μητέρα.

Ἡ μνεία τοῦ Προφήτη Ἡσαΐα στό τροπάριο ἔχει φυσικά τό λόγο της. Ὁ Ἡσαΐας προφήτευσε ἀρκετούς αἰῶνες πρό Χριστοῦ τή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ μέ τά ἑξῆς λόγια· «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει· καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (7,14). Το ὄνομα Ἐμμανουήλ εἶναι ἑβραϊκό καί σημαίνει «μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Ἡ λέξη Ἀνατολή στούς Ἑβραίους εἶχε καί θρησκευτικό χαρακτήρα· «Ἰδού ἀνήρ, Ἀνατολή ὄνομα αὐτῷ», λέγει ὁ προφήτης Ζαχαρίας (6,12). Ἀνατολή, λοιπόν, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, «ἡ ἄναρχος Θεότης» κατά τόν Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολή ἐξ ὕψους» λέει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς (α´ 78) καί ἐννοεῖ τό Χριστό πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό μέ τή θεία του ἐνανθρώπηση. Στήν ὑμνογραφία τῶν Χριστουγέννων ῾ο Χριστός ἀποκαλεῖται «Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης», «ἐξ ὕψους ἀνατολή» καί «ἀνατολή ἀνατολῶν» (βλ. ἀπολυτ. καί ἐξαποστειλ. τῆς ἑορτῆς).

Τί μπορεῖ νά σημαίνει ὅμως τό τροπάριο αὐτό γιά τούς νεονύμφους; Ὁπωσδήποτε πέρα ἀπό τό χαρμόσυνο τόνο του πού διαχέεται καί ἀντανακλᾶται στά πρόσωπα τῶν νεονύμφων πού ἀξιώθηκαν κι αὐτοί νά «χορέψουν τό χορό τοῦ Ἡσαΐα», κατά τή λαϊκή ἔκφραση, καί πέρα ἀπό τήν ἐνδόμυχη προσμονή νά χαροῦν κι αὐτοί τή χαρά τῆς τεκνογονίας, τό σπουδαιότερο μήνυμα τοῦ τροπαρίου πρός τούς νεονύμφους, κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, εἶναι ἄλλο.

Ἡ σεμνή κόρη τῆς Ναζαρέτ, αὐτή «ἡ δούλη Κυρίου», ἦταν ἡ ἐνσάρκωση τῆς ἀπόλυτης ὑπακοῆς στό Θεό· ἦταν ἡ ταπεινή καί ἀθόρυβη ἐργάτρια τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· ἀπέπνεε τό ἄρωμα τῆς ἀνεπιτήδευτης καί πραγματικῆς εὐλάβειας· ἦταν ὁλοκληρωτικά ἀφοσιωμένη στό Θεό· ἦταν κατά κυριολεξία «κεχαριτωμένη», τήν εἶχε δηλαδή ἐπισκιάσει πέρα γιά πέρα ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό καί κρίθηκε ἄξια τῆς ὕψιστης τιμῆς νά κυοφορήσει τό Σωτήρα τοῦ κόσμου, νά γίνει βοηθός τοῦ Θεοῦ στό ἔργο τῆς ἀποκατάστασης καί τῆς δικαίωσης τοῦ ἀνθρώπου, νά γίνει «ἡ πύλη τῆς σωτηρίας» (ιθ´ οἶκος Ἀκαθ. ὕμνου) γιά τό ἀνθρώπινο γένος. Γι᾿ αὐτό τή μακαρίζουν «πᾶσαι αἱ γενεαί».

Ὑπόδειγμα πρός μίμηση, λοιπόν, ἄριστο ἡ Παναγία γιά ὅλους μας. Ὑπογραμμός καί ὁδοδείκτης γιά τήν πορεία τῶν νεονύμφων. Ἄν γνήσια εἶναι ἡ προσπάθειά τους πρός τήν κατεύθυνση αὐτή, πρός τό δρόμο πού μᾶς ὑπέδειξε ἐκείνη, τότε πλούσια θά εἶναι ἡ ἀμοιβή και ἡ «ἀνταπόδοση» τοῦ Θεοῦ, τότε εὐλογημένη θά εἶναι ἡ συμβίωσή τους καί ὁλοκληρωμένη ἡ οἰκογενειακή τους χαρά καί εὐτυχία.

Θά ἤθελα ἐπιπροσθέτως νά σημειώσω καί τά ἑξῆς σχετικά μέ τό τροπάριο τοῦτο καί τή σημασία του στήν ὅλη Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος. Μέ τό «Ἡσαΐα χόρευε...» ἡ Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος φτάνει στό ἀποκορύφωμά της. Ἡ στιγμή αὐτή εἶναι ἐπισημότατη. Μετά τό «χορό τοῦ Ἡσαΐα» εἶναι ἀδύνατο πιά νά προσβληθεῖ νομικά τό ἔγκυρο τοῦ γάμου καί κατασφαλίζεται μιά γιά πάντα καί ἀμετάθετα ἡ ἕνωση, ὁ δεσμός τῶν νεονύμφων. Ὁ θρησκευτικός αὐτός χορός -παρόμοιο χορό ἔχουμε καί κατά τήν τέλεση τῶν μυστηρίων τοῦ βαπτίσματος καί τῆς ἱεροσύνης- ἑρμηνεύεται ὡς ἔκφραση πνευματικῆς καί οὐράνιας εὐθυμίας γιά τή μυστική ἕνωση τῶν νεονύμφων καί πνευματικῆς ἀγαλλίασης γιά τήν ἔκχυση σ᾿ αὐτούς «ἄνωθεν» τῆς θείας χάρης καί δωρεᾶς.

Μέ τό «χορό τοῦ Ἡσαΐα» διαλαλεῖται ἀκόμη, κατά τόν παραστατικότερο τρόπο, ὁ σκοπός τοῦ γάμου, ὁ ὁποῖος βέβαια ἀποβλέπει στή δημιουργία οἰκογένειας, στή γέννηση δηλαδή και στή μόρφωση νέων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ· ἐξασφαλίζεται ἔτσι, μέ τήν ἐνεργό συμμετοχή τοῦ ἀνδρόγυνου, ἡ συνέχεια στό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Ἐμμανουήλ. Μέ τή μνεία ἐξάλλου τοῦ ὀνόματος τῆς Παρθένου τονίζεται πώς καί σ᾿ αὐτόν ἀκόμη τό γάμο ὑπάρχει παρθενία καί ἐγκράτεια, ὑπό εὐρύτερη βέβαια ἔννοια καί ὑπό τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἐννοούμενη, ἡ ὁποία διδασκαλία δέν πάει κόντρα πρός τή φύση καί δέν ἀπαγορεύει τίς χαρές τοῦ ἔγγαμου βίου, ἀλλά δέν ἐπιδοκιμάζει καί τήν κάθε εἴδους διαστροφή καί ἠθική παρεκτροπή (βλ. Α´ Κορ. ζ´ 4–5).

Τέλος θά ἤθελα νά προσθέσω πώς χορούς μέ θρησκευτικό χαρακτήρα, ζωηρότερους μάλιστα, συναντοῦμε καί στήν Π.Δ. (π.χ. Ἔξοδ. 15,20–21), ἀλλά καί στήν ἑλληνική ἀρχαιότητα, ὅπως π.χ. φανερώνει ὁ εὐριπίδειος στίχος· «στήσομεν ἄρ᾿ ἀμφί βωμόν, ὦ πάτερ, χορούς;» (Ἰφιγ. ἐν Αὐλίδι, στίχ. 676). Γιά ὅλα αὐτά τά ἐπιπρόσθετα στοιχεῖα βλ. Κ. Καλλινίκου «Ὁ χριστιανικός ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ», Ἀθῆναι 1958, σελ. 555–556.

«Ἅγιοι Μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καί στεφανωθέντες»

52. «Ἅγιοι Μάρτυρες...». Τό δεύτερο τοῦτο τροπάριο, πού ψάλλεται σέ ἦχο βαρύ, ἀπό μιά πρώτη ματιά μοιάζει σάν ξένο σῶμα στήν ὅλη χαρούμενη ἀτμόσφαιρα πού ἐπικρατεῖ τή στιγμή αὐτή τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος· γι᾿ αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα μιλήσαμε στό ἀμέσως προηγούμενο σχόλιο. Τί σχέση μπορεῖ νά ἔχουν, ἀλήθεια, ἡ μνεία τῶν Μαρτύρων καί τό μαρτυρικό τους στεφάνωμα μέ τούς νεονύμφους πού τή στιγμή αὐτή «χορεύουν τό χορό τοῦ Ἡσαΐα», ὅπως χαρακτηριστικά λέει ὁ λαός, καί πλέουν σέ πελάγη εὐτυχίας, καθώς βλέπουν νά γίνεται πραγματικότητα τό ὄνειρό τους καί ὕστερα ἀπό λίγο θά δεχθοῦν τίς εὐχές ὅλων γιά βίο «ἀνέφελο», «ἀνθόσπαρτο» κ.λπ.; Καί ὅμως ἔχουν σχέση καί σημασία μεγάλη γιά τούς νεονύμφους. Πέρα ἀπό ὅσα εἴπαμε στό σχόλιο ἀριθ. 28, μνημονεύοντας τή γνώμη τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει πώς τά στεφάνια τῶν νεονύμφων συμβολίζουν τή νίκη τους πάνω στά πάθη τους, γιά τήν ὁποία καί στεφανώνονται σάν ἄλλοι ἀθλητές, ἡ μνεία τῶν Μαρτύρων καί τῶν μαρτυρικῶν τους στεφάνων κρύβει ἕνα βαθύτερο νόημα γιά τούς νεονύμφους.

Διότι ἡ πραγματικότητα δείχνει πώς ὁ ἔγγαμος βίος δέν εἶναι δρόμος σπαρμένος μέ τριαντάφυλλα· θά λέγαμε καλύτερα· σπάνια εἶναι «ἀνθόσπαρτος», καί ποτέ σχεδόν δέν εἶναι «ἀνέφελος». Τό ἀντίθετο συνήθως συμβαίνει· εἶναι «δρόμος μετ᾿ ἐμποδίων», εἶναι πορεία ἀνηφορική καί δύσκολη. Πολλοί, οἱ περισσότεροι μάλλον, κατά τή διάρκεια τοῦ ἔγγαμου βίου τους δοκιμάζονται ποικιλοτρόπως , «σηκώνουν σταυρό»· ἄλλοι ἐλαφρότερο, ἄλλοι βαρύτερο. Δέν ὑπάρχει γι᾿ αὐτό καμιά ἀμφιβολία· αὐτή εἶναι ἡ σκληρή πραγματικότητα. Μᾶς τό βεβαίωσε μέ τρόπο κατηγορηματικό ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς· μᾶς προειδοποίησε· «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε» (Ἰω. ιστ´ 33)· θά δοκιμάσετε θλίψεις, θά πονέσετε, θά γευτεῖτε πολλά «φαρμάκια». Ἄς μήν ἔχουμε λοιπόν ψευδαισθήσεις καί ἄς μήν εἴμαστε οὐτοπιστές· ἄς προσγειωθοῦμε ρεαλιστικά· γιά νά μήν «πέσουμε ἀπό τά σύννεφα». Γιατί, ἄν ἡ ζωή γενικά εἶναι δύσκολη καί σκληρή, πολύ περισσότερο ὁ ἔγγαμος βίος εἶναι ἕνας διαρκής μόχθος καί πολύμορφος ἀγώνας, μιά συνεχής καί κοπιαστική προσπάθεια μέ πολλές κατευθύνσεις καί ποικίλα «μέτωπα».

Γι᾿ αὐτό καί χρειάζεται μεγάλη προετοιμασία καί προσοχή πρίν προχωρήσει κανείς στό γάμο. Πρέπει νά προσέξει πολλά πράγματα σχετικά μέ τήν τελική ἐκλογή τοῦ συντρόφου. Γιατί, ὅπως λέει χαρακτηριστικά ὁ θυμόσοφος λαός μας «ὁ γάμος δέν εἶναι μπάλωμα νά τό ξηλώσουμε»· τό διαζύγιο δηλαδή, ἔστω καί «κοινῇ συναινέσει», δέν εἶναι λύση· ὅσο εὔκολο κι ἄν φαντάζει στούς σημερινούς νέους. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα πρός εὐδοκίμηση τοῦ δεσμοῦ τοῦ γάμου χρειάζεται, γιά νά χρησιμοποιήσουμε λέξη τοῦ συρμοῦ, ὑποδομή.

Γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν δηλαδή τά ποικίλα προβλήματα, οἱ ποικίλες δυσχέρειες, τά ἀναπάντεχα, τά δυσβάσταχτα φορτία, τά μικρά καί μεγάλα βάσανα τοῦ ἔγγαμου βίου, χρειάζονται ἐφόδια πού θά βοηθήσουν στό ξεπέρασμα τῶν ὁποιωνδήποτε ἀντιξοοτήτων τῆς ζωῆς, πού δέ θά ἐπιτρέψουν νά γονατίσει τό ἀντρόγυνο κάτω ἀπό τό βάρος τους· ἐφόδια πού θά τό κρατήσουν ἑνωμένο «διά βίου», γιά πάντα, καί θά ἀποτρέψουν τούς κλυδωνισμούς καί τό ναυάγιο· ἐφόδια πού θά βοηθήσουν κυρίως καί τόν ἄντρα καί τή γυναίκα νά ἀγωνιστοῦν «τόν ἀγῶνα τόν καλόν» (Β´ Τιμ. δ´ 7), μέ σταθερότητα καί συνέπεια, μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα πώς στό τέλος τῆς γήινης τούτης ἀγωνιστικῆς τους πορείας τούς περιμένει «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος» (Β´ Τιμ. δ´ 8), τόν ὁποῖο θά τούς «ἀποδώσει» ὁ Κύριος σέ ἀντάλλαγμα τῆς καλῆς τους ἀθλήσεως στό στίβο τοῦ ἔγγαμου βίου τους. Ἀκριβῶς ὅπως ἔχει στεφανώσει μέχρι τώρα μέ τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου ὁλόκληρο πλῆθος μαρτύρων, «νέφος μαρτύρων» ὅπως λέει ὁ Παῦλος (Ἑβρ. ιβ´ 1), γιά τήν πίστη τους καί τό ἀγωνιστικό τους φρόνημα.

Ὅλοι αὐτοί «οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καί στεφανωθέντες» παρακολουθοῦν μέ ἐνδιαφέρον καί στοργή «τόν προκείμενον» ἀγώνα τῶν νεονύμφων· γι᾿ αὐτό καί τούς παρακαλοῦμε νά μεσιτεύουν, νά «πρεσβεύουν πρός Κύριον» γι᾿ αὐτούς· γιά νά τερματίσουν ἐπιτυχῶς κι αὐτοί στήν ἀγωνιστική τους πορεία καί στεφανωθοῦν μέ τό ἀμάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας. Καί οἱ νεόνυμφοι στό δύσκολο, πολύμοχθο καί πολύμορφο ἀγώνα τους πρός ἀντιμετώπιση τῶν ἀντιξοοτήτων τοῦ βίου καί στήν εἰλικρινή τους προσπάθεια γιά τήν ἀλληλοσυμπλήρωσή τους καί τήν προσωπική τους τελείωση ποτέ βέβαια δέν πρέπει νά ξεχνοῦν ὅτι πέρα ἀπό τίς «πρεσβεῖες» τῶν ἁγίων μαρτύρων ἔχουν πάνω ἀπ᾿ ὅλα συμπαραστάτη καί συναντιλήπτορα τόν ἴδιο τόν Παντοδύναμο.

Δέν εἶναι ἑπομένως μόνοι τους στόν ἀγώνα καί στίς φουρτοῦνες· δέν πρέπει νά πτοοῦνται· «θαρσεῖτε» τούς λέει ἐμψυχώνοντάς τους· «ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον» τούς διαβεβαιώνει (Ἰω. ιστ´ 33)· ἐνῶ συνάμα τούς ὑπόσχεται· «Ἰδού ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη´ 20). Καί ἐξίσου ἐνθαρρυντικός γιά τό κάθε ἀντρόγυνο στόν καθημερινό του ἀγώνα ἠχεῖ καί ὁ ἄλλος κατηγορηματικός, γεμάτος ἀπό ἐνδιαφέρον καί ἀγάπη καί τόσο παρήγορος λόγος τοῦ Κυρίου· «Οὐ μή σε ἀνῶ οὐδ᾿ οὐ μή σε ἐγκαταλίπω»· ποτέ δηλ. δέ θά σ᾿ ἀφήσω, ποτέ δέ θά σέ ἐγκαταλείψω· πάντοτε θά εἶμαι μαζί σου (Ἑβρ. ιγ´ 5). Πρβλ. καί τά παράλληλα καί ταυσόσημα χωρία τῆς Π.Δ.· Δευτερ. 31,6–8 καί Ἰησ. Ν. 1,5 καί 9.

«Ἀποστόλων καύχημα, Μαρτύρων ἀγαλλίαμα»

53. «Δόξα σοι Χριστέ ὁ Θεός...». Τό τροπάριο τοῦτο εἶναι ἕνας ὕμνος στή δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ ὁ Χριστός ἀποκαλεῖται καύχημα τῶν Ἀποστόλων καί ἀγαλλίαμα (=μεγάλη χαρά) τῶν Μαρτύρων. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὅπως γνωρίζουμε, πιστοί στό παράγγελμα τοῦ Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. κη´ 19), ἀφιέρωσαν ὁλόκληρη τή ζωή τους στή διάδοση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἰδίως ἀποβάλλουν τή δειλία καί γίνονται οἱ διαπρύσιοι καί μέχρι θανάτου ἀπτόητοι κήρυκες τῆς ἀναστάσεως καί τῆς θείας καταγωγῆς τοῦ Ἰησοῦ. Τό ὅτι ἀξιώθηκαν νά ἀκούσουν μέ τά ἴδια τους τά αὐτιά τά λόγια τοῦ Κυρίου καί νά ἰδοῦν μέ τά ἴδια τους τά μάτια τά θαυμαστά του ἔργα τό θεωροῦσαν καύχημά τους. Ἀλλά καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες μέ τήν ἀνεπίληπτη βιοτή τους καί τό μαρτυρικό τους θάνατο συντέλεσαν ὥστε νά φανερωθεῖ καί νά διαδοθεῖ ἀνά τόν κόσμο ἡ πίστη στόν Τριαδικό Θεό. Χωρίς γογγυσμούς καί «χαίροντες ἔπασχον» οἱ ἀναρίθμητοι μάρτυρες τῆς χριστιανικῆς πίστεως· τό ὅτι διώκονταν καί ὑπέφεραν γι᾿ αὐτή τό θεωροῦσαν τιμή τους· ὁ Χριστός ἦταν τό «ἀγαλλίαμά» τους.

Ὁπωσδήποτε ὅμως καύχημα καί ἀγαλλίαμα μπορεῖ νά ἀποτελέσει τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν του καί γιά τούς νεονύμφους. Δέν ὑπάρχει πράγματι μεγαλύτερη χαρά ἀπό αὐτή· νά νιώθεις πώς ἡ κάθε σου ἐνέργεια, ἡ ὅλη σου συμπεριφορά κινεῖται μέσα στά πλαίσια τῶν νόμων τοῦ Θεοῦ· μοναδικό καί ἀναφαίρετο «καύχημα καί ἀγαλλίαμά σου» νά εἶναι τό γεγονός ὅτι εἶσαι «μιμητής Χριστοῦ», ὅτι πορεύεσαι ἔμπρακτα τό δρόμο πού ὑπέδειξε Ἐκεῖνος καί ὅτι βιώνεις γνήσια, μέ πίστη, ὑπομονή καί ἐλπίδα τό ἅγιο θέλημά του. Ὅταν ἀπό μιά τέτοια ἀντίληψη, ἀπό ἕνα τέτοιο πνεῦμα διακατέχονται οἱ νεόνυμφοι καί πρός αὐτό κατατείνουν εἰλικρινά οἱ προσπάθειές τους συντελοῦν κατά τόν καλύτερο τρόπο στή δόξα τοῦ Θεοῦ και προσελκύουν ἀναμφισβήτητα πλούσια τήν προστασία, τήν εὐλογία και τή χάρη του.

«Μεγαλύνθητι, Νυμφίε, ὡς ὁ Ἀβραάμ...»

54. Ἡ συντομότατη αὐτή εὐχή ἀλλά μεστότατη σέ νόημα ἀπευθύνεται ἀπό τόν Ἱερέα – Λειτουργό τοῦ Ὑψίστου προσωπικά στό νυμφίο (γαμπρό). Εἶναι ἡ εὐχή αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι ἡ εὐχή, σέ τόνο κάπως προστακτικό, αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ πρός τό νυμφίο· γιά νά συναισθανθεῖ και νά συνειδητοποιήσει ὁ νυμφίος τό χρέος του και τό καθῆκον του· γιά νά πάρει στά σοβαρά τήν ὑπόθεση τοῦ γάμου· γιά νά καταλάβει πώς εἶναι ὑπόλογος ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ· γιά νά κατανοήσει καλά πώς μόνο μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μόνο ἄν πορεύεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, θά γίνει μεγάλος καί θά ἀποσπάσει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς συνέβη μέ τόν Ἀβραάμ, τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ, τίς μεγάλες αὐτές μορφές τῆς Π.Δ., τίς ὁποῖες ὁ νυμφίος πρέπει νά ἔχει πάντοτε ὡς ὑπόδειγμα· γι᾿ αὐτό καί προβάλλονται γιά μιά ἀκόμη φορά σ᾿ αὐτήν ἐδῶ τήν εὐχή (βλ. καί παραπάνω σχόλ. ἀριθ. 12). Ἡ φράση τῆς εὐχῆς «μεγαλύνθητι, νυμφίε, ὡς ὁ Ἀβραάμ» ἠχεῖ στά αὐτιά τοῦ γαμπροῦ τήν ὥρα τούτη τοῦ μυστηρίου τιμητικά, χαρμόσυνα καί εὐχάριστα βέβαια, ἀλλά καί σάν προσταγή νά ἀντιληφθεῖ τή μεγάλη καί σοβαρή ἀποστολή πού ἔχει νά ἐπιτελέσει στόν ἔγγαμο βίο του πού μόλις τώρα ἀρχίζει. Εἶναι ἡ χαρακτηριστική φράση τῆς εὐχῆς, ἀπό τήν ὁποία δανειστήκαμε καί τόν τίτλο αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ μικροῦ πονήματος.

Ὁ Ἀβραάμ ἀναδείχθηκε πράγματι μεγάλος, σύμφωνα ἐξάλλου μέ τήν ὑπόσχεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ «μεγαλυνῶ τό ὄνομά σου» (Γεν. ιβ´ 2). Οἱ ἱεροί συγγραφεῖς μᾶς τόν ἀναφέρουν ὡς τόν κατεξοχήν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἅγιες Γραφές μᾶς τόν παρουσιάζουν ὡς πρότυπο πίστεως καί πειθαρχίας πρός τό Θεό· εὐσεβοῦς τήρησης τῶν θρησκευτικῶν του καθηκόντων· ταπεινοφροσύνης και νηφάλιας ἀντίληψης· παρά τή μεγάλη του ἀρετή και τά πολλά του πλούτη ἔλεγε· «ἐγώ δέ εἰμι γῆ και σποδός» (Γεν. ιη´ 27). Ἀκόμη παρουσιάζεται στίς Ἅγιες Γραφές ὡς ἄνθρωπος δίκαιος, εἰρηνικός καί συμβιβαστικός και πάρα πολύ φιλόξενος. Ἡ φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ ἔγινε περιώνυμη, ξακουστή· συνοδευόταν πάντοτε μέ πολλή προθυμία, ἀφθονία καί ἁπλοχεριά καί ἐγκαρδιότητα. Ἀξιώθηκε μάλιστα νά φιλοξενήσει καί αὐτόν τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό πού παρουσιάστηκε στόν Ἀβραάμ μέ τή μορφή τριῶν ἀνδρῶν. Ἡ φιλοξενία αὐτή τοῦ Ἀβραάμ (Γεν. ιη´ 1–15) ἐνέπνευσε στούς ἁγιογράφους τῆς Ἐκκλησίας μας ὡραιότατες παραστάσεις, ὅπως εἶναι π.χ. ἡ γνωστή εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδας πού τιτλοφορεῖται συνήθως «Ἡ Φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ», καί στούς ὑμνογράφους χαρακτηριστικούς ὕμνους, ὅπως ὁ ἑξῆς·

Μέτοικος ὑπάρχων ὁ Ἀβραάμ κατηξιώθη τυπικῶς ὑποδέξασθαι, ἑνικόν μέν Κύριον, ἐν τρισίν ὑποστάσεσιν, ὑπερούσιον, ἀνδρικαῖς δέ μορφώσεσιν. (Ὠδή στ´ Τριαδικοῦ κανόνα τοῦ Μεσονυκτικοῦ τοῦ Γ´ Ἤχου).

Ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς ὑπογραμμίζοντας τή λαμπρότητα τῆς μνήμης τοῦ Ἀβραάμ καί τή μεγαλοσύνη του χρησιμοποίησε τή μεταφορά, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ψυχές τῶν δικαίων μετά θάνατο θεωροῦνται ὅτι ἀναπαύονται στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ (Λουκ. ιστ´, 22). Αὐτός ἦταν ὁ Ἀβραάμ. Ἀξίζει νά τόν ἔχει, μαζί μέ τόν Ἰσαάκ καί τόν Ἰακώβ, ὡς ὑπόδειγμα στόν ἔγγαμο βίο του κάθε ἄντρας· ἀξίζει τό παράδειγμά τους νά ἐμπνέει τόν κάθε νυμφίο ὄχι μόνο στίς καλές καί εὐτυχισμένες στιγμές ἀλλά και στίς μικρές καί μεγάλες δοκιμασίες τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς.

«Καί σύ, Νύμφη, μεγαλύνθητι ὡς ἡ Σάρρα...»

55. Ἡ παρούσα εὐχή ἀπευθύνεται προσωπικά πρός τή νύφη. Εἶναι ἀκριβῶς ἀντίστοιχη τῆς προηγούμενης· κι αὐτή παρά τή συντομία της κρύβει πολλή σοφία καί ἔχει μεγάλη σπουδαιότητα γιά τή νύφη. Οἱ βιβλικές γυναικεῖες μορφές πού προβάλλονται ἐδῶ μέ ἔμμεσο τρόπο εἶναι ἀντίστοιχα γυναῖκες τῶν τριῶν ἀντρικῶν μορφῶν πού μνημονεύθηκαν στήν προηγούμενη εὐχή· ἡ Σάρρα ἦταν ἡ γυναίκα τοῦ Ἀβραάμ, ἡ Ρεβέκκα ἦταν ἡ γυναίκα τοῦ Ἰσαάκ καί ἡ Ραχήλ ἦταν ἡ γυναίκα τοῦ Ἰακώβ. Τρεῖς γυναῖκες πού ἔζησαν ἁρμονικά μέ τούς ἄντρες τους καί ἔνιωσαν μαζί τους τήν οἰκογενειακή χαρά, ἀλλά καί τίς δοκιμασίες τοῦ ἔγγαμου βίου, καί ἀξιώθηκαν νά ἀποκτήσουν ἀπογόνους εὐλογημένους ἀπό τό Θεό. Τίς χαρακτήριζε ἡ σύνεση καί ἡ φρονιμάδα, ἡ ἀνοχή και ἡ σύμπνοια, πνεῦμα ὑπομονῆς, κατανόησης και συνεργασίας, πάνω ἀπ᾿ ὅλα φόβος Θεοῦ καί συνειδητή τήρηση τῶν ἐντολῶν του, ἡ ἐμπιστοσύνη καί ὁ σεβασμός πρός τούς ἄντρες τους, ἀγάπη εἰλικρινής καί πραγματική πρός αὐτούς, ἀγάπη ἀνυπόκριτη.

Ἡ Σάρρα ὑπομένει καρτερικά τήν ἀτεκνία της, δέ γογγύζει, δέ στενοχωρεῖ καί δέν πληγώνει τόν ἄντρα της· ἀντίθετα, γιά νά γεννήσει παιδί ὁ Ἀβραάμ πού δέν εἶχε μέχρι τότε μέ τή Σάρρα (ἀργότερα, σέ βαθιά γεράματα ἐκδηλώθηκε σ᾿ αὐτούς ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ καί ἀπέκτησαν μέ τρόπο θαυμαστό τόν Ἰσαάκ), «ἡ ἴδια ἡ Σάρρα παρακίνησε τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ νά ἔλθει σέ σχέση μέ τήν Ἄγαρ» (τή δούλη του) γιά τό σκοπό αὐτό παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος (Ὁμιλία κ´, κεφ. 19). Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη της πρός τόν Ἀβραάμ.

Γι᾿ αὐτή τήν ἀγάπη, τήν ἀγάπη γενικά τῆς γυναίκας πρός τόν ἄντρα, ὁ ἴδιος ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος τήν ἀποδίδει στή μεγάλη πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά χάρη τῆς συζυγίας καί τῆς ὁμαλῆς συμβίωσης, λέει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ὁμιλίας του (κεφ. 1)· «Κάποιος μεγάλος ἄνθρωπος γιά νά περιγράψει τή σφοδρή ἀγάπη πού εἶχε σέ κάποιο ἀπό τούς φίλους του καί τούς ὁμοψύχους του καί τόν ὁποῖο πενθοῦσε γιά τό θάνατό του, δέν τόν ἀποκάλεσε πατέρα, μητέρα, τέκνο, ἀδελφό, φίλο, ἀλλά πῶς; Συγκλονίστηκε ἡ ψυχή μου γιατί σέ ἀγαποῦσα, λέει, ὅπως ἀγαπᾶ ἡ γυναίκα τόν ἄντρα της. Διότι πράγματι περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη τυραννία εἶναι αὐτή ἡ μεγάλη καί σφοδρή καί τυραννική ἀγάπη τῆς γυναίκας πρός τόν ἄντρα. Καί ἄλλες μορφές ἀγάπης εἶναι σφοδρές, ὅμως αὐτή ἡ ἐπιθυμία ἔχει καί τή σφοδρότητα ἀλλά καί τή μονιμότητα καί σταθερότητα». Τέτοια ἀγάπη, βαθιά, μόνιμη καί σταθερή, καί ὄχι ἐπιφανειακή καί προσωρινή, εἶχαν ἡ Σάρρα, ἡ Ρεβέκκα καί ἡ Ραχήλ, τίς ὁποῖες καλεῖται ἡ νύφη νά ὁμοιάσει καί νά ἔχει πάντοτε ὡς ὑπόδειγμα, γιά νά «μεγαλυνθεῖ» μέ τή σειρά της κι αὐτή και νά ἀποσπάσει τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἄριστη συμπεριφορά της καί τή φύλαξη τῶν «ὅρων τοῦ νόμου», τοῦ θείου δηλαδή θελήματος.

Καί γιά νά συνδέσουμε τίς δύο ξεχωριστές εὐχές· Ἡ ἀγάπη ἀνάμεσα, στά τρία ἀντρόγυνα πού μνημονεύονται στίς χαρακτηριστικές αὐτές «ἀποστροφές» (ἔτσι ἀποκαλεῖται στή λογοτεχνία τό σχῆμα τοῦτο, κατά τό ὁποῖο διακόπτεται ὁ κανονικός ρυθμός τοῦ λόγου καί ὁ ὁμιλῶν στρέφεται καί ἀπευθύνεται σέ συγκεκριμένο πρόσωπο) ἦταν ἀμοιβαία, δέν ἦταν μονομερής· ἄντρας καί γυναίκα συναγωνίζονταν ὁ ἕνας τόν ἄλλο σέ ἀρετή· καί ὅταν ἐρχόταν ἡ στιγμή τῆς ἀδυναμίας στήριζε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Διότι ἔτσι μόνο πραγματοποιεῖται ἡ ἀλληλοσυμπλήρωση, ἕνας ἀπό τούς βασικούς σκοπούς τοῦ γάμου· ἔτσι μόνο θά μπορέσει τό ἀντρόγυνο, ἀλληλοβοηθούμενο καί ἀλληλοϋποστηριζόμενο, νά φτάσει στήν τελειότητα.

«Εὐλόγησον αὐτῶν εἰσόδους καί ἐξόδους»

56. Γιά ποιές εἰσόδους καί ἐξόδους τῶν νεονύμφων γίνεται ἄραγε λόγος στήν παρούσα σύντομη εὐχή, μέ τήν ὁποία ὁ Ἱερέας ἐπικαλεῖται τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν ὁποία κατά κάποιο τρόπο τούς προπέμπει, τούς ξεπροβοδίζει δηλ. ἀπό τό ναό, καθώς ἡ Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος βαδίζει ἤδη πρός τό τέλος της; Νά πρόκειται ἄραγε γιά τίς εἰσόδους καί τίς ἐξόδους τῶν νεονύμφων πού ἔχουν σχέση μέ τό ναό τοῦ Θεοῦ, ὅπου ὀφείλουν νά προσέρχονται μέ καθαρή τή συνείδηση καί νά ἀντλοῦν δύναμη γιά τό δύσκολο ἔργο τους μέ τή συμμετοχή τους στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας;

«Ὑπέρ τοῦ ἁγίου Οἴκου τούτου καί τῶν μετά πίστεως, εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ», γι᾿ αὐτούς δηλ. πού εἰσέρχονται στόν ἱερό ναό, εὔχεται ὁ Διάκονος στή Συναπτή. «Εὐλογημένη ἡ εἴσοδος τῶν ἁγίων σου, Κύριε...» λέει ὁ Ἱερέας στή θ. Λειτουργία κατά τήν εἴσοδο τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου πού εἶναι γνωστή μέ τό ὄνομα «μικρά εἴσοδος». Καί στήν εὐχή πού ἀκολουθεῖ παρακαλεῖ τό Θεό ἡ «εἴσοδος ἡμῶν» στό νοερό θυσιαστήριο «εἴσοδον ἁγίων ἀγγέλων γενέσθαι», νά ταυτισθεῖ δηλαδή μέ τήν εἴσοδο τῶν ἁγίων ἀγγέλων. Καί ἡ εἴσοδος αὐτή προϋποθέτει βέβαια ἁγιότητα καί καθαρότητα βίου. «Ἡ ἐν τῷ ναῷ εἴσοδος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου», πού ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν 21η Νοεμβρίου πολλά ἔχει νά μᾶς διδάξει γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ πιστοῦ στόν οἶκο τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελεῖ γιά τούς νεονύμφους ἕνα λαμπρό παράδειγμα ἁγιότητας καί καθαρότητας, ἄξιο πρός μίμηση, ἡ Παναγία μας, αὐτός «ὁ καθαρώτατος ναός τοῦ Σωτῆρος», αὐτό «τό ἱερόν θησαύρισμα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», ὅπως χαρακτηριστικά ἀποκαλεῖται ἀπό τόν ἱερό ὑμνογράφο (βλ. Κοντάκ. τῆς ἑορτῆς).

Ἀλλά καί τήν ἔξοδο τῶν πιστῶν ἀπό τό ναό εὐλογεῖ ὁ Λειτουργός. Στήν ὀπισθάμβωνη εὐχή, πρός τό τέλος τῆς θ. Λειτουργίας, μεταξύ ἄλλων λέει ὁ Ἱερέας· «εὐλόγησον τήν κληρονομίαν σου», τούς πιστούς δηλαδή πού εἶναι κληρονόμοι τῶν ποικίλων δωρεῶν τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ λίγο πρίν ἀπό τήν Ἀπόλυση καί τήν ἔξοδο τῶν πιστῶν ἀπό τό ναό ὁ ἴδιος ὁ Λειτουργός ἀπευθύνεται πρός τό «πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας» καί εὐλογώντας το λέει· «εὐλογία Κυρίου καί ἔλεος αὐτοῦ ἔλθοι ἐφ᾿ ἡμᾶς τῇ αὐτοῦ χάριτι καί φιλανθρωπίᾳ». Εὐλογία τόσο ἀπαραίτητη γιά τόν καθημερινό ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου καί τόν προκείμενο ἀγώνα τῶν νεονύμφων πού ἡ Ἐκκλησία μας εὔχεται νά τόν συνοδεύουν πάντοτε «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (θ. Λειτουργία).

Τά ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα ἀποτελοῦν μιά πρώτη προσέγγιση τοῦ νοήματος τῆς φράσης «εὐλόγησον αὐτῶν εἰσόδους καί ἐξόδους». Μήπως ὅμως ἄλλο εἶναι τό νόημά της καί γιά ἄλλες εἰσόδους καί ἐξόδους τῶν νεονύμφων γίνεται ἐδῶ λόγος; Μήπως δηλαδή πρόκειται γιά τήν εἴσοδό τους σέ ἕνα διαφορετικό κόσμο, σέ ἕνα ἐντελῶς νέο στάδιο, αὐτό δηλαδή τοῦ ἔγγαμου βίου, καί τή μελλοντική τους ἔξοδο ἀπό αὐτό; Σέ μιά τέτοια ἐκδοχή τό νόημα τῆς φράσης προβάλλει ὁλοφάνερο. Ὁ Ἱερέας δηλαδή στό σημεῖο τοῦτο τῆς εὐχῆς εὔχεται εὐλογημένη νά εἶναι τῶν νεονύμφων τόσο ἡ εἴσοδος σ᾿ αὐτό τό στάδιο ὅσο καί ἡ ἔξοδός τους ἀπό αὐτό.

Εὐλογημένη θά εἶναι ἡ εἴσοδος τῶν νεονύμφων στό στάδιο τοῦ γάμου, ὅταν εἶναι ἀποφασισμένοι νά ζήσουν μέ ὁμοφροσύνη, μέ ὁμόνοια, μέ ἀμοιβαία κατανόηση καί εἰλικρινή ἀγάπη «πορευόμενοι ἐν εἰρήνῃ καί ἐργαζόμενοι ἐν δικαιοσύνῃ τάς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ καί φυλάττοντες τούς ὅρους τοῦ νόμου (βλ. παραπάνω τίς σύντομες εὐχές τοῦ Ἱερέα κατά τήν «ἔπαρση» τῶν στεφάνων τῶν νυμφίων).

Καί εὐλογημένη ἔξοδος ἀπό τό γάμο, ἄν μάλιστα λάβουμε ὑπόψη τό «ἀδιάλυτο» αὐτοῦ (πρβλ. τήν ἐντολή τῆς Ἁγ. Γραφῆς· «...γυναῖκα ἀπό ἀνδρός μή χωρισθῆναι... καί ἄνδρα γυναῖκα μή ἀφιέναι» Α´ Κορ. ζ´ 10–11), δέν μπορεῖ βέβαια νά εἶναι ἄλλη (π.χ. ἡ ἑκούσια ἐγκατάλειψη τῆς συζυγικῆς στέγης, ἡ μέ ὁποιαδήποτε πρόφαση διακοπή τῆς «ἐννόμου συζυγίας» ἤ τό διαζύγιο ὁποιασδήποτε μορφῆς) παρά ἡ φυσιολογική καί ἡ μόνη ἀπό τήν Ἐκκλησία παραδεκτή, αὐτή δηλαδή πού πραγματοποιεῖται μέ τό θάνατο.

Αὐτός οὐσιαστικά εἶναι ὁ μόνος πού, κατά τή χριστιανική διδασκαλία, πρέπει νά χωρίζει τό ἀντρόγυνο, δεδομένου ὅτι τό λεγόμενο γιά τή γυναίκα «γυνή δέδεται νόμῳ ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ ὁ ἀνήρ αὐτῆς» (Α´ Κορ. ζ´ 39) δέν μπορεῖ παρά νά ἰσχύει ἀντίστοιχα καί γιά τόν ἄντρα. Ὁ θάνατος ἐξάλλου εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος προοιωνίζεται καί ὑπόσχεται τήν ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης καί τῆς αἰώνιας μακαριότητας, ὑπό τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι τό ἀντρόγυνο στό στάδιο τοῦ γάμου ἀγωνίστηκε μέ πίστη καί συνέπεια «τόν ἀγῶνα τόν καλόν» καί τίμησε τό γάμο του μέ τήν ὅλη σώφρονα καί ἄμεμπτη συμπεριφορά του καί δίκαια ἑπομένως ἀναμένει «τόν τῆς δικαιοσύνης στέφανον» (Β´ Τιμ. δ´ 7–8). Πρβλ. καί ἀμέσως ἑπόμενο σχόλιο ἀριθ. 57.

Παρόμοια κάπως ἀντίληψη, ἀλλά γιά τό στάδιο τῆς ζωῆς γενικά καί τό θάνατο, διατυπώνεται σέ μιά εὐχή τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς (ἀνήκει στή γ´ φάση τῶν εὐχῶν)· «Σοί χάριν ἐπί πᾶσιν ὁμολογοῦμεν, ἐπί ταῖς εἰσόδοις ἡμῶν ταῖς εἰς τόν κόσμον τοῦτον (ἐδῶ βέβαια ἐννοεῖ τήν εἴσοδο τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο πού πραγματοποιεῖται μέ τή γέννησή του), καί ταῖς ἐξόδοις (=τό θάνατο), αἵ τάς ἐλπίδας ἡμῶν τῆς ἀναστάσεως καί τῆς ἀκηράτου ζωῆς, διά τῆς σῆς ἀψευδοῦς ἐπαγγελίας προμνηστεύονται». Γιά τό τελευταῖο αὐτό στάδιο, τήν ἔξοδο δηλαδή ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, πρβλ. καί τούς «ἐξοδίους» ἤ «ἐπιταφίους ὕμνους» τῶν Ἐγκωμίων πού ψάλλονται τό βράδυ τῆς Μ. Παρασκευῆς, καθώς καί τή συγκινητικότατη ἀπορία τοῦ ὑμνωδοῦ «ποῖα ἄσματα μέλψω τῇ σῇ ἐξόδῳ, Οἰκτίρμον;» πού διατυπώνεται στό Δοξαστικό πού ψάλλεται μετά τήν ἀποκαθήλωση τοῦ Ἐσταυρωμένου καί τήν ἔξοδο τοῦ Ἐπιταφίου ἀπό τό ἱερό Βῆμα καί τήν τοποθέτησή του στό μέσο τοῦ ναοῦ.

Παρεμφερεῖς ἐπίσης καί ἐνισχυτικές γιά τήν παρούσα ἐκδοχή, ὅτι ὁ γάμος δηλαδή θεωρεῖται ἡ ἀπαρχή μιᾶς νέας περιόδου καί ὁ Λειτουργός εὔχεται εὐλογημένη νά εἶναι τῶν νεονύμφων τόσο ἡ εἴσοδός τους στό νέο αὐτό στάδιο ὅσο καί ἡ ἔξοδός τους, εἶναι καί οἱ ἑξῆς φράσεις ἀπό τά δύο Κοντάκια τῆς Ἰνδίκτου, τοῦ νέου δηλαδή ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους πού τήν ἀρχή του ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν 1η Σεπτεμβρίου, φράσεις πού περιορίζονται βέβαια στήν ἐτήσια χρονική περίοδο· «τήν ἐνιαύσιον εὐλόγησον περίοδον» καί «ἔτους τάς εἰσόδους τε καί ἐξόδους εὐλογῶν καί κατευθύνων ἡμῶν τά ἔργα πρός τό σόν θέλημα».

Ἴσως ἔχουν βάση καί ἴσως εἶναι πιθανές οἱ δύο ἐκδοχές, προπαντός ἡ δεύτερη, πού ἐκθέσαμε παραπάνω. Νομίζουμε ὅμως πώς στό σημεῖο τοῦτο τῆς Εὐχῆς γίνεται μάλλον λόγος γιά τίς εἰσόδους καί τίς ἐξόδους τῶν νεονύμφων πού ἔχουν σχέση μέ τή δική τους φωλιά, μέ τό σπίτι τους δηλαδή, πού κατά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία εἶναι μικρογραφία τῆς Ἐκκλησίας, μιά «κατ᾿ οἶκον Ἐκκλησία», ὅπου παρών εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρέας, θεολόγος τοῦ 3ου μ.Χ. αἰώνα, σημειώνει χαρακτηριστικά πώς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «οὗ (= ὅπου) γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. ιη´ 20) ἀναφέρεται στή χριστιανική οἰκογένεια, στούς δύο δηλαδή συζύγους καί τά παιδιά, ὅπου εἶναι παρών ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, γιά νά τούς προστατεύει καί νά τούς ἐνισχύει στό δύσκολο ἔργο τους.

Εὐλογημένη, ἑπομένως, εὔχεται ὁ Ἱερέας, νά εἶναι κάθε ἔξοδος τῶν συζύγων ἀπό τό σπίτι καί κάθε εἴσοδός τους σ᾿ αὐτό· χωριστά τοῦ καθενός, ἀλλά καί τῶν δύο μαζί. «Εὐλογημένη ἡ ἔξοδός σου» θά μποροῦσε νά εὔχεται ὁ καθένας ἀπό τούς συζύγους στόν ἄλλο, ὅταν βγαίνει ἀπό τό σπίτι. Καί «εὐλογημένη ἡ εἴσοδός σου» θά μποροῦσε καί πάλι νά εὔχεται ὁ καθένας ἀπ᾿ αὐτούς στόν ἄλλο, ὅταν μέ τό γυρισμό μπαίνει στό σπίτι, στό μικρό αὐτό ναό. Εὐλογημένη ἡ ἔξοδος καί ἡ εἴσοδος... Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ συνήθεια πολλῶν ἁπλοϊκῶν ἀλλά πιστῶν ἀνθρώπων, καθώς ξεπροβοδίζουν τό σύντροφό τους, νά τόν σταυρώνουν (μυστικά ἤ φανερά) κάνοντας στόν ἀέρα τό σχῆμα τοῦ Σταυροῦ.

Πόσες ὅμως φορές ἡ ἔξοδος ἤ ἡ εἴσοδος δέν εἶναι, ἀλίμονο, καθόλου εὐλογημένη! Πόσες φορές ὁ ἄντρας ἤ ἡ γυναίκα φεύγουν ἤ γυρίζουν στό σπίτι θυμωμένοι καί ὀργισμένοι ἤ στενοχωρημένοι ἀπό τή μεταξύ τους συμπεριφορά! Ἤ πόσες φορές ἔξω ἀπό τό σπίτι, μακριά ἀπό τά βλέμματα τοῦ συντρόφου, κάνουν πράγματα ἀσυμβίβαστα πρός τό χριστιανικό γάμο! Καί πόσες, ἀλίμονο, φορές γυρίζοντας κουρασμένοι ἀπό τό μόχθο τῆς ἡμέρας καί μή βρίσκοντας τό κατάλληλο περιβάλλον στό σπίτι ἤ κάτω ἀπό τό βάρος τῶν ἀδυναμιῶν τους δημιουργοῦν σκηνές ἀπαράδεκτες! Πόσα, ἀλήθεια, κακά μποροῦν νά συμβοῦν ἔξω ἀπό τό σπίτι στόν καθένα ἀπό τούς συζύγους; Καί πόσα ἄσχημα καί ἀπρεπή μπορεῖ νά κάνει ἤ νά πάθει ὁ καθένας ἀπό τούς συζύγους ἔξω ἀπό τό σπίτι ἤ μέσα στό ἴδιο του τό σπίτι κατά τήν ἀπουσία τοῦ ἄλλου; Ἡ καθημερινή ζωή βρίθει, δυστυχῶς, ἀπό τέτοια περιστατικά πού παίζουν ἀρνητικό ρόλο στήν ὁμαλή συμβίωση τοῦ ἀντρόγυνου καί ὁδηγοῦν μέ μαθηματική ἀκρίβεια στή διάλυση τοῦ γάμου μέ τά γνωστά σ᾿ ὅλους μας ἐπακόλουθα.

Ὑπάρχει, λοιπόν, γιά τό ἀντρόγυνο μεγαλύτερη εὐτυχία ἀπό τό νά βγαίνει ἀπό τό σπίτι ὄχι ὀργισμένο ἤ φορτισμένο μέ προβλήματα συζυγικῆς ἀσυμφωνίας ἀλλά χαρούμενο καί εὐδιάθετο καί νά ἐπιστρέφει στό σπίτι μέ τή βεβαιότητα ὅτι σ᾿ αὐτό θά βρεῖ τή χαρά, τή γαλήνη, τήν ἀνακούφιση, τήν ἀγαλλίαση καί τήν εὐφροσύνη; Ἀκριβῶς τέτοια εὔχεται ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι κάθε εἴσοδος καί κάθε ἔξοδος τῶν νεονύμφων ἀπό τό σπίτι. «Εὐλόγησον αὐτῶν εἰσόδους καί ἐξόδους». Ἀλλά ἡ εὐλογημένη αὐτή εἴσοδος καί ἔξοδος εἶναι θεῖο δῶρο πού ἀπονέμεται στό ἀντρόγυνο ὄχι βέβαια χωρίς ἀγώνα συνεχή καί χωρίς κοινή καί εἰλικρινή προσπάθεια. Γιατί αὐτόν ἀκριβῶς τόν ἀγώνα καί αὐτή τήν προσπάθεια τῶν συζύγων εὐλογεῖ ὁ Θεός καί ἐπισκιάζει μέ τή θεία του χάρη.

Ὁ ἱερός ψαλμωδός ἐκφράζει ἀκλόνητη τήν πεποίθησή του στήν ἄγρυπνη καί διαρκή προστασία τοῦ Κυρίου ὅπου κι ἄν σταθεῖ, ὅπου κι ἄν πορευθεῖ. Εἶναι πολύ χαρακτηριστική καί συμφωνεῖ, κατά τή γνώμη μας, μέ ὅσα ἐκθέσαμε παραπάνω ἡ ὁμολογία του· «Κύριος φυλάξει σε ἀπό παντός κακοῦ... Κύριος φυλάξει τήν εἴσοδόν σου καί τήν ἔξοδόν σου...» (Ψαλμ. 120).

57. «Ἀνάλαβε τούς στεφάνους αὐτῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου, ἀσπίλους καί ἀμώμους καί ἀνεπιβουλεύτους διατηρῶν». Τά καθαρά καί ἀμόλυντα καί ἀνεπιβούλευτα στέφανα, ὁ καθαρός δηλαδή συζυγικός βίος, ἡ «ἀκηλίδωτος συμβίωσις», ἡ «ἄμεμπτος βιοτή καί πολιτεία», ἡ «ἀκατάγνωστος διαγωγή» καί ἡ συζυγική «σωφροσύνη», ὁ «τίμιος γάμος», ἡ «ἀνεπιβούλευτος» καί «ἀμίαντος κοίτη», ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρεται σέ ἄλλα σημεῖα τῆς ἱερολογίας τοῦ γάμου, δέ διευκολύνουν στήν παρούσα μόνο ζωή τούς νεονύμφους ὥστε νά ζοῦν ἁρμονικά καί ἀγαπημένα καί νά ἀπολαμβάνουν τίς χαρές τῆς συζυγικῆς καί οἰκογενειακῆς ζωῆς, ἀλλά τούς παρέχουν καί τό εἰσιτήριο γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τούς ἐξασφαλίζουν «τά ἐπηγγελμένα ἀγαθά τῆς ἀπολαύσεως» (βλ. ἀμέσως ἑπόμενη Εὐχή) καί «τόν ἀμαράντινον τῆς δόξης στέφανον» (Α´ μεγάλη Εὐχή εὐλογίας). Πρβλ. καί παραπάνω, σχόλια ἀριθ. 16, 34, 48 καί 52.

Ἡ εὐχή τῆς Ἀπόλυσης

58. Μέ τήν εὐχή τούτη τῆς Ἀπόλυσης ζητοῦμε, μέσω τοῦ Ἱερέα, ἀπό τόν Κύριο νά στείλει τό ἔλεός του καί τή σωτηρία σ᾿ ὅλους ἐμᾶς πού παρακολουθοῦμε τό μυστήριο τοῦ γάμου καί φυσικά καί στούς νεονύμφους, γιά τούς ὁποίους ἐξάλλου τελεῖται τό μυστήριο. Σ᾿ αὐτό μας τό αἴτημα ὡς μεσολαβητές καί συμπαραστάτες ἐπικαλούμαστε τήν ἴδια τήν Παναγία, τούς ἁγίους Ἀποστόλους, τούς ἰσαποστόλους Κωνσταντίνο καί Ἑλένη, τό μεγαλομάρτυρα Προκόπιο καί ὅλους τούς Ἁγίους. Ἡ εἰδική μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ μεγαλομάρτυρα Προκοπίου στήν Εὐχή ἔχει προφανῶς συμβολική σημασία γιά τούς νεονύμφους. Μᾶς θυμίζει τή φράση τῆς προηγούμενης εὐχῆς «ἡ Παναγία... Τριάς... παράσχοι ὑμῖν... προκοπήν βίου καί πίστεως». Τό ἴδιο τό ὄνομα Προκόπιος παράγεται ἀπό τό ρῆμα «προκόπτω» πού σημαίνει· προκόβω, κάνω προκοπή, προοδεύω, εὐδοκιμῶ στή ζωή σέ πίστη καί ἀρετή, γενικά ἀπολαμβάνω πλούσια τά ἀγαθά καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν προκοπή, αὐτή τήν πρόοδο, αὐτή τήν εὐδοκίμηση κι αὐτή τήν ἀπόλαυση καί εὐλογία κρύβει καί ὑπονοεῖ καί ἡ θυμόσοφη λαϊκή εὐχή πού λέγεται ἀπό τούς γονεῖς καί τούς γεροντότερους συνήθως πρός τούς νεονύμφους· «καλή προκοπή!»

Ἡ μνεία πάντως τοῦ ὀνόματος τοῦ μεγαλομάρτυρα Προκοπίου εἶναι κοινό στοιχεῖο τῆς Ἀπόλυσης καί τῶν δύο ἑπόμενων Ἀκολουθιῶν, «εἰς δίγαμον» δηλαδή καί «ἐπί ἐπανασυστάσει γάμου». Τό ὅτι τοῦτο δέν εἶναι τυχαῖο καί ὅτι ἡ εἰδική μνεία τοῦ ὀνόματος τοῦ μεγαλομάρτυρα ἔχει πράγματι συμβολική σημασία γιά τούς νεονύμφους φαίνεται, πέρα ἀπό ὅσα εἴπαμε παραπάνω, καί ἀπό τή μελέτη τοῦ βίου τοῦ ἁγίου. Τό ἀρχικό του ὄνομα ἦταν Νεανίας. Ἔζησε στά χρόνια τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Στρατιωτικός στό ἐπάγγελμα, τοῦ ἀνατέθηκε ὁ διωγμός τῶν χριστιανῶν. Κατά τήν πορεία του πρός ἐκτέλεση τῆς ἐντολῆς ὁραματίζεται τό Σταυρό καί ἀκούει τή φωνή· «Νεανία, ἐγώ εἰμι ὁ ἐσταυρωμένος Ἰησοῦς, ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱός». Τό γεγονός τοῦτο τόν κάνει νά μεταστραφεῖ καί ἀπό διώκτης τῶν χριστιανῶν νά γίνει στή συνέχεια κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀργότερα συλλαμβάνεται, ὁμολογεῖ τήν πίστη του, φυλακίζεται, βασανίζεται καί στό τέλος ἀποκεφαλίζεται. Κατά τό χρονικό διάστημα πού εἶναι φυλακισμένος βλέπει «ἐν ὁράματι» τό Χριστό, ὁ ὁποῖος τόν μετονομάζει ἀπό Νεανία σέ Προκόπιο. Ἡ μετονομασία εἶναι ὁλοφάνερα δηλωτική τῆς «προκοπῆς», τῆς προόδου δηλαδή σέ πίστη καί αὐταπάρνηση πού σημείωσε ὁ Νεανίας· γι᾿ αὐτό καί δίκαια τοῦ ἀπονέμεται τό συμβολικό ὄνομα Προκόπιος. Καί οἱ νεόνυμφοι; Θά ἀξιωθοῦν ἄραγε κι αὐτοί νά «προκόψουν» στό νέο στάδιο τοῦ βίου πού ἀνοίγεται τώρα μπροστά τους; Αὐτό θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τή δική τους ἀγωνιστική προσπάθεια πού σίγουρα θά τήν ἐπισκιάσει ἡ εὐλογια καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἀπόλυση τῆς ὅλης Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος κλείνει μέ τή σύντομη καί συνηθισμένη σ᾿ ὅλες τίς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας εὐχή «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων...» (Βλ. καί σχόλ. ἀριθ. 30 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ ἀρραβώνα).

Ἡ «λύσις» τῶν στεφάνων μετά τό ἑορταστικό ἑπταήμερο

59. Παλιότερα νύφη καί γαμπρός συνήθιζαν ἐπί ἑπτά ἡμέρες μετά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου νά κυκλοφοροῦν στεφανωμένοι μέ τά στέφανα τοῦ γάμου. Τήν ὄγδοη ὅμως ἡμέρα ἐπέστρεφαν στό ναό, γιά νά ἀφαιρέσει ἀπό τά κεφάλια τους τά στέφανα ὁ Ἱερέας. Τά στέφανα τοῦ γάμου ἐξάλλου ἦταν πολλές φορές κτήματα τοῦ ναοῦ καί φυλάγονταν στό σκευοφυλάκιο. Ἡ «λύσις», ἡ ἀφαίρεση δηλ. τῶν στεφάνων ἀπό τά κεφάλια τῶν νεονύμφων «τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ», συνοδεύεται ἀπό τίς δυό αὐτές εὐχές πού εἶναι καταχωρισμένες στό Μικρό Εὐχολόγιο μετά τό τέλος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος.

Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τήν παλιά αὐτή συνήθεια, θά ἤθελα στό σημεῖο τοῦτο νά προσθέσω τά ἑξῆς γιά τό ἑορταστικό ἑπταήμερο τοῦ θρησκευτικοῦ γάμου, ὁ ὁποῖος βέβαια εἶναι ἕνα ἀπό τά σπουδαιότερα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἤδη στήν Π.Δ. βλέπουμε τόν πεθερό τοῦ Ἰακώβ, τό Λάβαν, νά ἀπαντάει ὡς ἑξῆς στό εὔλογο καί δίκαιο παράπονο τοῦ Ἰακώβ πώς τόν ἐξαπάτησε δίνοντάς του ὡς γυναίκα τήν κόρη του Λεία ἀντί τῆς νεότερης καί ὄμορφης Ραχήλ πού ὑπερβολικά ἀγαποῦσε· «Συντέλεσον οὖν τά ἕβδομα ταύτης, καί δώσω σοι καί ταύτην ἀντί τῆς ἐργασίας, ἧς ἐργᾷ παρ᾿ ἐμοί ἔτι ἑπτά ἔτη ἕτερα. Ἐποίησεν δέ Ἰακώβ οὕτως καί ἀνεπλήρωσεν τά ἕβδομα ταύτης, καί ἔδωκεν αὐτῷ Λάβαν Ραχήλ τήν θυγατέρα αὐτοῦ αὐτῷ γυναῖκα» (Γεν. 29,27–28). Ζητάει δηλ. ἀπό τόν Ἰακώβ νά συμπληρώσει πρῶτα «τά ἕβδομα», τήν ἑβδομάδα δηλ. τοῦ γάμου του μέ τή Λεία, καί τοῦ ὑπόσχεται πώς μετά τή συμπλήρωση τῶν ἑπτά ἡμερῶν θά τοῦ δώσει καί τή Ραχήλ. Καί ἔτσι ἀκριβῶς ἔγινε, μᾶς βεβαιώνει στή συνέχεια ἡ Γραφή. Βλέπουμε ἐπίσης, σ᾿ ἄλλο σημεῖο, πώς καί ἡ «χαρά» τοῦ γάμου τοῦ Τωβία διαρκεῖ ἑπτά ἡμέρες· «καί ἤχθη ὁ γάμος Τωβία μετ᾿ εὐφροσύνης ἑπτά ἡμέρας» (Τωβίτ 11,19). Ἀλλά καί ἀντίστροφα· τό πένθος γιά τό θάνατο τῆς Ἰουδίθ κρατάει ἑπτά ἡμέρες· «καί ἐπένθησεν αὐτήν οἶκος Ἰσραήλ ἡμέρας ἑπτά» (Ἰουδίθ, 16,24).

Γενικά παρατηροῦμε ὅτι ὁ πανηγυρισμός μεγάλων καί σπουδαίων γεγονότων διαρκεῖ ἕνα ὁλόκληρο ἑπταήμερο (πρβλ. Βασιλ. Γ´ 8,65–66 – Ἔσδρας Α´ 4,63 – Νεεμίας 18,18 – Ἐσθήρ 2,18 – Μακκαβ. Γ´ 6,30). Ἡ ἑορτή τῶν ἀζύμων ἐπίσης διαρκοῦσε ἑπτά ἡμέρες· «καί ἠγάγοσαν οἱ υἱοί Ἰσραήλ... τό Πάσχα καί τήν ἑορτήν τῶν ἀζύμων ἡμέρας ἑπτά» (Ἔσδρας Α´ 1,17)· «ἑπτά ἡμέρας ἄζυμα ἔδεσθε» (Ἰεζεκιήλ 45,21). Γιά τήν ἴδια ἑορτή βλ. καί· Παραλειπ. Β´ 30,21–22 – Ἔσδρας Α´ 7,14 καί Ἔσδρας Β´ 6,2. Θά μποροῦσε ἀκόμη νά προσθέσει κανείς ὅτι καί τό χριστιανικό Πάσχα ἑορτάζεται ἐπί ἑπτά ἡμέρες, γιά μιά ὁλόκληρη δηλ. ἑβδομάδα, πού καί Διακαινήσιμος λέγεται, ἐνῶ ἀκριβῶς τήν ὄγδοη ἡμέρα μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, «μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτώ» κατά τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη (κ´ 26), ἔχουμε «τήν ψηλάφησιν τοῦ Θωμᾶ» ἤ ἀλλιῶς τήν Κυριακή τοῦ Ἀντίπασχα. Σημειώνουμε τέλος πώς καί ἡ περιτομή τοῦ Κυρίου ἔγινε τήν ὄγδοη ἡμέρα ἀπό τήν «κατά σάρκα» γέννησή του, δηλ. «ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι ὀκτώ τοῦ περιτεμεῖν τό παιδίον» (Λουκ. β´ 21), ἐνῶ στό Μικρό Εὐχολόγιο μετά τήν Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος βλέπουμε καταχωρισμένη «Διάταξη» -ὁδηγία πρός τόν Ἱερέα νά μήν παραλείψει νά παραγγείλει στούς οἰκείους τοῦ νεοφωτίστου «ἵνα μή κολυμβήσωσιν αὐτόν ἤ τό πρόσωπον αὐτοῦ νίψωσιν ἕως ἡμερῶν ζ´, τῇ δέ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ πλυνάτωσαν καί λουσάτωσαν αὐτόν...».

Ἀπό τά ἀνωτέρω στοιχεῖα κατανοοῦμε, νομίζω, καλύτερα γιατί τό εὐφρόσυνο γεγονός τοῦ γάμου ἐπικράτησε νά διαρκεῖ μιά ὁλόκληρη ἑβδομάδα, γιατί οἱ νεόνυμφοι παλιότερα φοροῦσαν, σάν βασιλιάδες, τά στέφανα τοῦ γάμου ὅλο αὐτό τό χρονικό διάστημα καί γιατί «τῇ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ» προσέρχονταν στό ναό γιά τήν ἀφαίρεση τῶν στεφάνων καί τήν ὕστατη, μέσω τοῦ Ἱερέα, εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἀπομεινάρι αὐτῆς τῆς συνήθειας μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σήμερα ὁ ἐπίσημος ἐκκλησιασμός τῶν νεονύμφων τήν πρώτη μετά τό γάμο τους Κυριακή, ἀκριβῶς δηλ. τήν ὄγδοη ἡμέρα μετά τό γάμο τους. Τά «γυρίσματα» ἤ «πιστρόφια» ἐπίσης, ἡ συνήθεια δηλ. τῶν νεονύμφων νά ἐπιστρέφουν τήν πρώτη μετά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου Κυριακή στό πατρικό σπίτι τῆς νύφης, ὅπου φιλοξενοῦνται μέ στοργή καί ἐγκαρδιότητα μέσα σέ μιά ἀτμόσφαιρα ἀγάπης πού ἐκδηλώνεται μέ πλούσια δῶρα καί εὐχές γιά τήν εὐτυχία, εὐγονία καί μακροζωία τους, μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὅτι ἔχουν ὑποκαταστήσει κατά κάποιο τρόπο τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας κατά τή «λύση τῶν στεφάνων» τήν ὄγδοη ἡμέρα ἀπό τό γάμο τους. (Βλ. Θ.Ν. Ζήση «Λαογραφικά Σημειώματα», στό συλλογικό ἔργο ΚΑΝΑΛΙΑ ΚΑΡΔΙΤΣΗΣ, ἔκδοση τοῦ Συλλόγου τῶν ἐν Βόλῳ Καναλιωτῶν Καρδίτσης, Βόλος 1976, ὅπου σέ εἰδικό κεφ. ἐξετάζεται ὁ γάμος ἀπό λαογραφική ἄποψη (σελ. 349 κ.ἑ.), ἐνῶ τά τραγούδια τοῦ γάμου παραθέτονται σέ ἄλλο κεφ. (σελ. 308 κ. ἑ.).

60. «Ὁ τοῦ ἐνιαυτοῦ τόν στέφανον εὐλογήσας». Ἡ φράση τούτη τῆς Εὐχῆς εἶναι μικρή παραλλαγή τοῦ στίχου τοῦ Ψαλμωδοῦ «εὐλογήσεις τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου» (Ψαλμ. 64, στίχ. 12)· Μέ τά ἀγαθά τῆς καλοσύνης σου θά εὐλογήσεις τό ἔτος στό σύνολό του πού σάν στεφάνι περιστρέφεται καί γυρίζει περιοδικά στίς ἴδιες πάντοτε ἐποχές. Τόν ἴδιο ψαλμικό στίχο βλέπουμε νά χρησιμοποιεῖ καί ὁ συνθέτης τοῦ Ἀπολυτικίου τῆς Ἰνδίκτου, τοῦ νέου δηλαδή ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, τοῦ ὁποίου τήν ἀρχή ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τήν 1η Σεπτεμβρίου· «εὐλόγησον τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου, Κύριε,...». Αὐτόν, λοιπόν, πού εὐλογεῖ «τόν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ» καί παρέχει δαψιλῶς τά ἀγαθά του, αὐτόν ἐπικαλεῖται ὁ Λειτουργός νά εὐλογήσει καί τούς νεονύμφους καί νά διατηρήσει ἀδιάσπαστο τό δεσμό τους.

61. «Ὅτι ἁγνοί πρός τόν ὑπό σοῦ νομοθετηθέντα γάμον συνήφθησαν». Ἐδῶ εἶναι ὁλοφάνερος ὁ συμβολισμός τῶν στεφάνων τοῦ γάμου γιά τόν ὁποῖο ἔγινε λόγος στό σχόλιο ἀριθ. 33. Οἱ νεόνυμφοι, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, στεφανώνονται γιά τό σώφρονα, ἐγκρατή καί ἁγνό τους βίο «ὅτι ἀήττητοι γενόμενοι, οὕτω προσέρχονται τῇ εὐνῇ, ὅτι μή κατηγωνίσθησαν ὑπό τῆς ἡδονῆς» (Ὁμιλία θ´ εἰς Α´ Τιμόθ. παρ. 2).

Εὐχαριστήρια εὐχή κατά τή συστολή τῶν συμβόλων τοῦ γάμου

62. Ἡ εὐχαριστήρια τούτη εὐχή φαίνεται νά λέγεται ἀπό τούς ἴδιους τούς νεονύμφους ἤ ἀπό τόν Ἱερέα γιά λογαριασμό τους. Καί ἐνῶ ἡ προηγούμενη εὐχή λέγεται κατά τή «λύση» τῶν στεφάνων, αὐτή ἐδῶ λέγεται τή στιγμή πού «συστέλλονται» μαζεύονται δηλ. καί περιτυλίγονται τά στέφανα. Οἱ νεόνυμφοι κατά τή «συστολή» τῶν συμβόλων τοῦ γάμου, τῶν στεφάνων δηλ., ἀναπέμπουν ὕμνο εὐχαριστίας στόν Τριαδικό Θεό πού τούς ἀξίωσε μέ δική τους ἀβίαστη, ἀνεπηρέαστη καί σύμφωνη γνώμη νά καταλήξουν σέ ἀμοιβαία ὑπόσχεση γάμου καί νά τελέσουν τήν ἀκολουθία τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ πού ἐξύψωσε καί καθαγίασε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μέ τήν προσωπική του παρουσία καί τήν τέλεση τοῦ γνωστοῦ θαύματος κατά τή διάρκεια «τοῦ ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας γάμου». Γιά τή φύλαξη τῶν στεφάνων τοῦ γάμου ἀπό τούς νεονύμφους ἤ παλιότερα ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία βλ. παραπάνω ἀντίστοιχα τά σχόλια ἀριθ. 33 καί 59.


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΣΕ ΔΙΓΑΜΟ

Ἡ προσφορά καί ἡ σωτηρία τῆς πόρνης Ραάβ

1. «Ὁ Ραάβ τῇ πόρνῃ συγχωρήσας». Ἡ πόρνη Ραάβ ἔκρυψε στό σπίτι της καί διευκόλυνε τούς δύο νεανίσκους πού ἀπέστειλε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ νά κατασκοπεύσουν τήν Ἱεριχώ πρίν ἀπό τήν κατάληψη καί τήν καταστροφή της. «Ἐπίσταμαι ὅτι δέδωκεν ὑμῖν Κύριος τήν γῆν» (Ἰησ. Ν. 2,9) εἶπε ἡ Ραάβ, ἀνέφερε τά ὅσα θαυμαστά «ἐποίησεν» Κύριος ὁ Θεός στόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Ἰσραήλ μέχρι ἐκείνη τή στιγμή καί ζήτησε νά τή γλιτώσουν ἀπό τή μελλοντική καταστροφή, καθώς καί τά μέλη τῆς πατρικῆς της οἰκογένειας. Καί πράγματι ὅταν ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς καταστροφῆς τῆς πόλης «εἰσῆλθον οἱ δύο νεανίσκοι οἱ κατασκοπεύσαντες τήν πόλιν εἰς τήν οἰκίαν τῆς γυναικός καί ἐξηγάγοσαν Ραάβ τήν πόρνην καί τόν πατέρα αὐτῆς καί τήν μητέρα αὐτῆς καί τούς ἀδελφούς αὐτῆς καί πάντα, ὅσα ἦν ἐν αὐτῇ, καί πᾶσαν τήν συγγένειαν αὐτῆς καί κατέστησαν αὐτήν ἔξω τῆς παρεμβολῆς Ἰσραήλ. καί ἡ πόλις ἐνεπρήσθη ἐμπυρισμῷ σύν πᾶσιν τοῖς ἐν αὐτῇ, πλήν ἀργυρίου καί χρυσίου καί χαλκοῦ καί σιδήρου ἔδωκαν εἰς θησαυρόν Κυρίου εἰσενεχθῆναι. καί Ραάβ τήν πόρνην καί πάντα τόν οἶκον τόν πατρικόν αὐτῆς ἐζώγρησεν Ἰησοῦς καί κατῴκησεν ἐν τῷ Ἰσραήλ ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας, διότι ἔκρυψεν τούς κατασκοπεύσαντας, οὕς ἀπέστειλεν Ἰησοῦς κατασκοπεῦσαι τήν Ἱεριχώ» (Ἰησ. Ν. 6,23–25). Ἡ ὅλη ἐπιχείρηση τῆς καταστροφῆς τῆς πόλης, ἡ μεγάλη προσφορά καί ἡ σωτηρία τῆς πόρνης Ραάβ ἱστοροῦνται στήν Π.Δ. (Ἰησ. Ν. κεφ. 2–6). Πρβλ. καί Ἑβρ. ια´ 31.

2. «Καί τοῦ Τελώνου τήν μετάνοιαν προσδεξάμενος». Πρόκειται γιά τήν εἰλικρινή μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ Τελώνη, ὁ ὁποῖος «κατέβη δεδικαιωμένος εἰς τόν οἶκον αὐτοῦ» παρά ὁ ὑπερόπτης καί περηφανευόμενος γιά τίς ἀρετές του Φαρισαῖος. Τή διδακτική παραβολή τοῦ Τελώνη καί τοῦ Φαρισαίου, στήν ὁποία προβάλλεται ἡ ἀξία τῆς πραγματικῆς ταπείνωσης καί καταδικάζεται ἡ ἔπαρση καί ὁ κομπασμός, βλ. Λουκ. ιη´, 10–14.

3. «Μή μνησθῇς ἁμαρτημάτων ἡμῶν ἀγνοίας ἐκ νεότητος». «Ἁμαρτίας νεότητός μου καί ἀγνοίας μου μή μνησθῇς» λέγει καί ὁ ἱερός ψαλμωδός στόν 24ο Ψαλμό (στίχ. 7)· Μή θυμηθεῖς δηλαδή καί μήν καταλογίσεις σέ βάρος μου τίς ἁμαρτίες πού ἀπό ἐπιπολαιότητα καί ἀπειρία νεανική, καθώς καί ἀπό ἄγνοια, διέπραξα.

4. «Ἐάν γάρ ἀνομίας παρατηρήσῃς, Κύριε...». Ὁ στίχος, ἀπό τόν 129ο Ψαλμό, εἶναι ἄριστα ἁρμοσμένος ὡς αἰτιολογία τῆς προηγούμενης πρότασης. Στόν Ψαλμό ὁ στίχος ἀπαντᾶ ὡς ἑξῆς· «Ἐάν ἀνομίας παρατηρήσῃς, Κύριε, Κύριε, τίς ὑποστήσεται;». Ἡ ἀπάντηση βέβαια εἶναι ἀρνητική, ἀλλά ὁ ψαλμωδός ἐπαφίεται καί ἐλπίζει στήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ· γι᾿ αὐτό καί συνεχίζει· «ὅτι παρά σοί ὁ ἱλασμός ἐστιν».

5. «Σύ γάρ μόνος ὑπάρχεις... πολυέλεος, πολυεύσπλαγχνος, καί μετανοῶν ἐπί κακίαις ἀνθρώπων». Πανομοιότυπα σχεδόν εἶναι τά ἑξῆς χωρία τῆς Π.Δ.· «Ἐπιστράφητε πρός Κύριον τόν Θεόν ἡμῶν, ὅτι ἐλεήμων καί οἰκτίρμων ἐστίν, μακρόθυμος καί πολυέλεος καί μετανοῶν ἐπί ταῖς κακίαις» (Ἰωήλ 2,13) καί «ἔγνων ὅτι σύ ἐλεήμων καί οἰκτίρμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος καί μετανοῶν ἐπί ταῖς κακίαις» (Ἰωνᾶς 4,2). Πρβλ. καί Ψαλμ. 85,15.

6. «Δώρησαι αὐτοῖς... τῆς πόρνης τά δάκρυα». Βλ. Ματθ. κστ´ 6–13, Μαρκ. ιδ´ 3–9, Λουκ. ζ´ 36–50. Πρβλ. καί τήν ὑμνολογία τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Τετάρτης πού ψάλλεται τό βράδυ τῆς Μ. Τρίτης. Τό Ὑπόμνημα τοῦ Τριωδίου ἀναφέρει σχετικά τά ἑξῆς· «Τῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ Τετάρτῃ τῆς ἀλειψάσης τόν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικός μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρό τοῦ σωτηρίου πάθους μικρόν τοῦτο γέγονεν». Ἡ ὑμνολογία αὐτή, μεστότατη λυρισμοῦ και συγκινητικότατη, συγκεντρώνει πλήθη πιστῶν στούς ἱερούς ναούς τό βράδυ τῆς Μ. Τρίτης. Ὑπάρχουν μάλιστα καί ἄνθρωποι πού, ἐνῶ κατά κανόνα δέν ἐκκλησιάζονται, δέν ἐννοοῦν νά χάσουν τό ἰδιόμελο τῆς Κασσιανῆς «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή...» πού ψάλλεται μέ περισσή κατάνυξη καί κάθε ἐπισημότητα τό ἴδιο βράδυ.

7. «(Δώρησαι αὐτοῖς)... τοῦ ληστοῦ τήν ἐξομολόγησιν». Πρόκειται γιά τό ληστή πού συσταυρώθηκε μέ τόν Κύριο καί «αὐθημερόν τοῦ Παραδείσου» ἀξιώθηκε μέ «τήν σωτήριον ἐν τῷ σταυρῷ ὁμολογίαν» τῆς δικῆς του ἁμαρτωλότητας καί τῆς ἀθωότητας τοῦ Ἰησοῦ. Στήν εἰλικρινή μετάνοια καί στό αἴτημα τοῦ «εὐγνώμονος» ληστῆ «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» ὁ «πάσχων ὡς ἄνθρωπος» Ἰησοῦς ἀνταποκρίθηκε ἄμεσα καί θετικά μέ τό γνωστό διαβεβαιωτικό του λόγο· «ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ». Βλ. Λουκ. κγ´ 39–43. Πρβλ. καί τό Ὑπόμνημα τοῦ Τριωδίου τῆς Ἀκολουθίας τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡ ὁποία ψάλλεται τό βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης, τό Ἐξαποστειλάριο καί πλεῖστα ἄλλα σημεῖα τῆς σχετικῆς ὑμνολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας.

8. «Τό καθ᾿ ἡμᾶς διαρρήξας χειρόγραφον, καί τῆς δυναστείας τοῦ διαβόλου ρυσάμενος ἡμᾶς».

Προφανῶς ἐδῶ πρόκειται γιά τή διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος πρῶτος στήν «Πρός Κολασσαεῖς» ἐπιστολή του (κεφ. β´ στίχ 13–15) κάνει λόγο γιά τό «καθ᾿ ἡμῶν χειρόγραφον, ὅ ἦν ὑπεναντίον ἡμῖν»· τοῦτο μέ τή σταυρική του θυσία «ἐξήλειψεν» ὁ Χριστός καί «ἦρεν ἐκ τοῦ μέσου προσηλώσας αὐτό τῷ σταυρῷ» «χαρισάμενος ἡμῖν πάντα τά παραπτώματα». Τό χειρόγραφο αὐτό, πού ἀπό πολλούς ἑρμηνεύεται ὡς χρεωστικό κατά κάποιο τρόπο ὁμόλογο πού ὑπογράφηκε ἀπό τόν προπάτορα Ἀδάμ ὡς δεῖγμα τῆς ὑποταγῆς του στόν ἀρχηγό τοῦ θανάτου, δηλ. τό Διάβολο, καί ἀπό τότε βάρυνε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, τό ἀκύρωσε ὁ Χριστός, ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς, «σχίσας», «διαρρήξας» καί «προσηλώσας αὐτό τῷ σταυρῷ». Καί ἀφοῦ διαπόμπευσε «τάς ἀρχάς καί τάς ἐξουσίας» τοῦ σκότους καί τοῦ θανάτου μέ τή σταυρική του θυσία καί τίς ἔσυρε ὡς νικητής πίσω ἀπό τό θριαμβευτικό του ἅρμα, μᾶς γλίτωσε μιά γιά πάντα ἀπό τή δυναστεία τοῦ Διαβόλου, μᾶς ἀνακαίνισε καί μᾶς χάρισε τή ζωή «νεκρούς ὄντας ἐν τοῖς παραπτώμασι».

Ἡ ἀντίληψη αὐτή ἐπαναλαμβάνεται συχνά πυκνά στά κείμενα τῶν ἱερῶν Πατέρων, καθώς καί στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι π.χ. στήν Ἀκολουθία τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλεῖται «χρεωλύτης πάντων ἀνθρώπων», ὁ ὁποῖος «χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων ἐπεδήμησε δι᾿ ἑαυτοῦ πρός τούς ἀποδήμους τῆς αὐτοῦ Χάριτος· καί σχίσας τό χειρόγραφον ἀκούει παρά πάντων οὕτως· ἀλληλούϊα». Στούς μακαρισμούς τῆς Μ. Πέμπτης ψάλλουμε· «Τό χειρόγραφον ἡμῶν ἐν τῷ σταυρῷ διέρρηξας, Κύριε...», ἐνῶ σέ ἀναστάσιμο τροπάριο τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα διασαλπίζουμε· «Χριστός ὁ Σωτήρ ἡμῶν τό καθ᾿ ἡμῶν χειρόγραφον προσηλώσας τῷ σταυρῷ ἐξήλειψε...» καί ἄλλα πολλά.

9. «Κρεῖσσον ἐν Κυρίῳ γαμεῖν ἤ πυροῦσθαι». Ἡ φράση τούτη τῆς εὐχῆς ἔχει τήν ἀρχή της στή διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού ἀναφέρεται στό θέμα τῆς ἐγκράτειας τῶν ἀγάμων καί τῶν χηρῶν. Ὁ Παῦλος ὑποστηρίζει ὅτι ὅσοι δέν μποροῦν νά ἀσκήσουν τήν ἀρετή τῆς ἐγκράτειας εἶναι προτιμότερο νά ἔρχονται «εἰς γάμου κοινωνίαν» παρά νά διατρέχουν τόν κίνδυνο νά πέσουν στό ἁμάρτημα τῆς πορνείας· «εἰ δέ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστι γαμῆσαι ἤ πυροῦσθαι» (Α´ Κορ. ζ´ 9). Περισσότερα γιά τό θέμα τοῦτο βλ. παρακάτω, σχόλ. ἀριθ. 11.

10. «Οὐδείς γάρ ἐστιν ἀναμάρτητος, οὐδ᾿ ἄν μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐστιν, ἤ χωρίς ρύπου, εἰ μή σύ μόνος...» Ἡ ἴδια ἀντίληψη ἐκφράζεται ἤδη στήν Π.Δ. Παραθέτουμε ἐνδεικτικά τά ἑξῆς παράλληλα χωρία· «Τίς γάρ καθαρός ἔσται ἀπό ρύπου; ἀλλ᾿ οὐθείς· ἐάν καί μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς...» (Ἰώβ 14,4–5), «τίς καυχήσεται ἁγνήν ἔχειν τήν καρδίαν; ἤ τίς παρρησιάσεται καθαρός εἶναι ἀπό ἁμαρτιῶν;» (Παροιμ. 20,9) καί «ὅτι ἄνθρωπος οὐκ ἔστιν δίκαιος ἐν τῇ γῇ, ὅς ποιήσει ἀγαθόν καί οὐχ ἁμαρτήσεται» (Ἐκκλησ. 7,20). Πρβλ. καί παρακάτω, σχόλ. ἀριθ. 11.

Ἡ εἰδοποιός διαφορά καί ὁ χαρακτήρας τῆς Ἀκολουθίας «εἰς δίγαμον»

11. Ὅπως τονίσαμε καί παραπάνω στό Εἰσαγωγικό σημείωμα τῆς Ἀκολουθίας «εἰς δίγαμον» (βλ. σελ. 94) οἱ δύο τοῦτες εὐχές παρουσιάζουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Τό περιεχόμενό τους δέν ἔχει τό χαρμόσυνο χαρακτήρα πού ἔχουν οἱ δύο πρῶτες μεγάλες τῆς εὐλογίας εὐχές τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος. Ἀντίθετα τίς δύο τοῦτες εὐχές, μικρότερες σέ σύγκριση μέ ἐκεῖνες τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος, τίς χαρακτηρίζει μιά μελαγχολική διάθεση καί τό στοιχεῖο πού κυριαρχεῖ σ᾿ αὐτές εἶναι τό ἐπίμονο καί ἐπαναλαμβανόμενο αἴτημα νά συγχωρήσει ὁ Θεός τά παραπτώματα αὐτῶν πού γιά δεύτερη φορά ἔρχονται σέ κοινωνία γάμου.

Γίνεται χαρακτηριστικά μνεία καί προβάλλεται πρός μίμηση ἡ ἐπιστροφή τοῦ Τελώνη τῆς γνωστῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ληστή κατά τήν ὥρα τῆς σταύρωσης, ἡ εἰλικρινής μετάνοια τῆς πόρνης γιά τόν τρόπο τῆς ζωῆς της. Τονίζεται τό ἀσθενές τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί ἡ ροπή τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἁμαρτία ἀπό τά νεανικά του ἀκόμη χρόνια, σέ ἀντίθεση πρός τήν ἁγιότητα καί τό ἀναμάρτητο τοῦ Θεοῦ καί τή μεγάλη του εὐσπλαχνία, φιλανθρωπία καί συγκατάβαση. Πρός τό περιεχόμενο τῶν δύο τούτων εὐχῶν στοιχεῖ καί ἡ προσευχή πού προτάσσεται τῆς Συναπτῆς στήν ἴδια Ἀκολουθία· «Παναγία Τριάς, ἐλέησον ἡμᾶς. Κύριε, ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν. Δέσποτα, συγχώρησον τάς ἀνομίας ἡμῖν. Ἅγιε, ἐπίσκεψαι καί ἴασαι τάς ἀσθενείας ἡμῶν, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου...», καθώς καί ἡ φράση τῆς «Κυριακῆς» προσευχῆς «...καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν».

Μᾶς θυμίζει ἀκόμη τό περιεχόμενό τους σημεῖα ἀπό εὐχές πού λέγονται σέ ἄλλες περιστάσεις, ὅπως π.χ. «ἁμαρτίας νεότητος ἡμῶν, καί ἀγνοίαας μή μνησθῇς» (α´ Εὐχή τῆς Πεντηκοστῆς) ἤ· «...ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός, ἄνες, ἄφες, συγχώρησον τά παραπτώματα ἡμῶν, τά ἑκούσια καί τά ἀκούσια, τά ἐν γνώσει καί ἐν ἀγνοίᾳ... διότι οὐδείς καθαρός ἀπό ρύπου ἐνώπιόν σου, οὐδ᾿ ἄν μία ἡμέρα ἡ ζωή αὐτοῦ, εἰμή μόνος σύ, ὁ ἐπί γῆς φανείς ἀναμάρτητος» (γ´ Εὐχή τῆς Πεντηκοστῆς) ἤ· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μου, ἄνες, ἄφες, ἱλάσθητι καί συγχώρησόν μοι τῷ ἁμαρτωλῷ καί ἀχρείῳ καί ἀναξίῳ δούλῳ σου τά πταίσματα καί πλημμελήματα καί παραπτώματά μου, ὅσα σοι ἐκ νεότητός μου μέχρι τῆς παρούσης ἡμέρας καί ὥρας ἥμαρτον, εἴτε ἐν γνώσει καί ἀγνοίᾳ, εἴτε ἐν λόγοις ἤ ἔργοις ἤ ἐνθυμήμασιν ἤ διανοήμασι καί ἐπιτηδεύμασι καί πάσαις μου ταῖς αἰσθήσεσι» (Εὐχή Ε´ τῆς Ἀκολουθίας τῆς Θ. Μεταλήψεως) ἤ· «Πᾶν ἁμάρτημα τό παρ᾿ αὐτοῦ πραχθέν ἐν λόγῳ ἤ ἔργῳ ἤ διανοίᾳ, ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός, συγχώρησον· ὅτι οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος, ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει· σύ γάρ μόνος ἐκτός ἁμαρτίας ὑπάρχεις...» (Εὐχή τῆς Ἀκολουθίας «εἰς Κεκοιμημένους») κ.ἄ.

Πῶς ὅμως ἐξηγεῖται ἡ διάχυτη αὐτή μελαγχολική διάθεση, σχετικά μέ τήν ἁμαρτωλότητα τοῦ ἀνθρώπου, πού χαρακτηρίζει τίς δύο τοῦτες εὐχές; Γιατί βέβαια, ὅπως εἴπαμε καί στό Εἰσαγωγικό σημείωμα, μόνο στό σημεῖο τοῦτο διαφοροποιεῖται κυρίως ἡ Ἀκολουθία «εἰς δίγαμον» ἀπό ἐκείνη «τοῦ στεφανώματος». Νομίζουμε ὅτι ἡ ἐξήγηση βρίσκεται σ᾿ αὐτό πού ὑπογραμμίζεται στή δεύτερη Εὐχή καί ἐπιβεβαιώνεται μάλιστα μέ τή σχετική ἀποστολική ρήση, στήν ἔμφυτη δηλαδή ἀδυναμία ἐκείνων πού δέν μποροῦν νά ὑποφέρουν τό ζυγό τῆς ἀγαμίας καί ἔρχονται γιά δεύτερη φορά σέ κοινωνία γάμου.

Ὁ δεύτερος λοιπόν γάμος παρουσιάζεται στίς δύο τοῦτες εὐχές - ἐμμέσως καί πλαγίως στήν α´, εὐθέως καί σαφῶς στή β´- ὡς ἔκφραση καί ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Παρά ταῦτα ὅμως γιά τήν Ἐκκλησία εἶναι ἐπιτρεπτός, κατά θεία μάλιστα παραχώρηση, ὅπως φαίνεται ἀπό τή διδασκαλία τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Πράγματι ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν εἶναι σαφής στό θέμα τοῦτο καί πιστεύει μάλιστα πώς ἐκφράζει μέ τά λεγόμενά του τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἑπομένως δέν πλανιέται. Ὑποστηρίζει δηλαδή ὁ ἀπόστολος πώς ὅσοι δέν μποροῦν νά ἀσκήσουν τήν ἐγκράτεια εἶναι προτιμότερο νά ἔρχονται σέ κοινωνία γάμου παρά νά καίγονται ἀπό τή φλόγα τῆς ἐπιθυμίας· ἀποκλίνει ὅμως φανερά πρός τήν ἀγαμία καί τήν ἐγκράτευση (βλ. ὁλόκληρο τό ζ´ κεφ. τῆς Α´ πρός Κορ. ἐπιστολῆς καί κυρίως τούς στίχ. 8–9 καί 39–40).

Τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀντίληψη συναντοῦμε καί στόν Ἰωάννη τό Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος, κάνοντας λόγο γιά τήν παρθενία, τό γάμο καί τήν πορνεία, ἀπονέμει τόν «στέφανον» στήν πρώτη, ἐπειδή ἡ ἄσκησή της εἶναι καί ἡ δυσκολότερη, ἀνάλογο ἔπαθλο στό γάμο, ὁ ὁποῖος εἶναι μέση κατάσταση, ἐνῶ ἡ ἀκράτεια, πού εἶναι τό κάτω σκαλί τῆς ἀξιολογικῆς κλίμακας, ἔχει ὡς φυσικό ἐπακόλουθο τίς τύψεις τῆς συνείδησης καί τήν τιμωρία. Λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος· «Ὁ γάμος μέσος, ἡ πορνεία κάτω, ἡ παρθενία ἄνω. Παρθενία στέφανον ἔχει, ὁ γάμος ἔπαινον σύμμετρον, πορνεία κόλασιν καί τιμωρίαν. Βλέπε οὖν πῶς ἐγκρατεύῃ, εἰ δύνασαι τήν ἀσθένειαν τοῦ σώματος ἐνέγκαι, καί μή θέλε ὑπέρ τό μέτρον ἀναβῆναι, ἵνα μή ὑπέρ τό μέτρον καταβῇς» ( Migne Ε.Π. 55,575).

Εἶναι λοιπόν ὁλοφάνερο πώς δέν εἶναι ὅλοι πλασμένοι γιά τήν ἄσκηση τῆς παρθενίας «διά βίου»· τό εἶπε τοῦτο ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος· «οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον, ἀλλ᾿ οἷς δέδοται» (Ματθ. ιθ´ 11)· δέν μπορεῖ δηλ. νά χωρέσει στό μυαλό ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων ὁ λόγος τοῦτος τῆς ἀγαμίας, ἀλλά τόν νιώθουν καί τόν κατανοοῦν μόνο ἐκεῖνοι στούς ὁποίους δόθηκε ὡς χάρισμα νά μείνουν ἄγαμοι. Στήν προσπάθειά του νά κατακτήσει ὁ ἄνθρωπος τό στεφάνι τῆς παρθενίας καί νά σηκώσει τό σταυρό τῆς ἀγαμίας ὑπάρχει κίνδυνος νά κατρακυλήσει στό τελευταῖο σκαλί καί νά ὑποπέσει στό ἁμάρτημα τῆς πορνείας. Ὁ καθένας ἑπομένως πρέπει νά ὑπολογίζει τίς δυνάμεις του· «ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω» εἶναι ἡ προτροπή τοῦ Θεοῦ πάνω στό θέμα τῆς παρθενίας (Ματθ. ιθ´ 12). Ὁ καθένας πρέπει νά ἐνεργεῖ ἀνάλογα μέ τό χάρισμα πού τοῦ δόθηκε. Διότι, κατά τό θεσπέσιο Παῦλο, «ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὅς μέν οὕτως, ὅς δέ οὕτως» (Α´ Κορ. ζ´ 7)· ἄλλος δηλ. ἔχει τό χάρισμα νά ζεῖ ἄγαμος καί ἄλλος ἔγγαμος· γι᾿ αὐτό καί, προκειμένου δηλ. νά ἀποφύγει κανείς τόν κίνδυνο τῆς πορνείας, συνιστᾶ ὁ ἀπόστολος μέ συγκατάβαση καί πολλή σοφία· «διά δέ τάς πορνείας ἕκαστος τήν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καί ἑκάστη τόν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω» (Α´ Κορ. ζ´ 2). Ἔτσι λοιπόν ὕστερα ἀπό αὐτά, πέρα ἀπό τό μελαγχολικό περιεχόμενο τῶν δύο εὐχῶν τῆς Ἀκολουθίας «εἰς δίγαμον», ἐξηγοῦνται καί τά ὅσα ὁρίζουν (ἐπιτίμια κ.λπ.) τά «Κεφάλαια περί διγάμων» πού παραθέσαμε παραπάνω πρίν ἀπό τή σχετική Ἀκολουθία (βλ. σελ. 94).

Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως πλευρά ἡ παρατήρηση καί ἡ πείρα τῆς ζωῆς καθιστᾶ ὁλοφάνερο τό γεγονός πώς ὅσοι ἔρχονται σέ δεύτερο γάμο δέν ὁδηγοῦνται σ᾿ αὐτόν ἀπό ἀνθρώπινη ἤ σαφέστερα ἀπό σαρκική ἀποκλειστικά ἀδυναμία. Ὑπάρχουν πάμπολλοι καί ποικίλοι ἄλλοι λόγοι πού ὁδηγοῦν σ᾿ αὐτόν, ὅπως ὅλοι μας γνωρίζουμε. Καί ὑπάρχουν δεύτεροι γάμοι πού εἶναι ἐξίσου ἤ καί περισσότερο εὐτυχισμένοι καί εὐλογημένοι ἀπό πολλούς πρώτους, χωρίς βέβαια αὐτό νά σημαίνει πώς παραγνωρίζουμε τό γεγονός ὅτι οἱ δεύτεροι γάμοι ἔχουν νά ἀντιμετωπίσουν, τίς περισσότερες φορές, ἰδιαίτερα προβλήματα καί δυσκολίες πού γιά νά ξεπεραστοῦν εἶναι ἀνάγκη τό ἀντρόγυνο νά εἶναι ὁπλισμένο μέ πολλή σύνεση, μεγάλη ἀνοχή καί βαθιά ἀγάπη.

Ἀκριβῶς γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία «καί τοῖς διγάμοις καί τοῖς τριγάμοις τούς νυμφικούς στεφάνους ἐπιτίθησι», εὐχαρίστως δηλ. στεφανώνει καί τούς διγάμους καί τούς τριγάμους καί εὐλογεῖ τό γάμο τους. Καί ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν κάνει οὐσιαστική διάκριση μεταξύ πρώτου καί δεύτερου γάμου, μαρτυρεῖ τό γεγονός ὅτι ἡ Ἀκολουθία «εἰς δίγαμον», ἄν ἐξαιρέσουμε τό μελαγχολικό περιεχόμενο τῶν δύο εὐχῶν πού ἔχει τήν ἐξήγησή του βέβαια, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, στό σύνολό της εἶναι ἡ ἴδια Ἀκολουθία πού τελεῖται καί γιά τόν πρῶτο γάμο. Διότι τίς δύο Εὐχές, πού τό περιεχόμενό τους ἔχει σκοπό νά προβληματίσει αὐτούς πού ἔρχονται σέ δεύτερο γάμο καί νά τούς κάμει νά συναισθανθοῦν τήν ἁμαρτωλότητά τους, διαδέχονται πανομοιότυπα ὅσα ἀκριβῶς περιλαμβάνονται στήν Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος καί τελικά καί στήν Ἀκολουθία «εἰς δίγαμον» κυριαρχεῖ τό ἴδιο χαρμόσυνο κλίμα.

Γιά τήν Ἐκκλησία πού δίνει τήν εὐλογία της ἰσχύουν ἐξίσου καί γι᾿ αὐτούς πού ἔρχονται σέ δεύτερο γάμο ὅλα ὅσα ἰσχύουν γι᾿ αὐτούς πού νυμφεύονται γιά πρώτη φορά· τό δημιουργικό ἔργο, τό χρέος καί τά ἀμοιβαῖα καθήκοντα τῶν συζύγων, ἡ ἀγωνιστική διάθεση πρός ἀντιμετώπιση τῶν ἀντιξοοτήτων τοῦ συζυγικοῦ βίου, ἡ ἔγνοια καί ἡ φροντίδα γιά τήν ἀλληλοσυμπλήρωσή τους, ἡ ἀδιάλειπτη προσπάθεια γιά τήν ἐξασφάλιση ὁμαλῆς συμβίωσης, ἡ καλλιέργεια πνεύματος ἀνοχῆς καί εἰλικρινοῦς ἀγάπης. Καί ἡ θεία χάρη «ἡ τά ἀσθενῆ θεραπεύουσα καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα» εἶναι σέ θέση νά κάμει εὐτυχισμένο καί πραγματικά εὐλογημένο καί τό δεύτερο γάμο. Ἀρκεῖ νά ἐμφορεῖται τό ἀντρόγυνο ἀπό πνεῦμα καλῆς θέλησης καί νά διέπεται ἀπό γνήσιο χριστιανικό φρόνημα.


ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΕΠΑΝΑΣΥΣΤΑΣΗΣ ΓΑΜΟΥ

1. «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι». Τοῦτο ψάλλεται ἀπό τό Χορό μετά ἀπό κάθε στίχο καί εἶναι ἀκριβῶς τό ἀντίστοιχο τοῦ «Δόξα σοι, ὁ Θεός ἡμῶν, δόξα σοι» τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος (βλ. σχετικά σχόλ. ἀριθ. 3).

2. «Μακάριος ἀνήρ ὁ φοβούμενος τόν Κύριον». Στίχος ἀπό τόν 111ο Ψαλμό, ὅμοιος στό περιεχόμενο μ᾿ αὐτόν τοῦ 127ου πού ψάλλεται στήν Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος. Ὁ λόγος γιά τό φόβο καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ πού θεωροῦνται ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά ἕναν εὐλογημένο γάμο καί τή δημιουργία μιᾶς εὐτυχισμένης γενικά οἰκογένειας. Γιά τό θέμα τοῦτο περισσότερα βλ. στά σχόλ. ἀριθ. 3 καί 4 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος.

3. «Ὅτι μέγας καί φοβερός ὁ Θεός ἐπί πάντας τούς περικύκλῳ αὐτοῦ». Τό ἡμιστίχιο τοῦτο προέρχεται ἀπό τόν 88ο Ψαλμό, εἶναι εἰδικά προσαρμοσμένο γιά τήν περίπτωση καί ἔχει ἐδῶ διαφορετικό μάλλον νόημα ἀπ᾿ ὅ,τι ἐκεῖ. Ἐκεῖ ἀναφέρεται στό μεγαλεῖο καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, καθώς τόν περιβάλλει «ἐν οὐρανοῖς» ἡ χορεία, ἡ «βουλή» τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἄλλων κατά χάρη ἁγίων, ἐδῶ νοηματικά πρέπει νά αἰτιολογεῖ τό πρῶτο ἡμιστίχιο. Δηλαδή· «Μακάριος ὁ ἀνήρ ὁ φοβούμενος τόν Κύριον», διότι ὁ μέγας καί φοβερός Θεός εἶναι σέ θέση νά τόν προστατεύσει καί νά τόν προφυλάξει ἀπό ὅλους ἐκείνους πού τόν περιβάλλουν καί τόν περιτριγυρίζουν καί θέλουν ἐνδεχομένως τό κακό του.

4. «Εἰς τόν αἰῶνα φυλάξει Κύριος τό ἔλεος αὐτοῦ καί ἡ διαθήκη αὐτοῦ πιστή». Ὁ στίχος ἀπό τόν 88ο Ψαλμό. Αὐτό πού ἰσχύει γενικά γιά τό ἀνθρώπινο γένος ἐφαρμόζεται ἐδῶ εἰδικά γι᾿ αὐτούς πού ἐπανασυνδέονται μέ τό γάμο· ἡ ἐπανασύσταση τοῦ γάμου τους, θά μπορούσαμε νά ποῦμε, εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἐλέους καί τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ.

5. «Δόξα καί πλοῦτος ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ». Τό ἡμιστίχιο, ἀπό τόν 111ο Ψαλμό, ἀναφέρεται στή δόξα καί τά ἀγαθά πού πλεονάζουν στό σπίτι αὐτοῦ πού ἔχει «φόβον Κυρίου» καί πορεύεται τό δρόμο τοῦ Θεοῦ.

6. «Ἡ γάρ χείρ Κυρίου συναντιλήψεται αὐτῷ, καί ὁ βραχίων αὐτοῦ κατισχύσει αὐτόν». Τό δεύτερο τοῦτο ἡμιστίχιο προέρχεται ἀπό τόν 88ο Ψαλμό καί τό περιεχόμενό του αἰτιολογεῖ αὐτό τοῦ πρώτου. Ὁ συνειδητός χριστιανός ἀποδίδει ὅλα τά ἀγαθά στή συναντίληψη, ἀρωγή καί βοήθεια, καί στή δύναμη τοῦ Θεοῦ.

7. «Ἡ γυνή σου ὡς ἄμπελος εὐθηνοῦσα ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς οἰκίας σου· οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης σου». Ὁ στίχος εἶναι ἀπό τόν 127ο Ψαλμό πού ψάλλεται στήν Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος. Ἐδῶ, καθώς καί στόν ἑπόμενο στίχο, ὁ ψαλμωδός χρησιμοποιεῖ τό δεύτερο πρόσωπο, ἐνῶ στούς προηγούμενους στίχους τό τρίτο· ἔχουμε δηλ. τό λογοτεχνικό σχῆμα τῆς ἀποστροφῆς. Γιά τίς παρομοιώσεις τοῦ στίχου («ἡ γυνή σου ὡς ἄμπελος εὐθηνοῦσα», «οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν») βλ. τά ἀντίστοιχα σχόλ. 5 καί 6 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος.

8. «Εὐλογήσαι σε Κύριος ἐκ Σιών καί ἴδοις τά ἀγαθά Ἱερουσαλήμ πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου». Καί αὐτός ὁ στίχος ἀπό τόν 127ο Ψαλμό. Γιά τή Σιών καί τήν Ἱερουσαλήμ βλ. τά ἀντίστοιχα σχόλ. 7 καί 8 στήν Ἀκολουθία τοῦ στεφανώματος.

9. «Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος». Ὁ στίχος, γνωστός καί ἀπό τή θεία Λειτουργία, εἶναι ἀπό τόν 112ο Ψαλμό. Καθαρά δοξαστικοῦ καί εὐχαριστιακοῦ χαρακτήρα ὁ στίχος χρησιμεύει ὡς κατακλείδα τοῦ ἀθροίσματος τούτου τῶν στίχων ἀπό τούς διάφορους Ψαλμούς. Μολονότι ὅμως πρόκειται γιά ἄθροισμα ἐρανισμοῦ στίχων ἀπό τέσσερις συνολικά Ψαλμούς, τοῦτο παρουσιάζει ἀξιοθαύμαστη ἑνότητα καί ἐμφανίζεται ἔτσι ὡς ἑνιαῖος καί ξεχωριστός Ψαλμός. Δεῖγμα καί τοῦτο τῆς σοφίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι πράγματι «τά πάντα καλῶς διετάξαντο», καθόρισαν δηλαδή μέ ἀξιοθαύμαστη σοφία ὅλα ὅσα ἀφοροῦν στίς ἱερές Ἀκολουθίες πού τελοῦνται στίς διάφορες περιστάσεις. Πρβλ. καί σχόλ. ἀριθ. 3 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ γάμου, ὅπου καί ἡ χαρακτηριστική φράση ἀπό τό Ὑπόμνημα τοῦ Τριωδίου τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Πέμπτης.

10. «Ὁ τό μεσότοιχον τῆς ἔχθρας καταλύσας καί εἰρήνην τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων δωρησάμενος». Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ ἄνθρωπος «πρό τῆς παρακοῆς» ζοῦσε στόν Παράδεισο σέ πλήρη κατάσταση εἰρήνης μέ τόν ἑαυτό του καί τό Θεό. Ὄντας ἀπαθής, ἀπαλλαγμένος δηλαδή ἀπό τά διάφορα πάθη, βρισκόταν σέ τέλεια εἰρήνη τόσο μέ τή συνείδησή του ὅσο καί μέ τό Θεό. Μετά τήν πτώση του ὅμως ἡ εἰρηνική του σχέση μέ τό Θεό καί τόν ἑαυτό του διαταράχτηκε. Καθώς μέ τήν πτώση του ὁ ἄνθρωπος ἔγινε «ἀπόδημος τῆς Αὐτοῦ Χάριτος», ἀποξενώθηκε δηλαδή ἀπό τή θεία Χάρη, τόν κυριεύει πιά ὁ φόβος καί ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως. Τή θέση τῆς εἰρήνης καταλαμβάνει τώρα ἡ ἔχθρα, ἡ ἁμαρτία· κυβερνήτης του καί ὁδηγός δέν εἶναι πιά ὁ Θεός, ἀλλά ὁ Διάβολος πού εἶναι ἡ προσωποποίηση τῆς ἁμαρτίας. Ἔτσι ἡ λόγω τῆς ἁμαρτίας ἔχθρα στέκεται σάν ἕνα μεγάλο μεσοτοίχι, σάν ἕνας μεγάλος φραγμός ἀνάμεσα στό Θεό καί τόν ἄνθρωπο τῆς πτώσης.

Ἀκριβῶς αὐτό τό «μεσότοιχον τῆς ἔχθρας», «τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» πού εἶχε ὑψώσει ἡ ἁμαρτία, πού χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό καί δέν ἐπιτρέπει τή μεταξύ τους ἐπικοινωνία ἔρχεται νά καταλύσει καί νά γκρεμίσει ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τή σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία θανατώνει τήν ἔχθρα, καταλύει «τόν τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου» καί μέ τή θεία Χάρη ἀποκαθιστᾶ καί πάλι τήν εἰρηνική σχέση μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, συμφιλιώνει καί πάλι τόν ἄνθρωπο μέ τό Θεό (πρβλ. Ἐφεσ. β´ 14–18 καί Νικ. Θεοτόκη «Κυριακοδρόμιον», τόμος Β´, Ἀθῆναι 1930, σελ. 373 κ.ἑ.). Καί τήν πραγματικότητα αὐτή διακηρύσσει ποικιλοτρόπως ἡ Ἐκκλησία μας. Σημειώνουμε ἐδῶ μιά μόνο χαρακτηριστική φράση ἀπό τήν ὑμνολογία τοῦ Ἑσπερινοῦ τοῦ Σαββάτου πού εἶναι ταυτόσημη πρός τήν παρούσα φράση τῆς εὐχῆς. Ἀναφέρεται στήν Παναγία, ἡ ὁποία, ὡς Θεοτόκος, «τό μεσότοιχον τῆς ἔχθρας καθελοῦσα, εἰρήνην ἀντεισῆξε καί τό βασίλειον ἠνέῳξε» (ἀναστάσιμο Θεοτοκίο τοῦ Α´ Ἤχου). Μπορεῖ ἑπομένως τώρα ὁ ἄνθρωπος νά ἀνακτήσει καί πάλι «τήν ἀρχαίαν μακαριότητα», μπορεῖ νά γίνει ὁ «καινός» ἄνθρωπος· ἀρκεῖ πραγματικά νά τό θελήσει καί νά ἀγωνιστεῖ γι᾿ αὐτό· ἡ Ἐκκλησία τοῦ παρέχει ὅλα τά μέσα καί τά ἐφόδια γιά τή σωτηρία του.

Γιά τό ἀντρόγυνο πού διαταράχτηκε σοβαρά ἡ εἰρηνική του συμβίωση, μέ ἀποτέλεσμα νά καταλήξει σέ προσωρινό διαζύγιο, καί ἐπανασυνδέεται τώρα μέ τό δεσμό τοῦ γάμου ἡ ἀνωτέρω φράση τῆς Εὐχῆς ἔχει τήν αὐτονόητη σημασία της. Θά πρέπει δηλαδή τό ἀντρόγυνο νά ἀποβάλει ὁριστικά τήν ἔχθρα, νά γκρεμίσει ὅ,τι στεκόταν μέχρι τώρα ἐμπόδιο καί φραγμός στήν ὁμαλή του συμβίωση καί νά ἀποκαταστήσει τήν εἰρήνη καί τή γαλήνη, τά θεῖα αὐτά δῶρα πού εἶναι τόσο ἀπαραίτητα γιά τήν ἐπικοινωνία του καί τήν προκοπή του.

Τά ἰδιάζοντα στοιχεῖα τῆς Ἀκολουθίας «ἐπί ἐπανασυστάσει γάμου»

11. Ἡ διασάλευση τοῦ γάμου καί ἡ κατάληξή του πολλές φορές σέ διαζύγιο εἶναι ἀποτέλεσμα πολλῶν παραγόντων. Στίς δύο εἰδικές γιά τήν περίπτωση δεήσεις τῆς Συναπτῆς, καθώς καί στήν παρούσα Εὐχή, βλέπουμε πώς μεταξύ αὐτῶν τῶν παραγόντων σπουδαία θέση κατέχει ἡ ἔλλειψη ὁμόνοιας καί ἀγάπης, ἡ ἀπουσία πνευματικῆς καί ψυχικῆς γαλήνης. Ἀκόμη παρατηροῦμε πώς ὅταν ὁ βίος τῶν συζύγων δέν εἶναι «ἀλοιδόρητος», ὅταν ἡ πολιτεία τους δέν εἶναι «ἄμεμπτος» καί «ἀνεπιβούλευτος» καί ὅταν ἡ διαγωγή τους δέν εἶναι «ἀκατάγνωστος», τότε ἡ εἰρήνη πού πρέπει νά διέπει τίς σχέσεις τῶν συζύγων παραχωρεῖ τή θέση της στήν ἔχθρα μέ ἀποτέλεσμα νά κλονίζεται ὁ γάμος καί νά ὁδηγεῖται μέ μαθηματική ἀκρίβεια στή διάλυση. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Λειτουργός δέεται καί παρακαλεῖ τόν Ὕψιστο γι᾿ αὐτούς, πού ὕστερα ἀπό προσωρινό χωρισμό ξανασυνδέονται μέ τό δεσμό τοῦ γάμου, αὐτό πού εἶναι τό σπουδαιότερο, ἡ πεμπτουσία τῆς ἔγγαμης συζυγίας. «Ἐπανάγαγε», λέγει ὁ Ἱερέας, «τήν διαταραχθεῖσαν εἰρήνην καί ἐμφύτευσον εἰς τάς καρδίας αὐτῶν τήν πρός ἀλλήλους ἀγάπην».

Καί ὁ Θεός τοῦ ἐλέους καί τῆς ἀγάπης, ὁ «τό μεσότοιχον τῆς ἔχθρας καταλύσας καί εἰρήνην τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων δωρησάμενος», ὁ «δοτήρ» πάντων τῶν ἀγαθῶν, εἶναι σέ θέση νά ἐξασφαλίσει στό ἀνδρόγυνο τήν ἁρμονική συμβίωση, ἀρκεῖ καί αὐτό νά κατανοήσει πώς πρέπει νά ἀγωνιστεῖ μέ εἰλικρίνεια, ἀποφασιστικότητα καί συνέπεια γιά νά κατανικήσει τίς ἀδυναμίες του. Τότε τό κλονισμένο ἀνδρόγυνο θά διαπιστώσει πώς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θά ἀρχίσει σιγά σιγά νά τό ἐπισκιάζει καί οἱ ἀδυναμίες του θά ἀρχίσουν σταδιακά νά παραχωροῦν τή θέση τους στήν καλλιέργεια καί ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καί στήν προκοπή ἔργων ἀγαθῶν. Δικαιολογημένα τότε θά ἀπολαμβάνει τά «οἰκεῖα ἀγαθά» καί μέ εὐχαριστιακή διάθεση θά νιώθει τήν ἀνάγκη νά ἀναπέμπει δοξαστικό ὕμνο στό μοναδικό Θεό τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης.

12. «Ἡ συνήθης Ἀπόλυσις». Πράγματι ἡ Ἀπόλυση τῆς Ἀκολουθίας δέν εἶναι ἡ ἴδια μέ ἐκείνη τῶν δυό προηγούμενων Ἀκολουθιῶν. Ὁμοιάζει περισσότερο μέ τήν Ἀπόλυση τῶν κοινῶν Ἀκολουθιῶν πού δέν τελοῦνται σέ εἰδικές περιστάσεις. Γίνεται ὅμως μνεία «τῶν ἁγίων ἐνδόξων καί καλλινίκων Μαρτύρων», καθώς καί τοῦ ὀνόματος «τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Προκοπίου». Αὐτή ὅμως ἡ μνεία μᾶς μεταφέρει στίς δυό προηγούμενες Ἀκολουθίες («τοῦ στεφανώματος» καί «εἰς δίγαμον»). Ἀλλά περισσότερα γιά τή μνεία αὐτή βλ. ἀντίστοιχα τά σχόλ. ἀριθ. 52 καί 58 τῆς Ἀκολουθίας τοῦ στεφανώματος).

Δεν υπάρχουν σχόλια: